Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Κοκκαλιάρη
[email protected]
Το στοιχείο του αιφνιδιασμού δείχνει να χάνει ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, καθώς οι ισορροπίες που διαμορφώνονται δεν τον ευνοούν. Η αλλαγή φρουράς στις ΗΠΑ αλλά και η κούραση Ευρωπαίων ηγετών από τη στάση της Τουρκίας σε ζητήματα μείζονος σημασίας -όπως το μεταναστευτικό- δεν αφήνουν πολλά περιθώρια ελιγμών. Και ας μην ξεχνάμε πως ο Τούρκος πρόεδρος βλέπει να γιγαντώνονται και τα προβλήματα στο εσωτερικό της χώρας του. Δεδομένο είναι πως η Τουρκία δεν θα μετατραπεί από τη μια στιγμή στην άλλη στο… καλό παιδί της διεθνούς κοινότητας. Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν πρόκειται να εγκαταλείψει τα νεο-οθωμανικά όνειρα και με μια σειρά δηλώσεων δείχνει πως επιθυμεί να αποτελέσει τον εκφραστή ενός σημαντικού τμήματος του μουσουλμανικού κόσμου.
Ωστόσο, παρά την προκλητική ρητορική-που στόχο έχει κυρίως το εσωτερικό ακροατήριο-, θεωρείται πιθανό να αναγκαστεί να συμβιβαστεί με τα νέα δεδομένα. Πολλά θα κριθούν στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, που θα πραγματοποιηθεί στις 14 Ιουνίου στις Βρυξέλλες.
Στο περιθώριο της Συνόδου αναμένεται να γίνει συνάντηση του προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και θα υπάρξει μια «πρόγευση» για το πώς θα διαμορφωθούν οι σχέσεις των δύο κρατών το επόμενο διάστημα. Παράλληλα θεωρείται πιθανό να υπάρξει στη βελγική πρωτεύουσα και τετ α τετ του Τούρκου προέδρου με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη.
Το έδαφος για αυτή τη σημαντική εξέλιξη μπορεί να «στρωθεί» στην επικείμενη επίσκεψη του Μεβλούτ Τσαβούσογλου στην Αθήνα.
Σίγουρα το γεγονός πως ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών θα βρεθεί πρώτα στη Θράκη και μετά στην Αθήνα -αν και παραδοσιακά ανάλογες επισκέψεις έπονται των διπλωματικών επαφών- προκαλεί προβληματισμό. Ωστόσο, η Τουρκία γνωρίζει πως δεν μπορεί να χρεωθεί ένα ναυάγιο στον διάλογο και το πιθανότερο είναι πως θα συνεχίσει το blame game. Πρόκειται για μια τακτική που εφαρμόζει εδώ και καιρό, χωρίς ωστόσο επιτυχία στη διεθνή κοινότητα.
Οι κινήσεις της Άγκυρας στη διπλωματική σκακιέρα γίνονται όλο και πιο προβλέψιμες. Και αυτό είναι κάτι που ευνοεί την ελληνική πλευρά.