Από την έντυπη έκδοση
Του Δημήτρη Τζάνα,
οικονομολόγος
Η χαρτογράφηση των ελληνικών επιχειρήσεων σύμφωνα με το μέγεθός τους αποκαλύπτει με ιδιαίτερα ηχηρό τρόπο τον κατακερματισμό στο επιχειρείν της χώρας. Σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές στατιστικές, ο αριθμός των μεγάλων επιχειρήσεων, εκείνων δηλαδή στις οποίες εργάζονται περισσότερα από 250 άτομα, είναι μόλις 331. Ο αριθμός των μεσαίων επιχειρήσεων, που απασχολούν από 50 μέχρι 249 άτομα, είναι 2.176, ή το 0,3% του συνόλου έναντι 0,9% που είναι ο μέσος όρος στην Ε.Ε. Ο αριθμός των μικρών επιχειρήσεων, με εργαζόμενους από 10 μέχρι 49 άτομα, είναι 18.958, που αντιστοιχεί στο 2,3% του συνόλου, όταν ο μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι 5,9%. Και, τέλος, ο αριθμός των πολύ μικρών επιχειρηματικών μονάδων, όπου απασχολείται συχνά μόνο ο επιχειρηματίας ή έχουν μέχρι 9 εργαζόμενους, είναι 800.075, δηλαδή το 97,4% του συνόλου, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην Ε.Ε. είναι 93%.
Με τα δεδομένα αυτά η αντιμετώπιση του ελλείμματος ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων είναι δυσχερέστατη, ενώ η συζήτηση για βελτίωση της εξωστρέφειας δύσκολα μπορεί να αφορά περισσότερες από 2.500 μεσαίες ή μεγάλες επιχειρήσεις, αυτές δηλαδή που έχουν την κατάλληλη οργάνωση για να εκτελέσουν μια ευμεγέθη παραγγελία προϊόντων από το εξωτερικό. Παράλληλα, ο κατακερματισμός του επιχειρείν συνυφαίνεται με την εκτεταμένη φοροδιαφυγή, καθώς στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις η οργάνωση των οικονομικών λειτουργιών τους μειώνει το κίνητρο για συναλλαγές χωρίς παραστατικά, επιτρέποντας έτσι τη λήψη κρατικής βοήθειας στις συνθήκες της πανδημίας.
Η προσπάθεια για να βελτιωθεί το μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων έχει εξαγγελθεί πολλές φορές στο παρελθόν, χωρίς ωστόσο να προκύπτει και ανάλογο αποτέλεσμα. Έτσι, για ακόμα μία φορά η σχετική συζήτηση επανέρχεται με καταλύτη τους πόρους ύψους 32 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης, που προσδοκάται να εισρεύσουν στην ελληνική οικονομία τα επόμενα έτη. Προβλέπονται έτσι ισχυρά φορολογικά κίνητρα και η δυνατότητα μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών εφόσον συντελείται η ενοποίηση ατομικών επιχειρήσεων, προσωπικών εταιρειών, ΕΠΕ και ΙΚΕ, ενώ ο κατάλογος θα εμπλουτιστεί με τις λεγόμενες αστικές επιχειρηματικές συμπράξεις. Παράλληλα, τα κίνητρα των συγχωνεύσεων προβλέπεται να συνδεθούν με την άντληση ευρωπαϊκών κονδυλίων. Συγκεκριμένα, θα επιδιωχθεί να προσφερθεί η ευκαιρία στις πολύ μικρές επιχειρήσεις, εφόσον συγχωνευθούν μεταξύ τους και αποκτήσουν μια ελάχιστη κρίσιμη μάζα, να δρομολογήσουν επενδυτικά προγράμματα που κατά προτεραιότητα θα χρηματοδοτηθούν με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους, σχεδόν άτοκα δηλαδή, με τις τράπεζες να καλούνται να γνωμοδοτήσουν επί της βιωσιμότητας των σχεδίων.
Μπορούν όλα τα παραπάνω να συμβάλουν στην ουσιαστική αύξηση του μεγέθους των ελληνικών επιχειρήσεων; Ιδιαίτερα στην ελληνική πραγματικότητα, όπου 8 στις 10 ελληνικές επιχειρήσεις είναι οικογενειακές, με συνεισφορά των 2/3 του εγχώριου ΑΕΠ; Η απάντηση είναι ότι τα προτεινόμενα φορολογικά και χρηματοδοτικά κίνητρα είναι ενδεχομένως αναγκαία για να ενθαρρυνθούν οι συγχωνεύσεις των επιχειρήσεων μεταξύ τους, αλλά δύσκολα θα λειτουργήσουν από μόνα τους. Γιατί το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων συνδέεται στενά με δύο άλλους παράγοντες που το εκτρέφουν. Ο πρώτος είναι η νοοτροπία του Έλληνα επιχειρηματία, σύμφωνα με την οποία επιδιώκει τη συγκέντρωση όλων των αρμοδιοτήτων στο πρόσωπό του. Ο διαχωρισμός ανάμεσα σε ιδιοκτήτη και μάνατζερ απουσιάζει στις ελληνικές μικρές ή πολύ μικρές επιχειρήσεις, αλλά συχνά και στις μεγαλύτερες. Η ορθολογική επιχειρηματική οργάνωση σπανίζει, ενώ οι κανόνες της εταιρικής διακυβέρνησης αποτελούν ζητούμενο ακόμα και για τις εισηγμένες στο χρηματιστήριο επιχειρήσεις. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι οι εποπτικές αρχές προσπαθούν για ακόμα μία φορά με το νέο θεσμικό πλαίσιο να βελτιώσουν την κατάσταση ώστε να ανακτηθεί η αξιοπιστία μετά την υπόθεση Folli Follie και όχι μόνο. Τα στελέχη των μικρών επιχειρήσεων εναλλάσσονται με ταχύ ρυθμό, καθώς καλούνται να λειτουργήσουν στα πλαίσια μιας στοχοθεσίας για τη διαμόρφωση της οποίας δεν έχουν ερωτηθεί. Η λειτουργία ομάδων εργασίας με στόχους που να έχουν διαμορφωθεί από τη διάγνωση των πραγματικών εταιρικών αναγκών δεν υιοθετείται. Ο Έλληνας επιχειρηματίας, με το υπερτροφικό του εγώ, έχει άποψη για όλα όσα συμβαίνουν στην επιχείρησή του και επιθυμεί την αυστηρή συμμόρφωση των εργαζομένων στις υποδείξεις του. Μια ένεση νέας νοοτροπίας είναι αναγκαία για να αλλάξει τόσο η σκέψη του όσο και η επιχειρηματική κουλτούρα των μικρών αλλά και των μεγαλύτερων επιχειρήσεων με την κατάλληλη επιμόρφωση που θα ξεκινάει από τα σχολικά θρανία.
Ο δεύτερος λόγος σχετίζεται με το υπερ-ρυθμισμένο περιβάλλον. Αναφέρομαι στην υπέρμετρη γραφειοκρατία/πολυνομία που χαρακτηρίζει το εξωτερικό περιβάλλον των επιχειρήσεων, για την αντιμετώπιση της οποίας ο επιχειρηματίας κρίνει ότι πρέπει να έχει αυξημένη δύναμη για τη διαχείριση της καθημερινότητας. Τη γρηγορότερη αδειοδότηση στο άνοιγμα νέων καταστημάτων, την αντιμετώπιση καθυστερήσεων για την εκδίκαση των υποθέσεων και άλλα ζητήματα. Θεωρεί, και όχι αδίκως, ότι τα στελέχη δεν μπορούν να δώσουν λύσεις και πρέπει εκείνος να πάρει τις σχετικές πρωτοβουλίες. Προβλήματα ωστόσο τα οποία μπορούν ευκολότερα να αντιμετωπίσουν οι πολύ μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες από την εποχή του αλήστου μνήμης Μποδοσάκη υιοθετούσαν την προτροπή «να συνεργάζονται πάντοτε με το γκουβέρνο», διαμορφώνοντας έτσι πρόσθετες δυσκολίες για την αλλαγή του σκηνικού στο ελληνικό επιχειρείν.