Από την έντυπη έκδοση
Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
ΑΠΕ-ΜΠΕ
Ο κ. Αθανάσιος Παπανδρόπουλος
Δεν χωράει καμιά αμφιβολία ότι η αισιοδοξία τις μέρες μας είναι ένα απαραίτητο στοιχείο της καθημερινής μας ζωής, πάνω από την οποία πλανώνται ακόμα αρκετοί υγειονομικοί κίνδυνοι. Παράλληλα, η κρίση του 2009 είναι παρακινδυνευμένο να θεωρείται ότι έχει τελειώσει. Η Ελλάδα έχει ακόμα σοβαρά διαρθρωτικά και θεσμικά προβλήματα και υπό αυτή την έννοια κρίνουμε πολύ αισιόδοξες κάποιες αναπτυξιακές προβλέψεις. Ιδιαίτερα δε σε μια εποχή όπου πολλά και βαριά σύννεφα υπάρχουν πάνω από την παγκόσμια οικονομία και που παράγονται κυρίως από τη γεωπολιτική συγκυρία.
Μπορεί η οικονομική πολιτική του Τζο Μπάιντεν στις ΗΠΑ να προκαλεί αισιοδοξία, πλην όμως οι αμερικανο-κινεζικές σχέσεις παραμένουν όλο και πιο μεγάλο κρίσιμο ερωτηματικό. Το ίδιο, δε, ισχύει και για τις αμερικανο-ρωσικές σχέσεις, συν τα σοβαρά προβλήματα στη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Για να επιστρέψουμε όμως στην Ελλάδα, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η διπλή κρίση του 2010 και της πανδημίας απέχει αρκετά από τη γραμμή του τερματισμού.
Όπως τονίζει ο καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου Μαν. Γαλενιανός, μέλος της Επιτροπής Πισσαρίδη, «καθώς η κρίση έχει αφήσει υψηλή ανεργία, πολλά λουκέτα και ελλιπή χρησιμοποίηση του κεφαλαιακού εξοπλισμού της χώρας, μια πολιτική αναθέρμανσης της ζήτησης μέσω της αύξησης των κρατικών δαπανών (η οποία μπορεί, πλέον, να χρηματοδοτηθεί από τα ευρωπαϊκά κονδύλια) μοιάζει ως η προφανής λύση. Τέτοιου είδους “κεϊνσιανές” πολιτικές αποτελούν σταθερό εργαλείο της οικονομικής πολιτικής παγκοσμίως και εφαρμόζονται με επιτυχία τον τελευταίο χρόνο στις ΗΠΑ». Μπορούν όμως οι πολιτικές αυτές να έχουν την επιθυμητή απόδοση και αποτελεσματικότητα στην Ελλάδα; Η θετική απάντηση δεν μοιάζει να είναι αυτονόητη.
Σύμφωνα με το Σχέδιο Ανάπτυξης της Επιτροπής Πισσαρίδη, για το οποίο δεν γίνεται πολύς λόγος πλέον, ακόμα και μια υπερκεϊνσιανή πολιτική, που κάποιοι την έκαναν λάβαρό τους, δεν θα φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Πιο συγκεκριμένα, ακόμα και αν την επομένη δεκαετία η ανεργία υποχωρήσει στα επίπεδα προ κρίσης, ο υπάρχων κεφαλαιακός εξοπλισμός χρησιμοποιηθεί πλήρως και η παραγωγικότητα της εργασίας αυξηθεί παράλληλα με τους ευρωπαϊκούς ρυθμούς (το οποίο δεν έχει συμβεί μετά το 2002), το 2030 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας θα φτάσει μόλις το 68% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, οριακά υψηλότερο από το σημερινό 67%.
Η αιτία για αυτές τις απαισιόδοξες προβλέψεις είναι ότι οι πολιτικές αυτές τείνουν να διαιωνίζουν το υπάρχον οικονομικό μοντέλο της χώρας όπως εφαρμόζονται.
Οι σημαντικές αδυναμίες του ελληνικού μοντέλου, όμως, θέτουν χαμηλή οροφή στις δυνατότητες των πολιτικών αυτών να επιτύχουν θετικά αποτελέσματα και επιβάλλουν μια πολύ διαφορετική κατεύθυνση για την οικονομική πολιτική, η οποία θα έπρεπε να έχει ως κεντρικό στόχο τη ριζική αναδιάρθρωση της οικονομίας.
Η αναδιάρθρωση αυτή όμως, παρά τις όντως φιλότιμες κυβερνητικές πρωτοβουλίες, είναι υποτονική.
Το περίφημο φάντασμα του πολιτικού κόστους σκιάζει πάντα τον ορίζοντα. Κατά τον καθηγητή Μαν. Γαλενιανό, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αφορά την αγορά εργασίας.
Η μείωση του ποσοστού ανεργίας στο 8,5% όπου βρισκόταν το 2007, μέσω κεϊνσιανών πολιτικών θα οδηγήσει σε αύξηση του αριθμού των απασχολουμένων μόλις κατά 2%, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, και δεν θα συνεισφέρει ουσιαστικά στο κλείσιμο της ψαλίδας με την Ε.Ε.
Υπάρχουν, όμως, μεγάλες δεξαμενές ανθρώπινου δυναμικού, οι οποίες δεν αξιοποιούνται: μεγάλα ποσοστά των νέων, των γυναικών και των άνω των 55, αλλά εργάσιμης ηλικίας, παραμένουν οικονομικά ανενεργοί (δεν εργάζονται, ούτε αναζητούν εργασία) εξαιτίας των πολλών φορολογικών και γραφειοκρατικών αντικινήτρων στην εργασία, της ελλιπούς στήριξης των οικογενειών με μικρά παιδιά και της συχνής (και, συνήθως, εξαιρετικά άδικης) πρόωρης συνταξιοδότησης προνομιούχων ομάδων.
Μια μεταρρυθμιστική προσπάθεια για την αξιοποίηση αυτού του δυναμικού θα δημιουργήσει μεγάλα οικονομικά αλλά και κοινωνικά οφέλη και θα ανατρέψει τις επιπτώσεις των δυσμενών δημογραφικών εξελίξεων.
Απαιτεί όμως τη ρήξη με τις πρακτικές του παρελθόντος. Αντίστοιχα παραδείγματα υπάρχουν σε πολλές άλλες πτυχές της οικονομικής δραστηριότητας, όπως η σύνδεση έρευνας και παραγωγής, η εύρυθμη λειτουργία των αγορών και η κινητροδότηση των επενδύσεων, πτυχές οι οποίες αναλύονται διεξοδικά στο πόρισμα της Επιτροπής Πισσαρίδη.
Από αυτά που προηγούνται, το γενικότερο συμπέρασμα είναι ότι σήμερα, λόγω Ευρώπης, δυνατότητες εξόδου από τη συνολική κρίση υπάρχουν. Απαιτούν όμως τόλμη στις λήψεις αποφάσεων και αρκετές δόσεις, κατά τον μεγάλο Γ. Σουμπέτερ, «δημιουργικής καταστροφής». Μήπως όμως αυτή η τελευταία αποτελεί μόνιμο έλλειμμα της ελληνικής πραγματικότητας;