Από την έντυπη έκδοση
Του Μιχάλη Χατζηκωνσταντίνου
[email protected]
Η προώθηση του νομοσχεδίου του υπουργείου Δικαιοσύνης για την συνεπιμέλεια χαιρετίστηκε από μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης ως μια αξιέπαινη πρωτοβουλία για τον εκσυγχρονισμό της σχετικής νομοθεσίας.
Όποιος είχε, όμως, την ευκαιρία να παρακολουθήσει τις τοποθετήσεις των αρμόδιων φορέων στη σχετική συνεδρίαση της αρμόδιας επιτροπής της Βουλής θα πρέπει να έχει ήδη αρχίσει να ανησυχεί. Κοινή συνισταμένη των εισηγήσεων πολυάριθμων ειδικών επιστημόνων (παιδοψυχιάτρων, νομικών, εκπροσώπων οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων) είναι ότι το κατατεθέν νομοσχέδιο -αντίθετα με το αρχικό σχέδιο της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής- υποτιμά ανάγκες παιδιών για να ικανοποιήσει επιθυμίες γονέων.
Χαρακτηριστικότερη περίπτωση αποτελεί η διάταξη για την εισαγωγή ποσοτικού τεκμηρίου ελάχιστου χρόνου επικοινωνίας με φυσική παρουσία του γονέα με το τέκνο (1/3 του «συνολικού χρόνου»). Ιδιαίτερη ανησυχία προκάλεσε και η ρύθμιση για την «εξίσου» άσκηση της γονικής μέριμνας και την από κοινού λήψη αποφάσεων που ηχεί μελωδικά στα αυτιά κάποιων γονέων, αλλά δεν αποκλείεται να προκαλέσει πρόσθετα προβλήματα στην καθημερινότητα των παιδιών. Σε όλα αυτά προστίθεται και ο κίνδυνος για την παρουσία κακοποιητικών γονέων στην καθημερινότητα των παιδιών…
Το ζήτημα της συνεπιμέλειας δεν προσφέρεται, ωστόσο, για αντιπολιτευτικές κορόνες. Γι’ αυτό έχει ενδιαφέρον να ακούσει κανείς όχι την κριτική σύσσωμης της αντιπολίτευσης, αλλά δύο πρώην υπουργών της Ν.Δ. Η Μαριέττα Γιαννάκου κατέστησε σαφές ότι οι «σολομώντειες» λύσεις και οι οριζόντιες νόρμες που προτείνει το νομοσχέδιο δεν είναι προς το συμφέρον του παιδιού. Αντίστοιχα, η Όλγα Κεφαλογιάννη επισήμανε ότι το συμφέρον του παιδιού εξειδικεύεται κατά περίσταση και ξεκαθάρισε ότι αν είναι να θεσπίσουμε κριτήρια, αυτά θα πρέπει να είναι τουλάχιστον «παιδοκεντρικά».
Είναι θεμιτό η πολιτεία να ακούει τις δίκαιες διαμαρτυρίες μιας μερίδας διαζευγμένων γονέων οι οποίοι αισθάνονται αδικημένοι από δικαστικές αποφάσεις του παρελθόντος. Η καλή νομοθέτηση, όμως, δεν περνά μέσα από οριζόντιες, αμφιλεγόμενες και πειραματικές ρυθμίσεις. Ένα λάθος δεν διορθώνεται με ένα μεγαλύτερο. Ιδίως όταν αφορά το μέλλον των παιδιών.