Από την έντυπη έκδοση
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
ΑΠΕ-ΜΠΕ
Ο Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλος
Πριν από αρκετά χρόνια λέγαμε ότι η Ευρώπη παρά τις δυσκολίες προχωράει προς την Ένωσή της. Και δεν ήταν λίγοι αυτοί που εργάζονταν προς την κατεύθυνση αυτή με ζήλο και ανοικτούς ορίζοντες.
Σήμερα, ενώ έκλεισε η πρώτη εικοσαετία του 21ου αιώνα, πού βρισκόμαστε; Πού θέλουμε να πάμε; Ποιο είναι το όραμά μας; Τελικά δε, το όραμα των θεμελιωτών της σημερινής Ένωσης υπάρχει;
Για να κατανοήσουμε τη νέα κατάσταση, πρέπει να θυμηθούμε τις δυσκολίες στις όποιες αναφερόμασταν παλιά. Επρόκειτο για δυσκολίες εξωγενείς και ενδογενείς. Με δυο λόγια, είχαμε ν’ αντιμετωπίσουμε αφενός μεν τον φόβο των δύο υπερδυνάμεων για το μέλλον και τον ρόλο μιας ενωμένης και ισχυρής Ευρώπης, αφετέρου δε τις οικονομικές κυρίως διαφορές των μελών της.
Οι οικονομικές διαφορές υποθέσαμε ότι μπορούν σύντομα να γεφυρωθούν χάρη σε διάφορα προγράμματα, τα οποία ουσιαστικώς μετέφεραν μέρος του εισοδήματος που παρήγαγε ο ακαταπόνητος Βορράς προς τον Νότο. Οι εξωγενείς αντιρρήσεις αντιμετωπίζονταν κυρίως διά του NATO, δηλαδή του μηχανισμού εξάρτησης της ευρωπαϊκής άμυνας από την αμερικανική. «Όλα αυτά», έγραφε πριν μερικά χρόνια ο αείμνηστος Παναγιώτης Δρακόπουλος, εκδότης και φιλόσοφος, «δεν ήταν βεβαίως προϊόντα σχεδιασμού επιδέξιων πιλότων, αλλ’ απλώς υποχωρήσεις σε πιέσεις, συναλλαγής, διαβρώσεις και, όχι σπανίως, εξευτελισμοί».
Μ’ όλα ταύτα, υπήρχε ένα όραμα, και μάλιστα με εντυπωσιακά σαφές περίγραμμα. “Αν προσθέσουμε σ’ αυτό τη νωπή τότε ακόμη χιτλερική εμπειρία και τη συνακόλουθη διαίρεση της Γερμανίας, θα κατανοήσουμε γιατί το όραμα της ευρωπαϊκής ένωσης στήριζε την υλοποίησή του στη φόρμουλα του συντηρητικού Αντενάουερ (επιβεβαιωμένη κατηγορηματικά από τον σοσιαλιστή Βάλτερ Σέελ), σύμφωνα με την όποια η Γαλλία θα ηγείται πολιτικά και πολιτιστικά, ενώ η Γερμανία θα προηγείται στα οικονομικά και διοικητικά της ένωσης.
Για τους οραματιστές της ενωμένης Ευρώπης από τον Δάντη έως την Έλιοτ, όπως και για τους «Ιδρυτές Πατέρες» της Κοινότητας (προσωπικότητες κυρίως του οικονομικού και του δημοσιογραφικού κόσμου), η Ευρώπη είχε ίσως ακαθόριστα τελικά σύνορα, αλλά σαφές πρόσωπο: μιλούσαν για την ένωση μιας ομάδας κρατών με δημοκρατική παράδοση και φιλελεύθερη συνείδηση.
Πέρα από τις οικονομικές σκοπιμότητες και τα πολιτικά αιτήματα, οι άνθρωποι αυτοί αισθάνονταν αποφασισμένοι «να προσπαθήσουμε τουλάχιστο να διαφυλάξουμε μερικά από τα αγαθά εκείνα στα οποία είμαστε κοινοί θεματοφύλακες και αυτά είναι η κληρονομιά της Ελλάδας, της Ρώμης και του Ισραήλ και η ευρωπαϊκή κληρονομιά, όπως έχει διαμορφωθεί τα τελευταία δύο χιλιάδες χρόνια», για να επαναλάβω τα λόγια της Τ.Σ. Έλιοτ (την οποίαν δυστυχώς κάποιοι θεωρούν ότι είναι άνδρας).
Στη βάση αυτήν που προηγούνται και με δεδομένα τη σημερινή συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης, θα χρειαστεί να επιμείνουμε σ’ ένα σημείο άξιο ιδιαίτερης προσοχής: οι Ευρωπαίοι δεν απορρίπτουν την ιστορική τους παράδοση και τους παράγοντες που διαμόρφωσαν την ιδιοπροσωπία τους, αλλά αντιθέτως πάνω σε αυτά τα στοιχεία θεμελίωναν το αίτημα της ένωσης. Αυτά προσδιόριζαν και το αίσθημα πού έτρεφαν έναντι των γειτόνων τους στην απέναντι όχθη της Μεσογείου.
Έναντι του Ισλάμ έχουν δώσει καθοριστικόν της πνευματικότητας τους αγώνα: προσπάθησαν (ανεπιτυχώς) να το κρατήσουν μακριά από τον μικρασιατικό χώρο αναπνοής της Κωνσταντινούπολης και τους Αγίους Τόπους της θρησκείας τους (μια νοητή ευθεία που αρχίζει από την Τραπεζούντα και καταλήγει στον κόλπο της Άκαμπα), όπως προσπάθησαν να το κρατήσουν μακριά από την Ευρώπη, που την ήθελαν δική τους γη και πατρίδα.
Η ευρωπαϊκή συνείδηση και κληρονομιά έχουν σφραγισθεί -καθώς μαρτυρούν τα μεγάλα μνημεία της Γραμματείας της- με γεγονότα όπως η μάχη του Πουατιέ το 732 που ανέκοψε την είσοδο του Ισλάμ στην Ευρώπη από τα δυτικά Στενά της Μεσογείου και με τη μάχη της Βιέννης το 1683 που ανέκοψε τη διείσδυση του από τα Στενά της ανατολής. Οι μάχες αυτές ήταν και αρχές μιας μακράς κι αιματηρής πορείας πλήρους απαλλαγής της Ευρώπης από το Ισλάμ, που ολοκληρώθηκε στο δυτικό μέτωπο το 1492 με την ανακατάληψη όλης της Ιβηρικής χερσονήσου, και στο ανατολικό το 1923 με την απελευθέρωση της Βαλκανικής χερσονήσου, με την Κωνσταντινούπολη βλακωδώς να αφήνεται στην επιρροή ενός δεινού σήμερα εχθρού της Δύσης.
Επιμένω στο θέμα τού Ισλάμ διότι αυτό θα είναι ένα από τα δύο μεγαλύτερα προβλήματα της ενωμένης Ευρώπης τα χρόνια που έρχονται, ενώ δεύτερο μεγάλο θα είναι το λεγόμενο melting pot.
Το θέμα πλέον δεν είναι η στάση των εταίρων έναντι αυτής ή της άλλης μουσουλμανικής χώρας του άλλοτε Τρίτου Κόσμου. Το θέμα είναι ότι ήδη εδώ και λίγα χρόνια οι μονίμως εγκατεστημένοι στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης μουσουλμάνοι υπερβαίνουν τα 20 εκατομμύρια· συνιστούν άρα ένα κράτος χωρίς νόμιμη εκπροσώπηση και σύνορα, μεγαλύτερο όμως από το Βέλγιο, τη Δανία, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία ή την Ελλάδα.
Είμαστε, λοιπόν, μάρτυρες ενός μεγάλου ιστορικού γεγονότος: της εισόδου του Ισλάμ στην Ευρώπη, με τη συμπαράσταση ενός άκρατου δήθεν προοδευτικού λαϊκισμού. Τι μπορεί να συμβεί; Μήπως αρκετά θλιβερά γεγονότα στη Γαλλία μάς δίνουν την απάντηση;