Από την έντυπη έκδοση
Tου Δημήτρη Τζάνα,
οικονομολόγου
Εχει λεχθεί ότι συχνά λίγοι μπορούν να εξαπατήσουν πολλούς για λίγο. Πιο σπάνια, λίγοι μπορούν να εξαπατήσουν πολλούς για πολύ. Τελικά όμως θα κάνουν το λάθος και θα πιαστούν. Η περίπτωση του Bernie Madoff ανήκει στην τελευταία κατηγορία. Για πολλές δεκαετίες, αφού ξεκίνησε με τη Madoff Securities ανέπτυξε και τον δικό του επενδυτικό φορέα. Έφτασε μάλιστα να γίνει πρόεδρος του Nasdaq πετυχαίνοντας έτσι υψηλό βαθμό αξιοπιστίας, κύρος, αλλά και κάλυψη από το κατεστημένο όταν θα τη χρειαζόταν.
Επικοινωνώντας με μία σελίδα που παρουσίαζε τις σταθερά επιτυγχανόμενες ετήσιες αποδόσεις ύψους 10% έως 12%, τα περιουσιακά στοιχεία που συγκέντρωσε έφτασαν τα 65 δισ. δολάρια το 2008. Τα διαθέσιμα προέρχονταν από όλες τις κατηγορίες των επενδυτών, ιδιώτες, εταιρείες, άλλα νομικά πρόσωπα όπως ασφαλιστικά ταμεία ακόμη και φιλανθρωπικά ιδρύματα.
Το έκανε και στην Ελλάδα συγκεντρώνοντας πάνω από μισό δισεκατομμύριο ευρώ από ευκατάστατους Έλληνες. Ο ίδιος και όσοι δούλευαν για λογαριασμό του αρνούνταν να δώσουν πληροφορίες είτε για την επενδυτική στρατηγική είτε για το είδος των επενδύσεων που έκανε. Το δόγμα «Don’t Ask, Don’t Tell» ήταν αυτό που έπρεπε να αποδεχτούν οι υποψήφιοι επενδυτές για να περιληφθούν στις λίστες του χαρισματικού διαχειριστή. Το βίωσα και προσωπικά.
Ένας δαιμόνιος Έλληνας, ο Harry Markopolos, είχε καταλάβει ότι το μεγαλύτερο τότε hedge fund του κόσμου ήταν μια απάτη. Ήταν μια πυραμίδα, ένα Ponzi scheme, όπως αποκαλείται, το οποίο διατηρείται όσο εισέρχονται πελάτες με νέα διαθέσιμα με τα οποία ξεπληρώνουν εκείνους που αποχωρούν.
Ο Markopolos παρατήρησε ότι στο χρηματιστήριο του Σικάγο δεν είχαν πραγματοποιηθεί συναλλαγές δικαιωμάτων για λογαριασμό της εταιρείας του Madoff, όπως ανέφερε στην επενδυτική στρατηγική του στα γράμματα προς τους πελάτες, ισχυριζόμενος ότι με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνονταν οι σταθερές αποδόσεις. Ο Markopolos κατάγγειλε το 2005 τα πάντα στην Αμερικανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Αλλά κανείς δεν του έδωσε σημασία. Λίγα χρόνια αργότερα, το 2008, η απάτη αποκαλύφθηκε και το 2010 ο Markopolos έγραψε το βιβλίο του «No One Would Listen: A True Financial Thriller», το οποίο έγινε best-seller. Ο Madoff καταδικάστηκε σε φυλάκιση 150 ετών και πέθανε πριν από λίγες ημέρες στα 82 χρόνια του, αφού προηγουμένως είχαν πεθάνει οι δύο γιοι του.
Θα μπορούσε να επαναληφθεί μία τέτοια απάτη σήμερα; Δηλαδή θα ήταν δυνατό ένας σημερινός χαρισματικός απατεώνας να εξαπατήσει πάλι πολλούς για πολύ διάστημα; Η απάντηση σχετίζεται με τη διερεύνηση αφενός της επενδυτικής παιδείας όσων διενεργούν συναλλαγές στις αγορές και αφετέρου του θεσμικού πλαισίου που τις διέπει. Ξεκινώντας από το θεσμικό πλαίσιο, αρκετοί υποστηρίζουν ότι οι αλλαγές στο ρυθμιστικό πλαίσιο μετά την υπόθεση Madoff ήταν ελάχιστες.
Ο John Authers ανάμεσά τους σε πρόσφατο άρθρο του στις Financial Times, που μάλλον είναι υπερβολικός, καθώς ιδιαίτερα στις ΗΠΑ η αυστηρότητα των ποινών για όσους αποδεδειγμένα ενεργούν με δόλο είναι ιδιαίτερα υψηλές. Ίσως είναι πιο σημαντικό να εστιάσουμε στη χαμηλή επενδυτική παιδεία, το επίπεδο της οποίας έχει υποβαθμιστεί τα τελευταία χρόνια. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα του μετασχηματισμού της φυσιογνωμίας των αγορών, καθώς οι συναλλαγές σε υποκείμενες αξίες δηλαδή σε μετοχές, ομόλογα, νομίσματα και εμπορεύματα, διευρύνθηκαν με συναλλαγές σε παράγωγα προϊόντα με βάση τις υποκείμενες αξίες που προαναφέρθηκαν.
Η διαδικασία αυτή ως έναν βαθμό δικαιολογείται για λόγους αντιστάθμισης των κινδύνων από όσους κατέχουν μία ή περισσότερες υποκείμενες αξίες που προαναφέρθηκαν. Όμως η τεχνολογία από κοινού με την παγκοσμιοποίηση και τη θεσμική απελευθέρωση επέτρεψαν τη δυνατότητα εκρηκτικής ανάπτυξης των συναλλαγών για κερδοσκοπικούς λόγους, με αποτέλεσμα τη μετάλλαξη των αγορών σε απέραντους στίβους στοιχηματισμού. Με αυτά τα δεδομένα, κανένα κανονιστικό πλαίσιο δεν μπορεί να διαμορφώσει αποτελεσματική προστασία για τους επενδυτές και περιορίζεται σε διαμόρφωση κανόνων αυξημένης κεφαλαιακής επάρκειας των φορέων που δραστηριοποιούνται ώστε να διασφαλίζονται συνθήκες χρηματιστηριακής ευστάθειας. Έτσι, πρόσφατα είδαμε η χρεοκοπία του fund Arhegos να προκαλεί ζημιές ύψους 4,7 δισ. δολαρίων στην Credit Swisse, που σπεύδει να ανακεφαλαιοποιηθεί.
Προηγουμένως, ο χρηματιστηριακός λαϊκισμός κορυφώθηκε στην περίπτωση της Gamestop, όπου οι επενδυτές καθοδηγούνταν σαν αγέλη στις αγορές τους από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αγνοώντας τα πτωχά θεμελιώδη της εταιρείας.
Ναι λοιπόν, δεν είναι καθόλου απίθανο να υπάρξει ξανά μια νέα απάτη όπως αυτή που έστησε κάποτε ο Bernie Madoff. Η φυσιογνωμία του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού περιβάλλοντος είναι τέτοια που πολλοί θα μπορούσαν να σκεφτούν ευφάνταστους τρόπους για να εξαπατήσουν τους επενδυτές που πάντα θα ποθούν τον γρήγορο πλουτισμό. Με την τεχνολογία να αναβαθμίζει και να αναδιαμορφώνει τα επενδυτικά προϊόντα καθημερινά, προκαλώντας ωστόσο σοβαρές ενστάσεις για την αξιοπιστία και τη βιωσιμότητά τους. Των κρυπτονομισμάτων για παράδειγμα, οι αποτιμήσεις των οποίων ήδη προβληματίζουν, ενώ έγινε και εισαγωγή εταιρείας, της Coinbase, με κύκλο εργασιών προερχόμενο από το προμηθειακό εισόδημα των συναλλαγών σε αυτά! Και με τις αρχές να παρακολουθούν αμήχανες και παραμένοντας απρόθυμες επί του παρόντος για δράσεις με αποφασιστικότητα.