«Η εξασφάλιση ηλεκτρικής ενέργειας με ανταγωνιστικές τιμές για την κάλυψη των αναγκών των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων αποτελεί μία από τις βασικές μας προτεραιότητες της κυβέρνησης», τονίζει σε συνέντευξή του ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστας Σκρέκας.
Ο κ. Σκρέκας, μιλώντας στα «Παραπολιτικά», σημειώνει ότι καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση προσιτών τιμών θα διαδραματίσει η περαιτέρω ενίσχυση της αγοράς με ανταγωνιστικές διαδικασίες, όπως για παράδειγμα με τους διαγωνισμούς για την αποζημίωση των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές (ΑΠΕ).
Η έως τώρα εμπειρία, όπως σημειώνει, από την απελευθέρωση της αγοράς είναι θετική, δεδομένου ότι έχει οδηγήσει σε πληθώρα προϊόντων και συνδυαστικών πακέτων από πολλούς και διαφορετικούς προμηθευτές που μπορούν να καλύψουν τις εξατομικευμένες ανάγκες των καταναλωτών.
Εξίσου σημαντικές, συμπλήρωσε, για την τόνωση του ανταγωνισμού είναι και οι ηλεκτρικές διασυνδέσεις με άλλες χώρες που προωθούνται, όπως με την Κύπρο και το Ισραήλ, μέσω του καλωδίου EuroAsia Interconnector, αλλά και με την Αίγυπτο. Πριν από λίγες ημέρες, μάλιστα, συμφωνήσαμε με τον Αιγύπτιο ομόλογό μου, Μοχάμεντ Σακ.
Τα πράσινα διμερή συμβόλαια, συνεχίζει ο υπουργός, αποτελούν έναν τρόπο για τη στήριξη των νοικοκυριών και της παραγωγικής βάσης της χώρας, προωθώντας έμπρακτα την ενεργειακή μετάβαση με μεγαλύτερη διείσδυση ΑΠΕ στο μείγμα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Επιπρόσθετα, υπογραμμίζει ότι για την προστασία των πιο ευάλωτων νοικοκυριών, έχει προχωρήσει η επέκταση της ρύθμισης που αφορά στην επανασύνδεση του ηλεκτρικού ρεύματος για πολίτες, οι οποίοι αποδεδειγμένα αδυνατούν να εξοφλήσουν τους λογαριασμούς τους.
Για την ορθολογική διαχείριση των αποβλήτων και των υδάτων στο πλαίσιο της κυκλικής οικονομίας ο κ. Σκρέκας επισημαίνει ότι η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας διαθέτει την τεχνογνωσία και θα μπορούσε να επεκτείνει τη δραστηριότητά της και σε άλλους κλάδους εκτός από την ενέργεια, πάντα με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον.
Αναφερόμενος στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας υπογραμμίζει ότι το 37% των πόρων θα διοχετευθεί σε «πράσινες» δράσεις στις οποίες περιλαμβάνεται το πρόγραμμα «Εξοικονομώ-Αυτονομώ». «Μέσα στο καλοκαίρι, θα είμαστε έτοιμοι να ανακοινώσουμε όχι ένα, αλλά δύο προγράμματα για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης: το ένα θα αφορά στα νοικοκυριά και το άλλο στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Οι συνολικές επενδύσεις για την ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων θα ανέλθουν σε πάνω από 3 δισ. ευρώ την επόμενη πενταετία. Συγκεκριμένα, για την επιδότηση των κατοικιών, θα δίνεται προτεραιότητα στα κτίρια με τη μεγαλύτερη ανάγκη ενεργειακής αναβάθμισης, συμπεριλαμβανομένων μεταξύ των κριτηρίων της παλαιότητας του κτιρίου, του βαθμού της ενεργειακής απόδοσης και των βαθμοημερών - δηλαδή των ημερών ψύχους και υπερβολικής ζέστης.
Επίσης, για την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας, ως ενός βασικού πυλώνα της στρατηγικής μας, στον νέο κύκλο του προγράμματος θα στηρίξουμε σημαντικά τα ευάλωτα νοικοκυριά, τις πολυμελείς οικογένειες και εκείνες που έχουν μέλος με αναπηρία. Στόχος μας είναι η μείωση του αποτυπώματος των ενεργειακά φτωχών νοικοκυριών κατά 50% έως το 2025 και κατά 75% έως το 2030».
Σχετικά με τον αγωγό φυσικού αερίου East Med, αποτελεί, όπως υποστηρίζει, ένα γεωπολιτικό εγχείρημα μείζονος σημασίας, το οποίο θα αναβαθμίσει τη θέση της χώρας μας, ενισχύοντας ακόμα περισσότερο τον ρόλο της ως πύλη εισόδου φυσικού αερίου στην ευρωπαϊκή αγορά.
Πρόκειται, εξήγησε, για έργο που θα συμβάλλει καθοριστικά στην ενεργειακή ασφάλεια της ευρύτερης περιοχής και θα έχει πολλαπλά οφέλη για τους καταναλωτές, καθώς θα οδηγήσει σε αύξηση του ανταγωνισμού και σε μείωση των τιμών του φυσικού αερίου.
«Όπως γνωρίζετε, η βούληση για την υλοποίηση του έργου από την πλευρά της Ελλάδας, της Κύπρου και του Ισραήλ είναι δεδομένη, ενώ πρόσφατα και άλλα ευρωπαϊκά κράτη εξέφρασαν τη στήριξή τους στον East Med. Μάλιστα, η στήριξη εκφράστηκε με τον πλέον επίσημο τρόπο με επιστολή στην Ευρωπαία Επίτροπο Ενέργειας, Κάντρι Σίμσον, την 1η Απριλίου», προσθέτει.
Η επιστολή, καταλήγει ο υπουργός, υπογράφεται όχι μόνο από τους Υπουργούς Ενέργειας της Ελλάδας, της Κύπρου και του Ισραήλ, αλλά από τρία ακόμη κράτη της Ε.Ε., τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και την Ουγγαρία και από δύο σημαντικά μέλη της Ενεργειακής Κοινότητας, τη Βόρεια Μακεδονία και τη Σερβία.