Η ρωσική κυβέρνηση προσπάθησε να διασπείρει στην προεδρική περίοδο των αμερικανικών προεδρικών εκλογών του 2020 «παραπλανητικές ή αβάσιμες κατηγορίες» εναντίον του τότε υποψηφίου Τζο Μπάιντεν μέσω συμμάχων του πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και της κυβέρνησής του, σύμφωνα με Αμερικανούς αξιωματούχους υπηρεσιών πληροφοριών.
Η αξιολόγηση αυτή περιγράφεται σε μια 15σελιδη έκθεση σχετικά με ανάμιξη στις εκλογές, την οποία έδωσε στη δημοσιότητα το Γραφείο του Διευθυντή Εθνικών Υπηρεσιών Πληροφοριών. Σε αυτήν αναφέρεται ότι σύμμαχοι του Τραμπ έπεσαν στην παγίδα της Μόσχας ενισχύοντας τους ισχυρισμούς που διατυπώθηκαν εναντίον του Μπάιντεν από Ουκρανικά πρόσωπα, που συνδέονται με την Ρωσία, στην κούρσα των εκλογών της 3ης Νοεμβρίου.
Αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών εντόπισαν άλλες απόπειρες επιρροής των ψηφοφόρων, συμπεριλαμβανομένης μιας «πολυσχιδούς μυστικής εκστρατείας επιρροής» από το Ιράν που είχε σκοπό να μειώσει την υποστήριξη προς τον Τραμπ. Η έκθεση διατυπώνει επίσης μια αντίθετη αφήγηση που προωθήθηκε από συμμάχους του Ρεπουμπλικάνου τέως προέδρου ότι η Κίνα παρενέβη στις εκλογές προς στήριξη του Μπάιντεν, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι το Πεκίνο «δεν κατέβαλε προσπάθειες να αναμιχθεί στις εκλογές»
«Η Κίνα επιδίωκε σταθερότητα στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και δεν θεώρησε κανένα εκλογικό αποτέλεσμα αρκετά επωφελές για την Κίνα ώστε να διακινδυνεύσει αρνητικές αντιδράσεις αν αποκαλυφθεί» ανάμιξή της, σημείωσε η έκθεση.
Αμερικανοί αξιωματούχοι δήλωσαν ότι κατέγραψαν επίσης απόπειρες από την Κούβα, τη Βενεζουέλα και τη λιβανέζικη ένοπλη οργάνωση Χεζμπολάχ να επηρεάσουν τις εκλογές, αν και «γενικά, εκτιμούμε ότι αυτές ήταν μικρότερης κλίμακας από αυτές που διεξήγαγαν η Ρωσία και το Ιράν».
Υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ και ο πρώην ειδικός ανακριτής Ρόμπερτ Μάλερ κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η Ρωσία αναμίχθηκε και στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2016 για να στηρίξει την υποψηφιότητα Τραμπ με μια εκστρατεία προπαγάνδας με στόχο να πλήξει την Δημοκρατική αντίπαλο του, Χίλαρι Κλίντον.