Από την έντυπη έκδοση
Του Μιχάλη Χατζηκωνσταντίνου
[email protected]
Την περασμένη Κυριακή η επτάχρονη ανιψιά μου βρισκόταν στην πλατεία της Νέας Σμύρνης με τη μητέρα της και είδε με τα μάτια της τα περιστατικά που παρακολούθησε αργότερα ολόκληρη η Ελλάδα. Όταν οι αστυνομικοί επιτέθηκαν με κλομπ στον νεαρό που φώναζε «πονάω, πονάω!» η μικρή είπε τρομοκρατημένη: «Μαμά, να φωνάξουμε την αστυνομία».
Τι μπορούσε να ειπωθεί σε αυτό το παιδί το οποίο έχει μάθει ότι η αστυνομία είναι εκεί για να μας προστατεύει; Πώς να καταλάβει γιατί δέχθηκαν αναίτια επίθεση οι νεαροί τους οποίους βλέπει κάθε Κυριακή να κάθονται ήσυχα στην πλατεία; Και κυρίως ποιος ήταν σε θέση να απαντήσει στο ερώτημα «ποιον φωνάζουμε όταν επιτίθεται η αστυνομία;».
Την παιδική ερώτηση ακολούθησαν παιδαριώδεις απαντήσεις. Μερίδα των ΜΜΕ υποστήριξε ότι 30 άτομα είχαν επιτεθεί νωρίτερα στην αστυνομία, κάτι που δεν επιβεβαιώθηκε από καμία πηγή. Και την επομένη, νεαρός βουλευτής αποκάλυψε τα πολιτικά φρονήματα του θύματος σε κλίμα εποχών της ελληνικής ιστορίας που έχουν περάσει ανεπιστρεπτί.
Και ακολούθησε η χθεσινή συγκέντρωση της Νέας Σμύρνης, όπου χιλιάδες κάτοικοι των νοτίων προαστίων ζήτησαν να ξαναγίνει η «πλατεία» ένας ειρηνικός τόπος.
Δυστυχώς, κάποιοι το εξέλαβαν ως προσκλητήριο για ταραχές, πέτρες και μολότοφ. Το αποτέλεσμα; Ένα πρωτόγνωρο σκηνικό μάχης στη φιλήσυχη Νέα Σμύρνη και ένας αστυνομικός τραυματισμένος στο νοσοκομείο από βάρβαρη επίθεση κουκουλοφόρων.
Η απάντηση στη μικρή Ράνια ήρθε λοιπόν από τα πράγματα. Αφενός σε ένα κράτος δικαίου λογοδοτούν όλοι. Είτε πρόκειται για απλούς πολίτες, είτε για αστυνομικούς, είτε φυσικά για τους πολιτικούς προϊσταμένους τους. Αφετέρου η αντίδραση στη βία δεν μπορεί να είναι σε καμία περίπτωση περισσότερη και πιο τυφλή βία.
Τους τελευταίους μήνες έχει γίνει πια φανερό ότι η Ελλάδα εισέρχεται όλο και πιο βαθιά σε μία δίνη συνυφασμένων υγειονομικών, οικονομικών και εθνικών προβλημάτων. Το μόνο που δεν μπορεί να τα λύσει όλα αυτά είναι η πίστη σε λύσεις διά της βίας.