Από την έντυπη έκδοση
Του Μωυσή Λίτση
[email protected]
«Η Αμερική επιστρέφει» διακήρυξε όχι μία, αλλά τρεις φορές στην ομιλία του στην πρόσφατη Σύνοδο για την Ασφάλεια στο Μόναχο ο νέος Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν. Όντως «η Αμερική επιστρέφει» όχι όμως για την εμπέδωση της διεθνούς συνεργασίας και την αλλαγή κλίματος στο διεθνές πολιτικό σκηνικό, με στόχο τον περιορισμό της διεθνούς έντασης.
Επιστρέφει… στη γνωστή επίδειξη στρατιωτικής ισχύος, με τον Αμερικανό πρόεδρο να δίνει εντολή για αεροπορικούς βομβαρδισμούς στην ανατολική Συρία κατά υποστηριζόμενων, υποτίθεται από το Ιράν, παραστρατιωτικών ομάδων, σε αντίποινα πρόσφατων επιθέσεων κατά αμερικανικών στόχων στο αυτόνομο Κουρδιστάν στο βόρειο Ιράκ. Η αμερικανική επίθεση είχε πολλούς αποδέκτες. Πρώτα και καλύτερα την Τεχεράνη.
Ο Μπάιντεν φέρεται να θέλει να επανέλθει στην πυρηνική συμφωνία με το Ιράν του 2015, αλλά από θέση ισχύος. Το παράδοξο είναι ότι η επίθεση δεν είχε καν στόχο υποστηριζόμενες από το Ιράν παραστρατιωτικές ομάδες, αλλά ομάδες πολιτοφυλακών που είχε στείλει το Ιράκ στη Συρία για να πολεμήσουν το Ισλαμικό Κράτος, όπως ανέφερε το εδρεύον στο Λονδίνο Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Ούτως ή άλλως, οι πρόσφατες επιθέσεις στην πρωτεύουσα του αυτόνομου Κουρδιστάν Αρμπίλ κατά αμερικανικών στόχων είχαν αποδοθεί σε υποστηριζόμενη από το Ιράν παραστρατιωτική οργάνωση από «ανώνυμους Ιρακινούς αξιωματούχους», με την «κυρίαρχη» κυβέρνηση της Βαγδάτης να ερευνά ακόμη το περιστατικό. Πέρα όμως διά της… κανονιοφόρων προειδοποίησης προς το Ιράν, η επίθεση είχε και άλλους αποδέκτες: την Κίνα και τη Ρωσία.
Η επίθεση εκδηλώθηκε λίγες ημέρες αφότου ολοκληρώθηκαν οι κοινές ναυτικές στρατιωτικές ασκήσεις ανάμεσα στο Ιράν, στη Ρωσία και την Κίνα στα στρατηγικής σημασίας ύδατα του Ινδικού Ωκεανού. Επιπλέον -ως γνωστόν- η Ρωσία διατηρεί βάσεις στη Συρία, ενώ η ένταση με τη Δύση βρίσκεται στο «κόκκινο», λόγω της υπόθεσης της φυλάκισης του επικριτή του Κρεμλίνου Αλεξέι Ναβάλνι.
Το άλλο μήνυμα της επίθεσης αφορούσε το εσωτερικό. Επιδιώκοντας τη δικομματική συναίνεση, ο Μπάιντεν θέλει να φανεί από την πρώτη στιγμή σκληρός με τους εχθρούς των ΗΠΑ, προκειμένου να κατευνάσει τις εκ δεξιών αντιδράσεις. Τέλος, έχοντας υποστεί την πρώτη του πολιτική ήττα, με το να μη συμπεριλάβει στο οικονομικό πακέτο του 1,9 τρισ. δολαρίων την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 15 δολάρια την ώρα, ο Μπάιντεν επιχειρεί να δείξει πως «έξω πάμε καλά», επιστρέφοντας στην αμερικανική επίδειξη ισχύος.