Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Από «σούπερ Μάριο» σε «σούπερ Μάριο» οι Ιταλοί. Σε τεχνοκράτες τα ηνία, δύο φορές μέσα σε μία δεκαετία. Το 2011 ήταν ο καθηγητής και πρώην Ευρωπαίος επίτροπος, Μάριο Μόντι, το 2021 ο πρώην κεντρικός τραπεζίτης και τέως επικεφαλής της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι. Το 2011 η κρίση του ευρώ, φέτος η κορονοκρίση, που δεν λέει να δύσει. Την ώρα που η Κομισιόν και κυρίως οι ιταλικές επιχειρήσεις ανέμεναν τα σχέδια της Ρώμης για την ανάκαμψη της δοκιμαζόμενης οικονομίας και κοινωνίας, βρήκε ο Ρέντσι ευκαιρία να δηλώσει παρουσία. Ο μικρός, μικρούτσικος, τρίτος κυβερνητικός εταίρος έκανε φασαρία τερματίζοντας την κυβερνητική συνεργασία, γιατί ήθελε «καλύτερη αντιμετώπιση της πανδημίας». Με φόντο τα 200 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης της Ε.Ε. έριξε και την ιδέα να σχηματιστεί κυβέρνηση εκ προσωπικοτήτων ή αμιγώς τεχνοκρατική.
Η 67η μεταπολεμική κυβέρνηση της Ιταλίας θα είναι υβριδική, τεχνοκρατών-πολιτικών, για να εξασφαλίσει τη διπλή αποδοχή πολιτών και αγορών. Για τις δεύτερες δεν χρειάζεται να προσπαθήσει πολύ. Δεν είναι και κάποιο μεγάλο μυστικό ότι θεωρούν τον εντολοδόχο πρωθυπουργό θεσμικό παράγοντα, κολόνα του συστήματος, ευρωπαϊστή με κύρος και υπόληψη, ό,τι καλύτερο δηλαδή.
«Αυτός είναι η ρεζέρβα της Δημοκρατίας» για τους περισσότερους στην Ιταλία και στο εξωτερικό, έγραφε η Repubblica προτού λήξει η ιταλική πολιτική δοκιμασία.
Ο άνθρωπος μπορεί να είναι χρυσός, να είναι καλός, να έχει τις χάρες όλες, αλλά μην κάνουμε ως εάν οι αποφάσεις, που λαμβάνονται, να μην είναι πολιτικής φύσης, ενώ προφανώς και είναι. Το να αφήνεις να εννοηθεί ότι οι εμπειρογνώμονες είναι ουδέτεροι, είναι ψέμα.
Φυσικά, η δημοκρατία δεν αφορά μόνο τις εκλογές -τις οποίες οι περισσότεροι από τους Ιταλούς βουλευτές ξόρκιζαν, γιατί θα έχαναν τις παχυλές αποζημιώσεις, αφού η νέα Βουλή θα είναι κατά 350 έδρες πιο μικρή- αλλά όταν πλανάται η υποψία ότι οι ελίτ αποφασίζουν, έχω την αίσθηση ότι την πληρώνει η δημοκρατία.
Θα φανεί, αν δεν υπάρξουν εκπλήξεις, το 2023. Έκπληξη, πάντως, δεν θα είναι αν ο ακροδεξιός αρχηγός της Λέγκας κάνει «whatever it takes» για κυβέρνηση Ντράγκι. Σύμφωνα με τους FT, δέχεται τις πιέσεις μελών του κόμματός του, που προωθούν τα συμφέροντα των βιομηχάνων του πλούσιου ιταλικού Βορρά.