H είδηση πως ο ιδρυτής της Amazon, Τζεφ Μπέζος, αποχωρεί από τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου αποτέλεσε «βόμβα»: Ο Μπέζος επέλεξε ως διάδοχο τον επικεφαλής του τμήματος cloud computing, Άντι Τζάσι, υποδεικνύοντας τη στροφή του κολοσσού, ο οποίος άρχισε ως online κατάστημα λιανικής και μετετράπη σε έναν από τους μεγαλύτερους διαδικτυακούς ομίλους.
Το καλοκαίρι ο 57χρονος Μπέζος θα «δώσει τα κλειδιά» στον Τζάσι, επικεφαλής της Amazon Web Services (AWS), δίνοντας απάντηση στο ερώτημα της διαδοχής του στο «τιμόνι» της Amazon. Ο Μπέζος ολοκληρώνει την πορεία του με εντυπωσιακό τρόπο: Η επιχείρηση που άρχισε πριν από 27 χρόνια ως online βιβλιοπωλείο είναι πλέον μια από τις εταιρείες με την μεγαλύτερη αξία στον κόσμο. Όπως γράφει το Reuters, την Τρίτη η Amazon ανακοίνωσε πωλήσεις τριμήνου άνω των 100 δισ. δολαρίων για πρώτη φορά.
Ο 53χρονος Τζάσι είχε μπει στην Amazon το 1997 μετά το Χάρβαρντ, ιδρύοντας την AWS και κάνοντάς την μια πλατφόρμα cloud που χρησιμοποιείται από εκατομμύρια πελάτες. Ο ίδιος ήταν ένας από τους ισχυρότερους υποψηφίους για τη θέση, από τότε που η Amazon είχε δημιουργήσει δύο θέσεις CEO που απαντούσαν στον Μπέζος- με τον Τζεφ Γουΐλκε στην άλλη (ο οποίος ανακοίνωσε πέρυσι πως αποσύρεται).
Όπως αναφέρει το Reuters, ο Τομ Τζόνσον, chief transformation officer στη Mindshare, είπε ότι η προαγωγή του Τζάσι υπογραμμίζει τον κεντρικό ρόλο που παίζουν στη στρατηγική της Amazon οι δραστηριότητες web hosting. «Το background του Τζάσι στη διοίκηση της AWS δείχνει απλά πόσο σημαντικές είναι αυτές οι υπηρεσίες στη στρατηγική της Amazon. Θα είναι ενδιαφέρον να δούμε πώς αυτό επηρεάζει τη στρατηγική τους» σημείωσε σχετικά.
Η Τζάσι είναι γνωστός για τις δυνατότητες κατανόησης εξαιρετικά τεχνικών λεπτομερειών που διαθέτει και κατά καιρούς έχει καταφερθεί εναντίον της Oracle και της Microsoft (ο ίδιος ο Μπέζος έχει κάνει λίγα δημόσια σχόλια για ανταγωνιστές). Υπό την ηγεσία του, ο cloud τομέας της Amazon έχει κερδίσει μεγάλους πελάτες, μεταξύ των οποίων οι Verizon, McDonalnd's και Honeywell. Πολλές startups της Σίλικον Βάλεϊ βασίζονται στην AWS, και τα ετήσια έσοδά της αυξήθηκαν 37% το 2019 και 30% το 2020, εδραιώνοντας τη θέση της στην κορυφή της αγοράς. Παρόλα αυτά, η AWS δεν μπόρεσε να κερδίσει το 10 δισ. δολαρίων συμβόλαιο για το πρόγραμμα JEDI του Πενταγώνου, που κατέληξε στη Microsoft.
Ο ίδιος ο Μπέζος, που φαίνεται να εστιάζει σε προσωπικά εγχειρήματα, ανέφερε σε μήνυμά του προς τους εργαζομένους πως, από τη θέση του εκτελεστικού προέδρου (Exec Chair) θα συνεχίσει να εμπλέκεται σε σημαντικές πρωτοβουλίες της Amazon, μα «επίσης θα έχω τον χρόνο και την ενέργεια που χρειάζομαι για να εστιάσω στο Day 1 Fund, το Bezos Earth Fund, τη Blue Origin, την Washington Post...ποτέ δεν είχα περισσότερη ενέργεια, και δεν πρόκειται για συνταξιοδότηση». Υπενθυμίζεται πως η Blue Origin είναι η διαστημική εταιρεία του Μπέζος.
O Μπέζος ήταν «στο τιμόνι» της Amazon από τότε που άρχισε ως online βιβλιοπωλείο το 1994. Πλέον απασχολεί 1,3 εκατ. ανθρώπους σε όλο τον κόσμο και δραστηριοποιείται σε πάρα πολλούς τομείς. Η περιουσία του υπολογίζεται στα 196,2 δισ. δολάρια, σύμφωνα με τη λίστα δισεκατομμυριούχων του Forbes, κάτι που τον κάνει τον πλουσιότερο άνθρωπο στον κόσμο, αν και ο Έλον Μασκ τον ξεπέρασε κάποιες φορές τελευταία πριν «υποχωρήσει» ξανά. Η Amazon είχε μια πραγματική «έκρηξη» το 2020, λόγω της τεράστιας ανόδου στις online αγορές που έφερε η πανδημία.
Παρόλα αυτά, όπως σημειώνει το BBC, η εξέλιξη αυτή έρχεται ενώ ο Μπέζος φαίνεται να βρίσκεται όλο και πιο συχνά στο προσκήνιο της διεθνούς ειδησεογραφίας: Το διαζύγιό του τράβηξε πάνω του τα φώτα της δημοσιότητας, ενώ έχει δεχτεί επικρίσεις από ακτιβιστές για τα εργασιακά δικαιώματα και τις ανισότητες. Επίσης, δαπανά μεγάλο μέρος της περιουσίας τους σε άλλους τομείς, όπως η διαστημική εταιρεία Βlue Origin (σκοπός της οποίας είναι να «δημιουργήσει έναν δρόμο προς το διάστημα) και η εφημερίδα Washington Post. Επίσης, έχει δαπανήσει 10 δισ. δολάρια στο Earth Fund, για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.
H Amazon επίσης δέχεται πίεση από τις ρυθμιστικές αρχές, που προβληματίζονται για τη μονοπωλιακή της ισχύ, ενώ η κυριαρχία της στο cloud computing αμφισβητείται από άλλες μεγάλες εταιρείες, όπως η Microsoft και η Alphabet (Google).