Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Oι καιροί όχι μόνο αλλάζουν αλλά είναι και απρόβλεπτοι. Ποιος περίμενε πριν από λίγα χρόνια ότι θα άρχιζαν συζητήσεις για αλλαγή των δημοσιονομικών κανόνων της Ευρωζώνης; Κάτι περισσότερο από αναγκαίο σήμερα. Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης εφαρμόστηκε το 1993 και απαιτεί από τις χώρες-μέλη να έχουν δημόσιο έλλειμμα χαμηλότερο από 3% του ΑΕΠ και χρέος μικρότερο από 60%. Αρκετές χώρες-μέλη, μεταξύ των οποίων και αυτές του «πυρήνα», είχαν κατά καιρούς αποκλίνει από τους κανόνες, με ορισμένες να έχουν συγκρουστεί και με την Κομισιόν. Και τώρα οι κανόνες χρειάζονται ριζική αναμόρφωση. Το πρώτο στίγμα έδωσε στενός συνεργάτης της Γερμανίδας καγκελαρίου Μέρκελ ζητώντας αναστολή της εφαρμογής του «φρένου για το χρέος» για χρόνια, ακόμη και μετά την πανδημία.
Ακολούθησαν οι δηλώσεις του προέδρου του Eurogroup Πασκάλ Ντόναχιου στο Ευρωκοινοβούλιο και του Γάλλου ΥΠΟΙΚ Μπρουνό Λεμέρ, ενώ με τις φωνές αυτές τάχθηκε και το πάλαι ποτέ «γεράκι» της δημοσιονομικής πειθαρχίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Ποιος αλήθεια δεν θυμάται την πολεμική απέναντι στους δημοσιονομικούς κανόνες ότι ήταν υπερβολικά αυστηροί και το γεγονός ότι δεν επιβάλλονταν οι ίδιες κυρώσεις προς όλους όταν παραβιάζονταν; Μετά την πανδημία, η συμμόρφωση με το 3% και το 60% θα είναι δύσκολη εάν όχι ανέφικτη, καθώς οι χώρες σε ολόκληρο τον κόσμο θα έχουν τεράστια χρέη και δεινή δημοσιονομική θέση. Ο Τόμας Βίζερ, πρώην επικεφαλής της ομάδας εργασίας του Eurogroup, δηλώνει αναφανδόν ότι το όριο του 60% «είναι το μεγάλο ζητούμενο που πρέπει να αλλάξει», όταν θα επανεξεταστούν οι κανόνες. Η Κομισιόν προβλέπει έναν μέσο όρο σχέσης χρέους προς ΑΕΠ στο 100% τουλάχιστον έως το 2022.
Ο Μπρουνό Λεμέρ ζήτησε επανεξέταση με βάση τα τρία νέα κριτήρια της σημερινής πραγματικότητας: χρέη ιστορικά υψηλά, επιτόκια ιστορικά χαμηλά και ανάγκη για ιστορικές επενδύσεις. Το πιο σημαντικό και δύσκολο εγχείρημα είναι να βρεθούν οι σωστές αναλογίες και πώς οι κανόνες θα μπορέσουν να αναδιαμορφωθούν χωρίς να αλλάξουν οι στόχοι. «Θα περιλαμβάνουν διαγραφή χρέους; Θα προβλέπουν κυρώσεις; Θα υπάρχει ευελιξία και πόση; Οι κυβερνήσεις θα προσπαθήσουν να συμμορφωθούν ή θα ανοίξουν συγκρουσιακά πεδία;», είναι μερικά από τα ερωτήματα που θέτουν αναλυτές. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για λάθη. Ήδη, το ΔΝΤ έχει πει το δικό του «mea culpa». Όταν η Ελλάδα και κάποιες άλλες μικρότερες χώρες της Ευρωζώνης αντιμετώπισαν δυσκολίες στην αποπληρωμή χρεών, η απάντηση από τις μεγάλες οικονομίες της περιοχής και το ΔΝΤ ήταν βαθιές περικοπές στις δημοσιονομικές δαπάνες. Με αποτέλεσμα αντί τα μέτρα να οδηγήσουν σε ανάκαμψη να βαθύνουν το πρόβλημα στις χώρες.