Αναφορές στον γερμανόφωνο τύπο για τον ανασχηματισμό στην ελληνική κυβέρνηση και την επιλογή των προσώπων. Σχόλια για την απόρριψη της έκδοσης του Τζούλιαν Ασάνζ στις ΗΠΑ αλλά και την καθίζηση της τουρκικής λίρας.
«Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης προχώρησε σε κυβερνητικό ανασχηματισμό πυροδοτώντας σενάρια εκλογών» γράφει η αυστριακή Der Standard εστιάζοντας σε μερικά από τα πρόσωπα που αναλαμβάνουν νέα πόστα. Όπως σημειώνει «νέος υπουργός Εσωτερικών θα είναι ο Μάκης Βορίδης, ο οποίος είχε ιδρύσει τη δεκαετία του 90 το ακροδεξιό κόμμα Ελληνικό Μέτωπο, το οποίο αντιτασσόταν βίαια στην υποδοχή προσφύγων. Το υπ. Εσωτερικών είναι αρμόδιο για την οργάνωση της διεξαγωγής εκλογών, οι οποίες κανονικά είναι προγραμματισμένες για το 2023». Το δεύτερο πρόσωπο, στο οποίο αναφέρεται η αυστριακή Der Standard, είναι η Σοφία Βούλτεψη, η οποία αναλαμβάνει το πόστο της υφυπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου (αρμόδια για την ένταξη) και η οποία «το 2014 σε τηλεοπτική της συνέντευξη είχε χαρακτηρίσει τους πρόσφυγες άοπλους εισβολείς». Τέλος η Der Standard αναφέρεται και στον νέο υφυπουργό Πολιτισμού Νικόλα Γιατρομανωλάκη και σημειώνει: «O Μητσοτάκης φέρνει για πρώτη φορά στην ελληνική κυβέρνηση έναν άνδρα που έχει δηλώσει ανοιχτά ότι είναι ομοφυλόφιλος».
Στον Νικόλα Γιατρομανωλάκη αναφέρεται ειδικά και δημοσίευμα στην ιστοσελίδα της Bild με τίτλο «Η Ελλάδα αποκτά τον πρώτο ανοιχτά ομοφυλόφιλο υπουργό της». H Bild αναφέρει στη συνέχεια και μερικά βιογραφικά στοιχεία για τον νέο υπουργό: «Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1975. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Διεθνείς Σχέσεις στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει μεταπτυχιακό από τo John F. Kennedy School of Government του Χάρβαρντ. Πρόκειται για έναν πολιτικό που έχει ταξιδέψει στον κόσμο και διαθέτει επαρκή εμπειρία γι´ αυτή τη δουλειά». Η Bild αναφέρει ακόμη ότι ο νέος υφυπουργός «είναι περήφανος πατέρας ενός σκύλου και μιας γάτας».
Η Bild σημειώνει επίσης: «Παρά τον ανασχηματισμό που προκλήθηκε από την πανδημία Covid-19, πολλοί υπουργοί διατήρησαν τις θέσεις τους (...) Η Ελλάδα επλήγη από τις σοβαρές επιπτώσεις της πανδημίας, η οποία οδήγησε σε ραγδαία αύξηση των θανάτων το φθινόπωρο. Οι οικονομικές επιπτώσεις είναι σοβαρές: για το 2020 αναμένεται μείωση του ΑΕΠ κατά 10,5%.»
Ο Ασάνζ και το μέλλον της ερευνητικής δημοσιογραφίας
Ο γερμανικός τύπος σχολιάζει εκτενώς την πολυαναμενόμενη απόφαση της βρετανικής δικαιοσύνης για την έκδοση του ιδρυτή των Wikileaks Tζούλιαν Ασάνζ στις ΗΠΑ. Το βρετανικό δικαστήριο απέρριψε τελικά το αίτημα έκδοσης στις ΗΠΑ και η Süddeutsche Zeitung σχολιάζει: «Η αρμόδια δικαστής εξέδωσε μια διπλωματική απόφαση. Καταρχήν συμφώνησε ότι οι ΗΠΑ έχουν δίκιο, ωστόσο επικαλέστηκε ανθρωπιστικούς λόγους. Ωστόσο θα συνεχιστεί η συζήτηση για το τι επιτρέπεται να πράττει η ερευνητική δημοσιογραφία και τι προστατεύεται από την ελευθερία της γνώμης. Εν τέλει ο Ασάνζ αποκάλυψε εγκλήματα πολέμου. Η κατηγορία ότι ο Ασάνζ με τη δημοσιοποίηση απόρρητων εγγράφων έθεσε σε κίνδυνο ανθρώπους είναι αμφιλεγόμενη. Αντίθετα είναι αποδεδειγμένο ότι οι δράστες, που έγιναν γνωστοί μέσω αυτού, παραμένουν ατιμώρητοι. Ο Ασάνζ δεν θα εκδοθεί, αυτό είναι ευχάριστο. Εντούτοις το γεγονός ότι το δικαστήριο τον έκρινε εμμέσως ένοχο, είναι ένα σοβαρό πλήγμα στην ελευθερία της έκφρασης και την ελευθερία του τύπου».
Από την πλευρά της η Frankfurter Rundschau παρατηρεί: «Θα ήλπιζε κανείς και σε μερικές επικριτικές λέξεις από το δικαστήριο του Λονδίνου για την εκστρατεία συκοφαντίας και εκφοβισμού των ΗΠΑ εναντίον ερευνητικών δημοσιογράφων και πληροφοριοδοτών. Είναι το αντίθετο του κράτους δικαίου και της ελευθερίας του τύπου, που προωθεί η Δύση. Σκανδαλώδης ήταν και η ηχηρή σιωπή της γερμανικής κυβέρνηση, που δεν υπερασπίστηκε ποτέ τον Ασάνζ. Ο Ασάνζ πρέπει να απελευθερωθεί αμέσως. Και η ποινικοποίηση της ερευνητικής δημοσιογραφίας πρέπει να σταματήσει. Ένα πραγματικά καλό νέο θα ήταν αν ο Τζο Μπάιντεν απέσυρε το αίτημα έκδοσης. Η υπεράσπιση των δυτικών αξιών δεν χωρά αναβολές. Ποτέ.»
Τουρκία: Πληθωρισμός εκτός ελέγχου
Στη δίνη του πληθωρισμού, στην οποία βρίσκεται εδώ και καιρό η Τουρκία και στη σοβαρή αποδυνάμωση του τουρκικού νομίσματος αναφέρεται σε σχόλιό της η οικονομική εφημερίδα Handelsblatt σημειώνοντας: «Πρόκειται για αριθμούς που φαίνονται εν πρώτοις παράλογοι. Η τουρκική Κεντρική Τράπεζα είχε υπερδιπλασιάσει τα βασικά επιτόκια από τον Μάιο σε μια προσπάθεια να θέσει υπό έλεγχο τον πληθωρισμό. Από τον Μάιο έχουν αυξηθεί από 8% σε 17%. Ωστόσο οι τιμές στην Τουρκία συνεχίζουν να αυξάνονται. Σύμφωνα με την εθνική στατιστική υπηρεσία Tüik, ο πληθωρισμός αυξήθηκε στο 14,6% το 2020, από 11,84% πέρυσι. Κι αυτό παρά το ότι ο Ερντογάν επιχείρησε οικονομική στροφή το φθινόπωρο, με υψηλότερα επιτοκίων και ένα νέο υπ. Οικονομικών. Αυτό δείχνει ότι το πρόβλημα με τη λίρα δεν είναι το βασικό επιτόκιο όσο το γεγονός ότι κανείς δεν εμπιστεύεται πλέον το τουρκικό νόμισμα. Μόνο αν η κυβέρνηση της Άγκυρας πάρει στα σοβαρά αυτό το δίλημμα, θα έχει μια ευκαιρία να σταθεροποιήσει τις τιμές».
Το σχόλιο παρατηρεί σχετικά με το ευμετάβλητο της τουρκικής λίρας και την έλλειψη εμπιστοσύνης: «Ο λόγος δεν είναι μόνο η οικονομική πολιτική της Άγκυρας. Τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική πολιτική της Άγκυρας βλάπτουν τη λίρα. Η εριστική και αυταρχική στάση του Ερντογάν και τον υπουργών του δρα αποτρεπτικά για όσους ενδιαφέρονται πραγματικά για μια σταθερή λίρα: για παράδειγμα τους τουρίστες, τους επιχειρηματίες, τους επενδυτές. Η επιθετική στάση της Άγκυρας φέρνει σίγουρα επιτυχίες, όπως δείχνει ο σύντομος πόλεμος Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν ή η νέα ισορροπία δυνάμεων στην αιώνια εστία κρίσης, τη Λιβύη. Εντούτοις, όπως και η φήμη του προέδρου, έτσι και η εικόνα της λίρας υποφέρουν έντονα. Οι συνέπειες: η λίρα έχασε μέσα σε ένα χρόνο σχεδόν το ένα τέταρτο της αξίας της. Και οι πολίτες έχασαν την εμπιστοσύνη στο δικό τους νόμισμα. Όπως φαίνεται, για να βελτιώσει ο Ερντογάν την κατάσταση δεν πρέπει να βασίζεται μόνο στα επιτόκια. Πρόκειται εν τέλει για τη συνολική πολιτική του.»