Άμεση απόσυρση της τροπολογίας και διάλογο του υπουργείου με τους Επιστημονικούς φορείς ζητά το Διοικητικό Συμβούλιο του Πανελλήνιου Συλλόγου Εργοθεραπευτών – Π.Σ.Ε. ΝΠΔΔ., εκφράζοντας την έντονη δυσαρέσκεια και τις εύλογες απορίες του, για τον τρόπο, όπως υποστηρίζει, που το υπουργείο Παιδείας και κατά συνέπεια η κυβέρνηση, αποφάσισε να νομοθετήσει αναφορικά με το θέμα της αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων των αποφοίτων Κέντρων μη τυπικής μεταλυκειακής εκπαίδευσης (κολέγια).
Ο Σύλλογος τονίζει ότι ο αιφνιδιασμός της υπουργού Νίκης Κεραμέως υιοθετήθηκε από το σύνολο της κυβερνητικής πλειοψηφίας στη Βουλή, η οποία, εν μία νυκτί και χωρίς να έχει προηγηθεί ο παραμικρός διάλογος με τους αρμόδιους επιστημονικούς φορείς, πέρασε την εν λόγω τροπολογία, «κατεδαφίζοντας» τα πτυχία των Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων της χώρας, τα οποία και εξισώνει με τους τίτλους που χορηγούν τα κολέγια.
«Η κα. υπουργός αυτοαναιρεί δική της πρόσφατη νομοθεσία, με την οποία έδινε το δικαίωμα αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων στα Επαγγελματικά Επιμελητήρια, παραδίδοντάς το πλέον προκλητικά σε ένα τμήμα του Υπουργείου Παιδείας (ΑΤΕΕΝ). Ένα τμήμα που δεν έχει την επιστημονική στελέχωση προκειμένου να συγκρίνει τα διαφορετικά προγράμματα σπουδών μεγάλου αριθμού διαφορετικών μεταξύ τους ειδικοτήτων, όπως π.χ. Μηχανικούς, Οικονομολόγους, Εργοθεραπευτές, Γεωπόνους κ.λπ. Το αποτέλεσμα θα είναι να γίνονται αναγνωρίσεις χωρίς καμία διαδικασία, με αποκλειστικό γνώμονα την απόφαση ενός ανδρός (του διορισμένου Προέδρου του ΑΤΕΕΝ)», σημειώνει.
«Θυμίζουμε στην κα. υπουργό ότι τα Κολέγια δεν αξιολογούνται από την Α.ΔΙ.Π., την ανεξάρτητη αρχή αξιολόγησης όλων των Ελληνικών Πανεπιστημίων και πιστοποίησης προγραμμάτων σπουδών. Έτσι, κανείς δεν γνωρίζει αν αναπτύσσουν ερευνητικό έργο, αν παρέχουν κλινική εκπαίδευση καθώς και τα ακαδημαϊκά προσόντα των διδασκόντων σε αυτά. Γιατί μια γραφειοκρατική αναγνώριση προγραμμάτων σπουδών δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποτελεί μέτρο πιστοποίησης σωστής εκπαιδευτικής πρακτικής», υπογραμμίζει.
Ο Πανελλήνιος Σύλλογος Εργοθεραπευτών εκφράζει την έντονη ανησυχία του, καθώς απόφοιτοι τέτοιων Εκπαιδευτικών Κέντρων εξισώνονται με τα μέλη του, για το είδος και την επάρκεια παροχής υπηρεσιών σε χώρους όπως Δημόσια Νοσοκομεία, Κέντρα Απεξάρτησης, Ψυχιατρικές Κλινικές και Ιδιωτικά Κέντρα Αποκατάστασης, όπου συμπολίτες μας όλων των ηλικιών εμπιστεύονται την αποκατάσταση της υγείας τους. Και όλο αυτό συμβαίνει σε μια δύσκολη συγκυρία για το χώρο της υγείας, εν μέσω πανδημίας κορωνοϊού, σημειώνει.
Ταυτόχρονα, τονίζει ότι ένας ακόμη μεγάλος προβληματισμός μας σχετίζεται με την υποχρέωση του Π.Σ.Ε., ως Νομικό Πρόσωπο Δημόσιου Δικαίου, να εφαρμόζει τις επιταγές του Συντάγματος, το οποίο ρητά και απαρέγκλιτα ΔΕΝ αναγνωρίζει τη λειτουργία Ιδιωτικής Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης στη χώρα! «Πώς λοιπόν θα είναι δυνατή η εκτέλεση των όρων του νέου νόμου της κ. Κεραμέως ο οποίος καταστρατηγεί την πιο πάνω διάταξη;», προσθέτει.
Η εν λόγω τροπολογία, επισημαίνει ο ΠΣΕ, με πρόφαση την εφαρμογή Κοινοτικής Οδηγίας, δημιουργεί μια ελληνική «πατέντα» με σκοπό την εξίσωση τίτλων σπουδών που αποκτήθηκαν χωρίς κανένα ποιοτικό εχέγγυο, πλην ίσως της καταβολής ικανού χρηματικού αντιτίμου, με αυτούς των Ελληνικών Πανεπιστημίων. Και αυτό συμβαίνει σε μια στιγμή που η ίδια υπουργός αρνείται πεισματικά να αναγνωρίσει τα πτυχία Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης της ίδιας της χώρας μας, παρά την σχετική νομιμοποίηση και αξιολόγησή τους.
Για όλους αυτούς τους λόγους, ο Πανελλήνιος Σύλλογος Εργοθεραπευτών – ΝΠΔΔ, καλεί την υπουργό Παιδείας, να προχωρήσει άμεσα στην απόσυρση της τροπολογίας και να ξεκινήσει ειλικρινή διάλογο με τους εμπλεκόμενους φορείς, επισημαίνοντας ότι, σε διαφορετική περίπτωση, τόσο ή ίδια όσο και η Κυβέρνηση θα φέρουν ακέραια την ευθύνη για τις εξελίξεις.
Ο Π.Σ.Ε. δηλώνει ότι θα προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για την διασφάλιση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των μελών του, την στήριξη του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης και την προστασία του αγαθού της υγείας των πολιτών.
Ο Π.Σ.Ε. επιβεβαιώνει ότι βρίσκεται σε διαρκή διαβούλευση με όλους τους Επιστημονικούς Φορείς και την Πανεπιστημιακή Κοινότητα προκειμένου, από κοινού, να αντιμετωπίσουν την απαράδεκτη και αντισυνταγματική, όπως αναφέρει, τροπολογία, που δημιουργεί αναστάτωση και κινδύνους για την Ελληνική κοινωνία.