Από την έντυπη έκδοση
Του Μιχάλη Χατζηκωνσταντίνου
[email protected]
Η εκτίμηση ότι η στάση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ απέναντι στην Τουρκία δεν συντονίζεται απαραίτητα με τις φιλο-ερντογανικές διαθέσεις του Τραμπ διακινήθηκε έντονα τους τελευταίους μήνες στον ελληνικό Τύπο.
Πριν από μερικές ημέρες, όμως, το αμερικανικό ΥΠΕΞ παρέδωσε στις αρμόδιες επιτροπές του Κογκρέσου μια έκθεση η οποία «έκανε ότι δεν είδε» τις εκατοντάδες τουρκικές υπερπτήσεις στον ελληνικό εναέριο χώρο. Και όλα αυτά ενώ ήταν βέβαιο ότι ο Τραμπ είχε χάσει πια τη μάχη των εκλογών. Τι συνέβη λοιπόν; Γιατί το αμερικανικό ΥΠΕΞ προέβη σε μια κίνηση που μοιάζει να εξυπηρετεί τις εμμονές του απερχόμενου προέδρου; Γιατί επεφύλαξε στην Ελλάδα μια τόσο «δυσάρεστη έκπληξη» όπως γράφτηκε κατά κόρον; Όσο και να στενοχωρεί κάποιους, η εξέλιξη ήταν μεν «δυσάρεστη» αλλά ουδόλως αποτελεί «έκπληξη».
Γιατί οι αποφάσεις της αμερικανικής γραφειοκρατίας δεν καθορίζονται ούτε από τη γοητεία που ασκούσε ο Ερντογάν στον πιο λαϊκιστή πρόεδρο που κατοίκησε ποτέ στον Λευκό Οίκο αλλά ούτε και από τον αναμφισβήτητα δίκαιο χαρακτήρα των ελληνικών διαμαρτυριών για τις τουρκικές παραβιάσεις. Υπαγορεύονται αποκλειστικά από τις στρατηγικές επιδιώξεις και τα συμφέροντα της χώρας.
Σε αυτή τη φάση το πρώτιστο ενδιαφέρον των ΗΠΑ είναι να αποτρέψουν ενδεχόμενη εμβάθυνση της στρατιωτικής σχέσης της Τουρκίας με τη Ρωσία, να διαπιστώσουν εάν ο Ερντογάν θα παραμείνει αδιαμφισβήτητος ηγέτης της χώρας παρά τη ραγδαία οικονομική κρίση και να διασφαλίσουν ότι οι παρεμβάσεις του σε μια σειρά από περιφερειακές κρίσεις (στην Ασία, στη Λιβύη και τη Μέση Ανατολή) δεν θα απειλήσουν τα κατεστημένα συμφέροντά τους. Οι διαφορές της Τουρκίας με την Ελλάδα και την Κύπρο αποτελούν μια απλή πτυχή αυτού του συνόλου. Με δεδομένες αυτές τις συνθήκες, η εκλογή του Τζο Μπάιντεν αποτελεί αναμφίβολα μια ευχάριστη εξέλιξη για τη στάση των ΗΠΑ.
Πρόκειται, άλλωστε, για έναν πολιτικό ο οποίος είχε χαρακτηρίσει τον Ερντογάν «αυταρχικό» και είχε ζητήσει ακόμη και την απομάκρυνσή του. Δεν αφήνει, όμως, περιθώρια για μεγάλες προσδοκίες. Τουλάχιστον σε αυτούς που δεν αρέσκονται σε νέες «δυσάρεστες εκπλήξεις».