Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Αντίστροφα μετρά ο χρόνος για την ανακοίνωση των ποινών στην κορύφωση μιας μακράς δικαστικής διαδικασίας, που ορισμένοι χαρακτηρίζουν ως τη μεγαλύτερη δίκη μετά τη Νυρεμβέργη.
Ο Ντάνιελ Τρίλινγκ, Βρετανός δημοσιογράφος ειδικευμένος σε θέματα Ακροδεξιάς, θέτει στον «Guardian» το ερώτημα «Γιατί οι νεοναζί ηγέτες της Χρυσής Αυγής τη γλίτωναν για τόσο καιρό», αλλά υπάρχει και ένα άλλο, που δεν έχει απαντηθεί.
Όπου υπάρχει εγκληματική οργάνωση, υπάρχει και χρήμα. Ίσως πολύ χρήμα. Τουλάχιστον μέχρι τις κρατικές επιδοτήσεις. Τουλάχιστον μέχρι τη χρηματοδότηση με τα λεφτά των φορολογουμένων. Όπου υπάρχει εγκληματική οργάνωση, υπάρχει χρήμα.
Δεν άφησαν αποτυπώματα αυτές οι ροές; Στέγνωσαν οι διαδρομές;
Το λέω, γιατί πολλοί θυμήθηκαν τη Νυρεμβέργη, αλλά δεν είδαν ως το τέλος το έργο τι παίζει.
Μετά την άνοδο του Αδόλφου το 1933, οι χαλυβούργιοι Κρουπ, με πατριάρχη τον Γκούσταβ, έγιναν ο κύριος προμηθευτής όπλων του γερμανικού Δημοσίου. Το 1943, με ειδική διαταγή του Χίτλερ, η εταιρεία έγινε μονοπρόσωπη με αποκλειστικό ιδιοκτήτη τον υιό, Άλφριντ (1907-1967).
Στις 15 Νοεμβρίου 1945, πέντε μόλις ημέρες πριν από την έναρξη της Δίκης της Νυρεμβέργης, το δικαστήριο αποφάσισε ότι ο Γκούσταβ, ηλικιωμένος και με εύθραυστη υγεία δεν ήταν σε θέση να δικαστεί. Οι κατηγορίες, ωστόσο, για λεηλασία κατεχόμενων χωρών και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας (καταναγκαστική εργασία αιχμαλώτων) δεν αποσύρθηκαν και παραπέμφθηκε, σε άλλη συνακόλουθη δίκη, εφόσον θα το επέτρεπε η κατάσταση της υγείας του. Δεν το επέτρεψε. Απεβίωσε στις αρχές του 1950.
Ο γιος του Άλφριντ δικάστηκε και καταδικάστηκε το 1948 σε 12 χρόνια φυλάκισης στη Βαυαρία. Ο Ιανουάριος, όμως, του 1951 ήρθε με δώρα. Αμνηστία από τον γενικό διοικητή της αμερικανικής ζώνης Τζον ΜακΚλόι
-νομικό, πολιτικό, με δεσμούς με τον τραπεζικό τομέα- και επιστροφή αρκετών περιουσιακών στοιχείων του.
«Γιατί αφήνουμε ελεύθερους τόσους πολλούς ναζιστές;». Δεν ξέρω αν πήρε πειστική απάντηση η Έλινορ Ρούζβελτ. Το 1953, πάντως, επετράπη στον Άλφριντ να αναλάβει και πάλι επικεφαλής των εταιρειών του.