Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
To είπαν ξεκάθαρα. Είναι έτοιμες να ρίξουν νέο χρήμα στις αγορές και να προβούν σε ακόμη πιο χαλαρές νομισματικές πολιτικές. Οι δύο κορυφαίες κεντρικές τράπεζες του πλανήτη επιχείρησαν σε μία «κεκαλυμμένα συντονισμένη» προσπάθεια να καθησυχάσουν τις αγορές, οι οποίες «ζυγίζουν» όλες τις παραμέτρους για να κάνουν την επόμενή τους κίνηση.
Η αβεβαιότητα στο έπακρο, ο κορονοϊός βρίσκεται σε νέα έξαρση, οι κινήσεις του Αμερικανού προέδρου περιβάλλονται από αρκετό σκοτάδι, η ανάκαμψη χάνει έδαφος, ενώ η έκβαση των αμερικανικών εκλογών κάθε άλλο παρά ξεκάθαρη φαίνεται. Η ΕΚΤ το έδειξε χθες και με τα πρακτικά της από τη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου, που ως φαίνεται «διορθώνουν» την αρκετά ήπια εικόνα που έδωσε με την τότε συνέντευξή της η πρόεδρος Κριστίν Λαγκάρντ, πυροδοτώντας έντονες αντιθέσεις μέσα στους κόλπους της ΕΚΤ, με πολλούς αξιωματούχους να ζητούν πιο δυνατά μηνύματα. Αποτυπώνοντας με σαφήνεια τις έντονες ανησυχίες των κεντρικών τραπεζιτών, τα πρακτικά πιστοποιούν την ετοιμότητα της ΕΚΤ να προβεί σε περαιτέρω μέτρα, συμπεριλαμβανομένων της επέκτασης του έκτακτου προγράμματος αγοράς ομολόγων για την αντιμετώπιση της πανδημίας και νέας επιτοκιακής μείωσης.
Η στάση αυτή ήταν φυσικό να ωθήσει σε νέο ράλι τις τιμές των κρατικών ομολόγων στον ευρωπαϊκό Νότο, με έμφαση στα ελληνικά, δημιουργώντας ένα άκρως ευνοϊκό κλίμα για το νέο «σαρωτικό» κύμα ομολογιακών εκδόσεων που έρχεται, όχι μόνο από κυβερνήσεις αλλά και από την Κομισιόν. Πίσω όμως από όλο αυτό το σκηνικό υπάρχει και μία ασάφεια. Ότι θα ερχόταν νέα χειρότερη φάση έξαρσης του κορονοϊού ήταν γνωστό, καθώς οι επιστήμονες είχαν προειδοποιήσει γι’ αυτό. Ωστόσο, στο διάστημα που μεσολάβησε παρατηρήθηκε μία χαλάρωση με την πλάστιγγα να γέρνει υπέρ της οικονομίας στο «ισοζύγιο» με την υγεία. Οι αρχές «έριξαν τους τόνους» για λίγο, για να επιστρέψουν τώρα δριμύτερες με κινήσεις που αποπνέουν κάτι παραπάνω από ανησυχία.
Αυτό που διακυβεύεται είναι η αναζήτηση μίας «λογικής» ισορροπίας ανάμεσα στην υγεία και στην οικονομία. Που όμως φαίνεται ότι είναι δύσκολο να επιτευχθεί αφού τα κρούσματα αυξάνονται με ραγδαία ταχύτητα. Εξίσου δύσκολη όμως είναι και η συμμετρία στα μέτρα στήριξης. Το υπερβολικά λίγο θα μπορούσε να οδηγήσει σε αναιμική ανάκαμψη, δημιουργώντας αβεβαιότητα για νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Ο κίνδυνος από το υπερβολικά πολύ είναι μικρότερος, όπως είπε πρόσφατα ο πρόεδρος της Fed, Τζερόμ Πάουελ. Πραγματικά πολύ δύσκολοι καιροί για ισορροπίες. Σε περίπτωση όμως που χαθούν, η οικονομία θα υποστεί συνέπειες μακροπρόθεσμα, όταν θα βγαίνει από την κρίση της πανδημίας. Και το ερώτημα που προκύπτει παραμένει χωρίς απάντηση: όλα αυτά θα επηρεάσουν εμάς, όμως εμείς μπορούμε να τα επηρεάσουμε;