Απάντηση στη δήλωση της τομεάρχη Οικονομικών της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ κ. Έφης Αχτσιόγλου έδωσε το υπουργείο Οικονομικών, σχετικά με το θέμα της προστασίας πρώτης κατοικίας.
«Η κ. Αχτσιόγλου επανήλθε με σημερινή γραπτή δήλωσή της στο θέμα της προστασίας της Πρώτης Κατοικίας, επικαλούμενη μάλιστα σχετική τροπολογία που κατατέθηκε την περασμένη Παρασκευή από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ. Τροπολογία για την οποία, ωστόσο, δεν έκανε την παραμικρή αναφορά από το βήμα της Βουλής, κατά την προχθεσινή τοποθέτησή της, δείχνοντας έτσι πως ούτε η ίδια δεν είχε πειστεί για τη δυνατότητα εφαρμογής της», επισημαίνει το υπουργείο.
«Όσον αφορά τα υπόλοιπα σημεία της σημερινής της δήλωσης, αποδεικνύουν ότι, για πολλοστή φορά, «ξεχνά» μια σειρά από αλήθειες και αντικειμενικά δεδομένα, τα οποία, προφανώς, δεν βολεύουν τον ΣΥΡΙΖΑ», τονίζει, παραθέτοντας ταυτόχρονα μια σειρά από σημεία άξια προσοχής ως εξής:
1ον. Από τον Φεβρουάριο του 2019, δεν υφίσταται προστασία της Πρώτης Κατοικίας. Η προστασία της Πρώτης Κατοικίας ξεκίνησε με την ψήφιση του Νόμου 3869/2010, μέσω δικαστικής διαδικασίας. Στα τέλη του 2015, συμφωνήθηκε η λήξη της προστασίας της Πρώτης Κατοικίας και θεσπίστηκε ο Νόμος 4346/2015, που έθεσε ως καταληκτική προθεσμία την 31η Δεκεμβρίου 2018. Τελικά, η Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έληξε την προστασία της Πρώτης Κατοικίας τον Φεβρουάριο του 2019.
2ον. Στη συνέχεια, ο Νόμος 4605/2019, που ενεργοποιήθηκε τον Ιούλιο του 2019, παρείχε προστασία μόνο για 6 μήνες, καλύπτοντας συγκεκριμένη περίμετρο δανειοληπτών. Συγκεκριμένα, μόνο αυτούς που είχαν μη εξυπηρετούμενο δάνειο κατά την 31.12.2018. Επίσης έθετε μία σειρά από αυστηρά κριτήρια εισοδήματος και περιουσίας, που αποτελούσαν απαραίτητη προϋπόθεση συμμετοχής. Ο Νόμος αυτός έληγε στις 31.12.2019. Η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας παρέτεινε τη διάρκειά του για επιπλέον 7 μήνες, μέχρι την 31.07.2020.
3ον. Παράλληλα, εντοπίσαμε μια σειρά προβλημάτων στην εφαρμογή του Νόμου 4605/2019, όπως η κατάθεση εγγράφων που ο πολίτης αδυνατούσε να προσκομίσει, και με σχετική νομοθετική πρωτοβουλία που αναλάβαμε, θεραπεύτηκαν, καταργώντας εντελώς την υποχρέωση προσκόμισης δικαιολογητικών. Παρά τις πολλές και σημαντικές βελτιώσεις που επήλθαν, νομοθετικές και λειτουργικές, συμπεριλαμβανομένης της επέκτασης της περιμέτρου των δυνητικά επιλέξιμων οφειλετών, το πλαίσιο προστασίας δεν είχε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Συγκεκριμένα, στους 13 μήνες εφαρμογής του Νόμου, υποβλήθηκαν περίπου 7.000 αιτήσεις. Η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας αντικατέστησε τον Νόμο του ΣΥΡΙΖΑ με το πρόγραμμα ΓΕΦΥΡΑ, όπου μέσα σε 58 ημέρες υποβλήθηκαν 131.155 αιτήσεις. Συγκρίνοντας τα 2 προγράμματα, διαπιστώνεται ότι στο ΓΕΦΥΡΑ υποβλήθηκαν 18 φορές περισσότερες αιτήσεις στο 1/6 του χρόνου. Αυτή είναι προστασία της 1ης κατοικίας, με έργα και όχι με λόγια.
4ον. Ακόμη και πριν από την πανδημία του κορονοϊού προστατεύσαμε έμπρακτα την 1η κατοικία, όχι μόνο μέσω του Ν. 4605/2019, αλλά παράλληλα σε συμφωνία με τις τράπεζες και τους διαχειριστές δανείων, όπου οι πολίτες ρύθμισαν επιτυχώς πάνω από 270.000 δάνεια, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που αφορούν στην 1η κατοικία τους. Έτσι οι πολίτες έσωζαν στην πράξη το σπίτι τους, επειδή ρύθμιζαν και πλήρωναν τα χρέη τους. Και πλήρωναν τα χρέη τους, γιατί τους δώσαμε αυτή τη δυνατότητα, τόσο διαδικαστικά όσο και οικονομικά, με τη βελτίωση του διαθέσιμου εισοδήματός τους, αφού μειώναμε σταθερά τους φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις.
5ον. Όσον αφορά στον νέο Κώδικα Διευθέτησης Οφειλών και Παροχής 2ης Ευκαιρίας, και εκεί εντάσσουμε μέτρα κοινωνικής προστασίας, έτσι ώστε οι πολίτες έμπρακτα να διασώσουν την 1η κατοικία τους.Συγκεκριμένα, θεσπίζουμε μια νέα εξωδικαστική διαδικασία για τα νοικοκυριά – σε αντιδιαστολή με τον Νόμο Κατσέλη, που υποχρέωνε να προσφύγουν στα δικαστήρια και να περιμένουν έως και 12 έτη για να βρουν μια λύση στο πρόβλημά τους. Με τον νέο εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών, που σύντομα θα φέρουμε στη Βουλή προς ψήφιση, οι πολίτες μπορούν πλέον να ρυθμίζουν τα χρέη τους, προς τράπεζες και Δημόσιο, σε έως 240 δόσεις – αριθμό διπλάσιο από τις 120 δόσεις που είχε νομοθετήσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Με τον τρόπο αυτό, σε πολλές περιπτώσεις η μηνιαία δόση που θα καλούνται να καταβάλουν οι οφειλέτες θα περιορίζεται στο μισό, σε σύγκριση με το προηγούμενο καθεστώς.
«Παράλληλα, παρέχουμε επιδότηση δανείων 1ης κατοικίας στα ευάλωτα νοικοκυριά, υποστηρίζοντας την προσπάθειά τους να είναι συνεπή με τις υποχρεώσεις τους. Εάν όμως κάποιο νοικοκυριό, έχει πλήρη οικονομική αδυναμία και δεν μπορεί να εξυπηρετήσει καμία ρύθμιση, οπότε ουσιαστικά έχει πτωχεύσει, τότε του δίνουμε τη δυνατότητα να απαλλαγεί από όλα τα χρέη του. Λαμβάνουμε μάλιστα μέριμνα, ώστε το σπίτι του να το αγοράσει ένας Φορέας και να του το παραχωρήσει, ώστε να παραμείνει σε αυτό. Έτσι, δεν θα φύγει ο ευάλωτος από το σπίτι του. Και εφόσον το ευάλωτο νοικοκυριό ανακάμψει οικονομικά στο μέλλον, έχει την αποκλειστική δυνατότητα να επαναγοράσει το σπίτι του», σημειώνει το υπουργείο Οικονομικών. «Με τα ανωτέρω μέτρα δίνουμε στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις μια 2η ευκαιρία», συνεχίζει.
6ον. Όσον αφορά στους πλειστηριασμούς, τα στοιχεία μιλούν από μόνα τους:
- Επί ΣΥΡΙΖΑ έγιναν 25.672 πλειστηριασμοί.
- Σήμερα, σε συμφωνία μάλιστα με τις τράπεζες και τους διαχειριστές δανείων, παρέχεται αναστολή των πλειστηριασμών 1ης κατοικίας όλων των ευάλωτων νοικοκυριών, έως το τέλος του έτους, οπότε και θα εφαρμοστούν τα ανωτέρω μέτρα προστασίας του νέου Κώδικα.
Επίσης, το υπουργείο διευκρινίζει ότι «Ως προς το εισοδηματικό όριο των 7.000 ευρώ ανά άτομο για να χαρακτηριστεί ευάλωτος ένας πολίτης, θα πρέπει να θυμίσουμε στην κ. Αχτσιόγλου, η οποία, σε μία από τις πολλές αναρτήσεις της, υποστήριξε ότι είναι περιορισμένος ο αριθμός όσων δικαιούνται αναστολή πλειστηριασμών, το εν λόγω εισοδηματικό όριο το θέσπισε η ίδια, ως Υπουργός Εργασίας, το 2017 με τον Νόμο 4472 και μετέπειτα το 2019 με την ΚΥΑ 10747. Πέραν αυτού, είναι προφανές ότι ο πολίτης θα πρέπει να καταθέσει στην τράπεζα τα σχετικά τεκμήρια, έτσι ώστε να αποδείξει ότι είναι όντως ευάλωτος. Μόνο έτσι θα αποφύγουμε και θα αντιμετωπίσουμε τους στρατηγικούς κακοπληρωτές».
Τέλος, το υπουργείο διαβεβαιώνει ότι «Η Κυβέρνηση θα συνεχίσει να αντιμετωπίζει, με αποτελεσματικότητα, υπευθυνότητα και κοινωνική δικαιοσύνη, το ευαίσθητο ζήτημα της υπερχρέωσης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, διασφαλίζοντας τη στήριξη όσων πραγματικά έχουν ανάγκη αλλά και τη διατήρηση και βελτίωση της κουλτούρας πληρωμών».
naftemporiki.gr