«21 Ερωτήσεις και Απαντήσεις για το ’21» είναι ο τίτλος του νέου βιβλίου του Θάνου Μ. Βερέμη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
«Tο 1821 δεν είναι μόνο η αφετηρία του έθνους-κράτους, αλλά και παρακαταθήκη υποδειγμάτων ηρωικής συμπεριφοράς για τους επερχόμενους. Μέσα στα διακόσια χρόνια που μας χωρίζουν από τότε, το μεγάλο γεγονός έγινε η εξιδανικευμένη ανάγνωση της πρώτης ιστορίας του ελληνικού κράτους».
Στις σελίδες του βιβλίου, ο έγκριτος, σύγχρονος ιστορικός απαντά σε 21 ερωτήματα σχετικά με την Επανάσταση του ’21. Με την ακαδημαϊκής βαρύτητας και ταυτόχρονα εύληπτη γραφή του, ρίχνει φως, μεταξύ άλλων, στην αντίληψη των Ελλήνων της εποχής για το περιεχόμενο της Επανάστασής τους, στα χαρακτηριστικά των ένοπλων αγωνιστών, στις προθέσεις των ξένων ταξιδιωτών, στα προνεωτερικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας του 1821 και σε αυτά της νεωτερικότητας, στις αλλαγές των σχέσεων Δύσης-Ανατολής μέσα στα τετρακόσια χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, στη σημασία των απομνημονευματικών έργων για την κατανόηση της Παλιγγενεσίας, στον ρόλο του Διαφωτισμού στον ελληνικό Αγώνα καθώς σε αυτόν των Φιλελλήνων, στην παρουσία της Εκκλησίας. Φωτίζει τα αίτια της διχόνοιας που έφεραν στους Έλληνες οι πρώτες στρατιωτικές τους επιτυχίες, την επίδραση των ξενικών κομμάτων στην ελληνική πολιτική, τη σημασία των Εθνοσυνελεύσεων για τον Αγώνα, καθώς και τις διεθνείς σχέσεις της Ελλάδας την περίοδο 1821-1830.
Στο κεφάλαιο που παρουσιάζει τη σχέση των Ελλήνων του 1821 με την αρχαιότητα, μεταξύ άλλων διαβάζουμε: «Η σχέση των κατοίκων της ελληνικής χερσονήσου του 1821 με την αρχαιότητα αποτέλεσε υπόθεση καθημερινής συμβίωσης με τα πολλά αρχαία υπολείμματα σκορπισμένα στην ύπαιθρο και τις πόλεις. […] Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πολύ συχνά αναφερόταν σε μια αρχαιότητα της δικιάς του επινόησης, όμως η οικειότητα με την οποία αντιμετωπίζει τους αρχαίους προγόνους αποδεικνύει και τη συναισθηματική σχέση των ομοίων του με αυτούς. Στη γνωστή ομιλία του σε νέους (7 Οκτωβρίου 1838) στην Πνύκα έλεγε: “εις τον τόπο αυτό όπου εγώ πατώ σήμερα επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη τους (…) Σας λέγω μόνον πως ήταν σοφοί, και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν τους. Εις τον τόπον, τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλιοί Έλληνες, από τους οποίους και ημείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο (…) Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι και τους υπέταξαν. Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία ευθύς οπού άνθρωποι από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα και έβλεπε ποιους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι».
Το τελευταίο κεφάλαιο διερευνά το ερώτημα: Ποιες λεπτομέρειες μας διαφεύγουν; Εκεί, στην ενότητα «Ιατρικές Υπηρεσίες», ο ιστορικός γράφει: «Μία από τις μεγάλες ελλείψεις του Αγώνα ήταν οι ιατρικές υπηρεσίες. Επαγγελματίες γιατροί, χειρουργοί και φαρμακοποιοί ήταν σπάνια είδη. Υπήρχαν εμπειρικοί οι οποίοι είχαν παρακολουθήσει μαθήματα σε υποτυπώδεις σχολές στη Χίο, το Καρπενήσι, τη Σπάρτη και αλλού. Εμπειρικοί του είδους προέρχονταν από οικογένειες γιατρών, έχοντας μάθει ορισμένες βασικές υπηρεσίες στην ανάταξη τραυμάτων. Ο Πουκεβίλ περιγράφει τους κομπογιαννίτες που ξάφριζαν τους αφελείς και έναν διάσημο γιατρό της Τριπολιτσάς ο οποίος έδινε στους ασθενείς “λάδι από ευχέλαιο για να γητεύει τους πόνους”. Ασθενικός ήταν ο Δημήτριος Υψηλάντης και γι’ αυτό στο επιτελείο του υπήρχε πάντοτε ένας γιατρός ο οποίος φρόντιζε και τους πληγωμένους.
Εκτός από τα πολεμικά τραύματα, τους αγωνιστές μάστιζαν και οι επιδημίες, κυρίως τύφου και πανούκλας στην Πελοπόννησο. Από τις χειρότερες ήταν η επιδημία τύφου μετά τη μάχη στο Βαλτέτσι. Έπληξε την Τριπολιτσά κατά την πολιορκία και επιδεινώθηκε μετά την κατάληψη, γιατί οι άταφοι νεκροί προκάλεσαν μεγάλη αύξηση της νόσου. Η λαφυραγώγηση ήταν ένας ακόμα τρόπος διάδοσης της επιδημίας».
Με τις επιδημίες ασχολείται σε ξεχωριστή ενότητα, όπου, μεταξύ άλλων, γράφει: «Λίγο μετά τη νίκη των δυνάμεων του Κολοκοτρώνη στα Δερβενάκια, την Κόρινθο μάστιζε ο τύφος. Το 1822 έχαναν εκεί τη ζωή τους καθημερινά 10 με 20 άτομα, αναγκάζοντας τις τουρκικές φρουρές να εγκαταλείψουν την πόλη και τα κάστρα και να κατευθυνθούν προς την τουρκική ακόμη Πάτρα. […] Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περιγραφή του Φωτάκου για τον τύφο που χτύπησε το Ναύπλιο λίγο αργότερα. Ο ίδιος μολύνθηκε από την αρρώστια αλλά επέζησε. “Η επιδημία αυτή υπήρξεν φοβερωτέρα εκείνης η οποία έγινεν εις την Τριπολιτσάν, διότι εθέρισε πολλούς Έλληνες οίτινες εμβήκαν εις το Ναύπλιον. Ούτοι άμα εισήλθον έλαβαν τα φορέματα και τα άλλα πράγματα των Τούρκων και από αυτά εμολύνθηκαν”.
Στην περιγραφή της αρρώστιας ο Φωτάκος ισχυρίζεται ότι όσοι επιζούσαν στερούνταν μια από τις αισθήσεις τους, την ακοή ή τη μνήμη. “Όταν η νόσος έφθανε εις την ακμή της ο πάσχων εκυριεύετο από μανίαν και η φαντασία του ανέβαινε ψηλά. Πολλοί εκ των αρρώστων εσηκώθησαν και ερίπτοντο εις την θάλασσαν, διά να δροσισθούν και επνίγησαν”. […] Για τον εαυτό του γράφει: “Και εγώ ενόσησα και ήμην 28 ημέρας άρρωστος, κλεισμένος εις ένα δωμάτιον (…) Είχαν καρφώσει τα παράθυρα και την θύραν του δωματίου μήπως φύγω και κρημνισθώ. Υπέφερα πολύ, ελαττώθη τα μνημονικόν μου και η ακοή μου και μετά παρέλευσιν πολλού χρόνου πάλιν τα ανέκτησα”.
Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος έχασε τρία παιδιά από αυτήν την αρρώστια».
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]