Ανακάμπτοντας από το Ταμείο Ανάκαμψης της Ε.Ε.

Δευτέρα, 31 Αυγούστου 2020 21:01
UPD:21:01
EPA/OLIVIER HOSLET
A- A A+

Από την έντυπη έκδοση

Του Βίλεμ Μπούιτερ*

Έπειτα από επίπονες διαπραγματεύσεις μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών μελών τον περασμένο μήνα, οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης γιορτάζουν τη συμφωνία τους για ένα πακέτο διάσωσης ύψους 750 δισ. ευρώ (886 δισ. δολάρια) για τις χώρες της Ε.Ε. που επλήγησαν σοβαρά από την κρίση του Covid-19. Ωστόσο είναι πολύ νωρίς για να ανοίξουν σαμπάνιες. Το σχέδιο για το Ταμείο Ανάκαμψης «Επόμενη Γενιά της Ε.Ε.» έχει δύο μεγάλες αδυναμίες, που θα το κάνουν όχι μόνο αναποτελεσματικό αλλά και απειλή για την ίδια την ύπαρξη της Ευρωζώνης.

Εκτός από το ότι είναι πολύ μικρό, στερείται βασικών προϋποθέσεων για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα, συμπεριλαμβανομένου ενός τακτικού μηχανισμού αναδιάρθρωσης των κρατικών χρεών (SDRM). Οι επιχορηγήσεις ύψους 390 δισ. ευρώ αντιπροσωπεύουν μόλις το 2,8% του ΑΕΠ της Ε.Ε. των 27 το 2019. Και ακόμη και αν κάποιος υπολογίσει τα δάνεια ύψους 360 δισ. ευρώ και τα 100 δισ. ευρώ για το πρόγραμμα έκτακτης ανάγκης για την ανεργία SURE, το σύνολο εξακολουθεί να φθάνει μόλις το 6,1% του ΑΕΠ.

Καθυστερεί η στήριξη

Ακόμη χειρότερα, παρόλο που οι εθνικές κυβερνήσεις που αντιμετωπίζουν δημοσιονομικά προβλήματα χρειάζονται άμεσα οικονομική υποστήριξη, το Ταμείο Ανάκτησης δεν θα διαθέσει κεφάλαια στα κράτη μέλη έως το 2021, οπότε η κατανομή των 750 δισ. ευρώ αναμένεται να διαρκέσει 3 χρόνια. (Το σχετικά ασήμαντο πρόγραμμα SURE είναι ήδη σε λειτουργία.) Ούτε οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις μπορούν να περιμένουν μεγάλη βοήθεια από τον προϋπολογισμό της Ε.Ε. για το διάστημα 2021-2027, ο οποίος ανέρχεται σε 1,1% του ετήσιου ΑΕΠ της Ε.Ε. και δεν προορίζεται να παράσχει πρόσθετη χρηματοδότηση για την κρίση του Covid-19.

Σίγουρα, η «Επόμενη Γενιά της Ε.Ε.» θα μπορούσε να είναι σημαντική σε μακροπρόθεσμη προοπτική εάν θέλει να δημιουργήσει προηγούμενο είτε για τακτικά διακυβερνητικά προγράμματα δημοσιονομικής ανακατανομής είτε (κατά προτίμηση) για μια υπερεθνική δημοσιονομική διευκόλυνση εντός της Ε.Ε.

Μια νέα κοινή διευκόλυνση που θα μπορούσε να δανεισθεί, να δαπανήσει και να φορολογήσει βάσει σαφών κανόνων και με την κατάλληλη λογοδοσία προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα αποτελούσε ένα σημαντικό βήμα προόδου. Εντούτοις αυτό το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικά απίθανο. Σε τελική ανάλυση, η Ε.Ε. έχει χορηγήσει δάνεια σε κράτη μέλη εκτός της Ευρωζώνης από το 2002, στο πλαίσιο της διευκόλυνσης για το ισοζύγιο πληρωμών και ακόμη και αυτό δεν ώθησε την ανάπτυξη της δημοσιονομικής ικανότητας της Ε.Ε.

Διασυνοριακή βοήθεια

Όσον αφορά τη διασυνοριακή φορολογική και οικονομική βοήθεια, υπάρχει σημαντική απόσταση μεταξύ των θέσεων που έχουν οι «ολιγαρκείς τέσσερις» (Αυστρία, Δανία, Ολλανδία και Σουηδία) και των κυβερνήσεων των χωρών της νότιας Ε.Ε. όπως η Ιταλία, η Πορτογαλία και Ισπανία. Ως εκ τούτου, είναι εξαιρετικά απίθανο η «Επόμενη Γενιά της Ε.Ε.» να οδηγήσει σε μια ουσιαστική δημοσιονομική ένωση. Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κατέστησε σαφές ότι το Ταμείο αποτελεί μια «εξαιρετική ανταπόκριση» σε «προσωρινές, αλλά ακραίες περιστάσεις» και ότι η δανειακή ισχύς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής παραμένει «σαφώς περιορισμένη σε μέγεθος, διάρκεια και πεδίο».

Η απουσία σημαντικής δημοσιονομικής διευκόλυνσης σε ολόκληρη την Ε.Ε. ή ακόμη και σε ολόκληρη την Ευρωζώνη θα αφήσει και τα δύο μπλοκ (ιδίως την Ευρωζώνη) σε διαρκή κίνδυνο για εθνικές χρεοκοπίες, εξαιτίας της έλλειψης εθνικών νομισματικών μέσων. Στην πραγματικότητα, στην περίπτωση της Ευρωζώνης, ισχύει η λογική της Σύγχρονης Νομισματικής Θεωρίας.

Η χρεοκοπία ως επιλογή

Όταν το χρέος μιας χώρας εκφράζεται στο δικό του νόμισμα και όταν υπάρχει μια εθνική κεντρική τράπεζα που τελικά υπόκειται στην εθνική φορολογική αρχή, η χρεοκοπία του κράτους είναι επιλογή, όχι αναγκαιότητα. Ωστόσο, τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης δεν μπορούν να βασίζονται σε μια εθνική κεντρική τράπεζα για τη νομισματοποίηση των εθνικών δημόσιων χρεών. Επειδή το δημόσιο χρέος τους εκφράζεται αποτελεσματικά σε ξένο νόμισμα, οι χρεοκοπίες μπορούν να προκύψουν ως ανάγκη.

Με την επιβάρυνση του χρέους των οικονομικά προβληματικών κρατών μελών, αυτό δεν αποτελεί κάποια μακρινή ή περιθωριακή ανησυχία. Είναι απολύτως σημαντικό οι επιχορηγήσεις και τα δάνεια που δίνονται από την «Επόμενη Γενιά της Ε.Ε.» να εξαρτώνται από τη δημοσιονομική βιωσιμότητα, προφανώς, ωστόσο, δεν θα εξαρτώνται.

Σε μια πιο θετική εξέλιξη, οι δημοσιονομικοί κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (που δεν προσέφεραν δάνεια ή επιχορηγήσεις) έχουν ανασταλεί. Θα πρέπει τώρα να απορριφθούν μόνιμα και να αντικατασταθούν με όρους δημοσιονομικής βιωσιμότητας, για οποιαδήποτε χρηματοδότηση που προσφέρει μια κεντρική φορολογική αρχή της Ε.Ε.

Αλλά ακόμη και ο πιο φιλόδοξος ευρωπαϊκός μηχανισμός δημοσιονομικής στήριξης που είναι πολιτικά εφικτός είναι απίθανο να είναι επαρκής για να αποτρέψει περαιτέρω χρεοκοπίες, ειδικά στην Ευρωζώνη. Για να αποφευχθεί άλλη μια κρίση χρέους του ελληνικού στιλ, η Ε.Ε. χρειάζεται έναν εύρυθμο SDRM. Ο καλύτερος τρόπος για να επιτευχθεί αυτό είναι να μετατραπεί ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο (EMF), το οποίο θα πρέπει στη συνέχεια να εξουσιοδοτηθεί να παρέχει υπό όρους οικονομική στήριξη στα κράτη μέλη της Ευρωζώνης που την χρειάζονται, σύμφωνα με μια ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους που θα έχει διεξαγάγει το EMF.

Ένα EMF που έχει δομηθεί με αυτόν τον τρόπο θα πρέπει να είναι σε θέση να διαχειρίζεται τις απαραίτητες αναδιαρθρώσεις των κρατικών χρεών με ομαλό τρόπο. Θα μπορούσε να επιβάλει στασιμότητα στην εξυπηρέτηση χρέους και θα μπορούσε να αναγκάσει τους μειοψηφούντες πιστωτές να αποδεχθούν μια συμφωνία που θα έχει εγκριθεί με ειδική πλειοψηφία. (Φυσικά, οι ρήτρες συλλογικής δράσης που καλύπτουν μόνο μεμονωμένες συμβάσεις χρέους θα πρέπει να μετατραπούν μέσω συνολικών συναθροιστικών ρητρών).

Τυχόν νέο χρέος που θα εκδίδεται από το EMF ή τα μέρη που έχουν εγκριθεί από το EMF θα πρέπει να καταστεί ανώτερο στο τρέχον χρέος. Για να διασφαλιστεί ότι το EMF δεν θα εξαντληθεί από πόρους ρευστότητας, θα πρέπει να έχει πιστωτικό όριο με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (με εγγύηση από τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης). Το μέγεθος του πιστωτικού ορίου θα μπορούσε να αποφασιστεί με ειδική πλειοψηφία των κυβερνήσεων της Ευρωζώνης, πιθανότατα μέσω του Eurogroup των υπουργών Οικονομικών.

Με ένα πολύ μεγαλύτερο ταμείο αντικυκλικής ανάκαμψης, κατάλληλες προϋποθέσεις για τη διασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας και έναν αποτελεσματικό SDRM, υπάρχει ακόμη ελπίδα για την Ευρωζώνη και την Ε.Ε. Χωρίς αυτές τις μεταρρυθμίσεις, η απειλή διάλυσης θα είναι πάντα παρούσα.

 * Ο Βίλεμ Μπούιτερ, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος στη Citigroup, είναι μη τακτικός καθηγητής στο πανεπιστήμιο Κολούμπια.

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή