Η πανδημία του κορωνοϊού αποκάλυψε ότι συνεχίζεται μια τραγωδία που η Χιλή πίστευε ότι είχε λάβει τέλος: η πείνα. Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, τα δημόσια συσσίτια έχουν πολλαπλασιαστεί και εστιατόρια, ενίοτε πολύ γνωστά, ανάβουν ξανά τους φούρνους τους, που ήταν κλειστοί επί μήνες, προκειμένου να ετοιμάσουν γεύματα αλληλεγγύης.
Στη Λο Ερμίδα, στο ανατολικό Σαντιάγο, εννιά γυναίκες δημιούργησαν την ομάδα «Οι μαχήτριες», η οποία διανέμει 175 γεύματα την ημέρα σε κάτοικους αντιμέτωπους με την πείνα, αλλά και τον κορωνοϊό, καθώς η πανδημία σαρώνει στη λαϊκή συνοικία αυτή του δήμου Πενιαλολέν.
«Δεν θα το πίστευα ποτέ πως θα ήταν απαραίτητο εδώ αυτό», λέει στο Γαλλικό Πρακτορείο η Ρουθ Λάγος, που δηλώνει κατάπληκτη για τις ελλείψεις που αποκάλυψε η πανδημία στη συνοικία αυτή 240.000 κατοίκων. Εδώ, οι οικογένειες κατάφεραν να βγουν από τη φτώχεια βρίσκοντας δουλειές, συχνά επισφαλείς, που όμως έπαψαν να είναι διαθέσιμες σε αυτούς εξαιτίας των περιορισμών για την αποτροπή της εξάπλωσης της πανδημίας του κορωνοϊού.
Αφού έφτιαξε δίκτυο που εγγυάται τον εφοδιασμό του, ένα δημόσιο συσσίτιο εγκαταστάθηκε στην αυλή ενός από τα σπίτια της συνοικίας.
Οι «μαχήτριες» ως εδώ δεν είχαν εμπειρία στην μαγειρική, ή πολύ περισσότερο στην προετοιμασία μεγάλου αριθμού γευμάτων, αλλά θυμήθηκαν την ιστορία της γειτονιάς, τη δεκαετία του 1980, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης εν μέσω της δικτατορίας του Αουγκούστο Πινοτσέτ (1973-1990), όταν είχαν δημιουργηθεί τέτοιες κοινωνικές κουζίνες.
Μια πραγματικότητα που η νοτιοαμερικάνικη χώρα, που χαρακτηριζόταν πολιτικά σταθερή και οικονομικά ευημερούσα ως το ξέσπασμα της κοινωνικής κρίσης στα τέλη του 2019, νόμιζε πως είχε αφήσει πια πίσω.
«Μαχόμαστε για μια καλύτερη Χιλή κι η κατάσταση χειροτερεύει ημέρα την ημέρα», λέει η Ρουθ, 48 ετών, που θυμάται ακόμη ότι «ξεφλούδιζε πατάτες» όταν ήταν παιδί, μαζί με τους γονείς της, προετοιμάζοντας το ανοικτό δημόσιο συσσίτιο την εποχή εκείνη στη συνοικία.
Σε όλο τον δήμο Πενιαλολέν έχουν ξεκινήσει 80 τέτοιες πρωτοβουλίες. Σύμφωνα με ανθρωπιστικές οργανώσεις, υπάρχουν τουλάχιστον 400 στο Σαντιάγο, όπου ζουν 7 εκατομμύρια κάτοικοι.
Για πολλές οικογένειες, τα γεύματα που διανέμονται είναι τα μοναδικά που παίρνουν όλη την ημέρα. «Επιβιώνουμε χάρη στο λαϊκό συσσίτιο», παραδέχεται η Πάολα, η οποία πήγε να πάρει μια μερίδα κοτόπουλο μαγειρεμένο σε μουστάρδα, γαρνιρισμένο με ρύζι. Άνεργη τους τελευταίους πέντε μήνες, δεν έχει λάβει ως σήμερα καμία βοήθεια από το κράτος.
Σε άλλες περιοχές της πρωτεύουσας είναι εστιατόρια, ενίοτε πολύ φημισμένα, τα οποία ανάβουν τις κουζίνες τους, έπειτα από μήνες που έμειναν κλειστές, για να διανείμουν γεύματα στους φτωχότερους. Αυτό βοηθά εξάλλου προμηθευτές και μεταφορείς, ειδικά αυτούς που εξυπηρετούν σχολεία κι έχουν διακόψει τη δραστηριότητά τους από το κλείσιμο των σχολείων.
«Αυτό μας βοηθάει πολύ, και βοηθάει επίσης και άλλους, σε όλη την αλυσίδα», εξηγεί στο Γαλλικό Πρακτορείο η Καρολίνα Μπασάν, ιδιοκτήτρια του Ambrosia Bistro, που είχε αναδειχθεί το 2019 η καλύτερη σεφ στην κατάταξη «Τα 50 καλύτερα εστιατόρια» της Λατινικής Αμερικής.
Η ιδιοκτήτρια του εστιατορίου, που αναγκάστηκε να κλείσει για δύο μήνες, προτού ανοίξει ξανά αλλά έχοντας τη δυνατότητα να κάνει μόνο παραδόσεις κατ’ οίκον, αποφάσισε να ενταχθεί στην πρωτοβουλία «Τροφή για όλους», στην οποία συμμετέχουν σήμερα 14 εστιατόρια και η οποία εγγυάται τη διανομή 6.000 γευμάτων κάθε εβδομάδα.
Με δύο βοηθούς, η Καρολίνα ετοιμάζει 450 πιάτα ανά εβδομάδα, που διανέμονται σε οικογένειες στο κέντρο της πρωτεύουσας. Για την ώρα, προτιμά να αφήνει κατά μέρος τις εξεζητημένες προετοιμασίες για τις οποίες διακρίνεται το εστιατόριό της, που προσφέρει ιδίως γαλλική κουζίνα, και να ετοιμάζει πολύ απλά πιάτα.
«Το σημαντικότερο είναι πάνω απ’ όλα να είναι καλό φαγητό, φτιαγμένο με αγάπη, και να είναι θρεπτικό», εξηγεί η 39χρονη σεφ, μητέρα δύο παιδιών.
Η πρωτοβουλία «Τροφή για όλους» χρηματοδοτείται με δωρεές, που της επιτρέπουν να αγοράζει τα υλικά, να πληρώνει για την προετοιμασία των πιάτων, την πληρωμή των εστιατορίων και των εταιρειών διανομής.
«Όταν αρχίσαμε, τη δεύτερη εβδομάδα του Μαΐου, υπήρχαν τρία δημόσια συσσίτια. Δύο εβδομάδες αργότερα, υπήρχαν 25 κι έναν μήνα αργότερα, 78. Η πείνα αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς στη Χιλή», εξηγεί η Άνα Ριβέρο, μια από τις επικεφαλής της πρωτοβουλίας, που είναι σήμερα παρούσα στο Σαντιάγο, αλλά και στην Αντοφαγκάστα (βόρεια), στο Βαλπαραΐσο και στη Βίνια δελ Μαρ (κεντρικά).
Πηγές: ΑΜΠΕ, AFP