Από την έντυπη έκδοση
Tου Τζιμ Ο’ Νιλ*
Σε ένα σχόλιο τον Απρίλιο σχετικά με τις άγριες αναταραχές στις χρηματοπιστωτικές αγορές την περίοδο Φεβρουαρίου-Μαρτίου από την πανδημία του Covid-19, παρατήρησα ότι η συμπεριφορά των αγορών μετοχών ήταν τόσο απρόβλεπτη, περίπλοκη και συναρπαστική όσο ποτέ. Ωστόσο, υποψιάστηκα ότι υπήρχε μια παράξενη λογική και υποστήριξα ότι οι αγορές ενδέχεται να συνεχίσουν να πραγματοποιούν ράλι παρά την κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας. Και αυτό κάνουν. Θα αλλάξει αυτό;
O ιδιαίτερος Αύγουστος
Στα 40 χρόνια παρακολούθησης και συμμετοχής μου στις χρηματοπιστωτικές αγορές, έμαθα ότι ο Αύγουστος είναι πάντα ένας μήνας που θέλει προσοχή. Είναι ο προάγγελος της πτώσης και για οποιονδήποτε λόγο αυτή η περίοδος έχει παρουσιάσει μερικές από τις πιο ταραχώδεις στιγμές της οικονομικής ιστορίας, από τις συντριβές της Wall Street του 1929 και του 1987 έως την ασιατική οικονομική κρίση του 1997 και τη ρωσική χρεοκοπία το 1998 και φυσικά την κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008. Υπάρχουν πολλοί λόγοι να πιστεύουμε ότι τα τέλη του καλοκαιριού και το φθινόπωρο του 2020 θα δημιουργήσουν το ίδιο χάος με τα προηγούμενα επεισόδια ή θα το ξεπεράσουν. Για παράδειγμα, φανταστείτε εάν τα ποσοστά μόλυνσης του Covid-19 σε ολόκληρη την Ευρώπη αρχίσουν να αυξάνονται και πάλι, όπως κάνουν στις ΗΠΑ και σε άλλες περιοχές σε όλο τον κόσμο. Το γεγονός αυτό θα προκαλούσε νέα lockdowns και θα ασκούσε ακόμη μεγαλύτερη πίεση σε εκείνους που εργάζονται για ένα εμβόλιο. Τι γίνεται όμως εάν οι δοκιμές της 3ης φάσης για τους πιο υποσχόμενους υποψήφιους για την ανάπτυξη των εμβολίων αποτύχουν;
Επιπλέον, κανένα χειρότερο σενάριο δεν μπορεί να αφήσει απέξω τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος είναι απελπισμένος λόγω των αυξανόμενων λοιμώξεων και της πτώσης του ποσοστού στις δημοσκοπήσεις. Φανταστείτε ότι αν ο Τραμπ έπρεπε να στοχεύσει την Κίνα ακόμη πιο επιθετικά, εφαρμόζοντας πρόσθετους δασμούς, απαγορεύοντας ολόκληρες κατηγορίες κινεζικών αγαθών και υπηρεσιών, μπλοκάροντας τις αμερικανικές επενδύσεις στην Κίνα και ούτω καθεξής. Περιττό να πούμε ότι οι συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία θα ήταν ζοφερές.
Εντούτοις σκεφτείτε μια λιγότερο τρομακτική εναλλακτική λύση. Η συνεχής καταστροφολογία της κρίσης, ενισχυμένη από τα ασταμάτητα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, θα αναγκάσει περισσότερες κυβερνήσεις να δράσουν σχετικά με τον περιορισμό νέου ξεσπάσματος του Covid-19, να ενισχύσουν την ικανότητα των δοκιμών, τον εντοπισμό των επαφών και την παραγωγή εξοπλισμού ατομικής προστασίας.
Αυτό το μοτίβο εμφανίστηκε νωρίς σε αρκετές ασιατικές χώρες -την Κίνα, τη Σιγκαπούρη, τη Νότια Κορέα και πιο πρόσφατα το Βιετνάμ- και τώρα εμφανίζεται στην Ευρώπη. Ακόμη και το Ηνωμένο Βασίλειο, μετά την ανατροπή στα πρώτα στάδια της πανδημίας, βελτίωσε σημαντικά την ανταπόκρισή του. Η κυβέρνηση επανέφερε γρήγορα τους περιορισμούς και την καραντίνα για ταξιδιώτες από χώρες με αύξηση στα κρούσματα και επιβάλλει νέα περιοριστικά μέτρα σε πόλεις και περιοχές όπου φαίνεται τα κρούσματα να ξεφεύγουν.
Οι κεντρικές τράπεζες
Επιπλέον, από πρόσφατες αναφορές προκύπτει ότι τουλάχιστον 4 υποψήφια εμβόλια θα μπορούσαν να είναι σχεδόν έτοιμα μόλις στα τέλη του τρέχοντος έτους. Εν τω μεταξύ, η ώθηση από τις εξαιρετικά επεκτατικές δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές φαίνεται πιθανό ότι θα συνεχιστεί σε πολλές χώρες του κόσμου. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ άλλαξε την καθοδήγησή της για να τονίσει ότι δεν θα αυξήσει τα επιτόκια σύντομα και το Κογκρέσο στις ΗΠΑ συνεχίζει να διαβουλεύεται για άλλο έναν γύρο δημοσιονομικής στήριξης. Ομοίως, η Ευρωπαϊκή Ένωση συμφώνησε για το Ταμείο Ανάκαμψης ύψους 750 δισεκατομμυρίων ευρώ για να παράσχει πρόσθετη βοήθεια στις οικονομίες της Ε.Ε. που πλήττονται από την πανδημία.
Σε αυτό το πιο θετικό σενάριο, ο S&P 500 θα μπορούσε κάλλιστα να συνεχίσει να ανεβαίνει έως τις 4.000 (από τις 2.878 τη στιγμή του σχολιασμού μου τον Απρίλιο). Για να ξεκαθαρίσουμε, μόνο 5 τεχνολογικές μετοχές τροφοδοτούν την άνοδο του S&P 500 κι ενώ οι απαισιόδοξοι παρατηρητές επισημαίνουν το απόκοσμο κενό πολλών αστικών κέντρων. Εδώ στο Λονδίνο, οι δρόμοι είναι τόσο άδειοι που υποδηλώνουν μια μόνιμη αλλαγή προς το χειρότερο.
Οι προβληματισμένοι δεν κάνουν λάθος όταν θέτουν σκληρά ερωτήματα σχετικά με τις επιπτώσεις της κρίσης. Ποιος θα αναλάβει το κόστος τόσων εμπορικών κτιρίων που μπορεί να μη δύνανται να έχουν πληρότητα στο 100% για χρόνια, αν ποτέ; Παρά την προφανή επιτυχία των πολιτικών να αποφευχθεί η πιθανότητα άλλης μιας οικονομικής κατάρρευσης πλησιέστερης στο 2008, θα μπορούσε η κατάρρευση των εμπορικών ακινήτων στα αστικά κέντρα του κόσμου να γίνει ο επόμενος καταστροφικός κίνδυνος; Ποιος θα πληρώσει για το συγκλονιστικό κόστος των δημοσιονομικών προγραμμάτων που εισάγονται για τη στήριξη των οικονομιών μας;
Όμως τι γίνεται με τις μόνιμες αλλαγές προς το καλύτερο; Μια πιθανή άποψη σε αυτήν την κρίση είναι ότι μπορεί τελικά να μας ωθήσει να αγκαλιάσουμε τα οφέλη που υποτίθεται μας πρόσφεραν ο φορητός υπολογιστής και το κινητό τηλέφωνο πριν από χρόνια. Ίσως θα μειώσει σε μεγάλο βαθμό όλο τον χρόνο που σπαταλάμε στις μετακινήσεις και στην κυκλοφοριακή κίνηση, προς όφελος του χρόνου με την οικογένεια, τους φίλους, τις υποχρεώσεις του σπιτιού και ούτω καθεξής. Ίσως τελικά να οδηγήσει σε αύξηση της παραγωγικότητας του κλάδου των υπηρεσιών.
Κοινωνικές προκλήσεις
Ήδη, πολλές από τις μεγάλες κοινωνικές μας προκλήσεις ξαφνικά δεν δείχνουν τόσο τρομακτικές όσο κάποτε. Σε όλο τον κόσμο, οι κυβερνήσεις έχουν ενθαρρυνθεί από τον επείγοντα χαρακτήρα της τρέχουσας κρίσης, για να υιοθετήσουν νέες πολιτικές και επενδύσεις ως απάντηση στην κλιματική αλλαγή. Πολλοί επίσης έχουν αναγνωρίσει την ανάγκη για πιο ισχυρά συστήματα υγείας. Γνωρίζω ότι έχουν συσταθεί πολλές επιτροπές και αναθεωρήσεις για την εξεύρεση λύσεων σε επικείμενα προβλήματα, τα οποία υποδηλώνουν ότι έχουμε ξυπνήσει από έναν επικίνδυνο λήθαργο.
Καθώς οι ζεστές μέρες του καλοκαιριού θα παραχωρούν τη θέση τους στις ημέρες του φθινοπώρου, τα απαισιόδοξα και αισιόδοξα σενάρια που περιγράφονται παραπάνω θα εμφανιστούν και τα δύο στις αγορές. Εξ ορισμού, η σταθερή άνοδος των χρηματοπιστωτικών αγορών καθιστά δυσκολότερο να δικαιολογηθούν ακόμη πιο σταθερά κέρδη. Αλλά αν αυτό το έτος μας έχει διδάξει κάτι, είναι ότι τίποτα δεν πρέπει να αποτελέσει έκπληξη.
*Ο Τζιμ Ο’ Νιλ, πρώην πρόεδρος της Goldman Sachs Asset Management και πρώην υπουργός Οικονομικών του Ηνωμένου Βασιλείου, είναι πρόεδρος στο Chatham House.
Copyright: Project Syndicate, 2020
www.project-syndicate.org