Από την έντυπη έκδοση
Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Τελικά, η αναβολή και οι υπολογισμοί ακριβείας («εξέταση της ποσοτικής περιμέτρου» είχαν βαφτιστεί) κρίθηκε ότι κόστιζαν περισσότερο απ’ ό,τι απέδιδαν. Και την πρωτοβουλία πήρε -μαζί και με την ευθύνη βέβαια- ο ίδιος ο πρωθυπουργός.
Η προαναγγελία είχε γίνει από τον υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα, ο οποίος άλλωστε θα κληθεί να καταβάλει το -ως φαίνεται- 1,4 δισ. αντί των συζητούμενων επί καιρό 3,9 ως απόδοση αναδρομικών που έκρινε το Συμβούλιο της Επικρατείας ότι οφείλονται στους συνταξιούχους που είχαν ασκήσει προσφυγές διεκδικώντας τα (για ένα 11μηνο, του 2015-16). Θα επεκταθεί η απόδοση σε όλους τους δυνητικούς δικαιούχους - μερικώς. «Όλους»: είτε εκδήλωσαν διεκδίκηση (π.χ. με απλή ένσταση/αίτηση θεραπείας που μάλιστα έντυπό της είχε δημοσιοποιηθεί στο e-efka) είτε απλώς βρίσκονται στην ίδια νομικά θέση με όσους προσέφυγαν. Όμως η «ανάγνωση» της απόφασης του ΣτΕ έγινε από την κυβέρνηση μόνο όσον αφορά τις κύριες συντάξεις. Επικουρικές και δώρα θα διορθωθούν μόνο για εκείνους που είχαν κάνει ήδη προσφυγές ή και για όσους κάνουν τώρα -δεν έχει επέλθει παραγραφή- αναλαμβάνοντας το σχετικό κόστος βέβαια.
Είχε προηγηθεί η εικόνα της τομεάρχου Εργασίας του ΣΥΡΙΖΑ Έφης Αχτσιόγλου να προστρέχει: Επειδή είχε ακουστεί χρονική κλιμάκωση στην απόδοση των αναδρομικών, ή αλλιώς haircut για άμεση καταβολή (η ιδέα για εξόφληση με ομόλογα του Δημοσίου δεν αγγίχθηκε: μην πειράξουμε ανοιχτές πληγές του παρελθόντος!…) η Ε. Αχτσιόγλου μίλησε για «μοναδικό παράθυρο ευκαιρίας» για την πλήρη και άμεση εξόφληση καθώς «δεν είναι σε ισχύ το Σύμφωνο Σταθερότητας». Προειδοποίησε, δε, ότι κάθε τι αντίθετο θα ήταν «αντισυνταγματική και κοινωνικά απαράδεκτη ενέργεια».
Όταν βρίσκεσαι μπροστά σε τόσο ευρείες συμφωνίες -περιττό να προσθέσει κανείς ότι ο μιντιακός μας κήπος υπερθεμάτισε για τη «δίκαιη απόφαση» (και τώρα θρηνεί με τη μείωση του αναμενόμενου ποσού)- καλό είναι να κρατάς κάποιαν επιφύλαξη. Ήδη, την ομοφωνία είχαν σπάσει δύο φωνές.
Ο Τάσος Γιαννίτσης, παρεμβαίνοντας σε διαδικτυακή συζήτηση του ECONOMIST, παρατήρησε ότι το κρίσιμο όσο ποτέ 2020 «το Ασφαλιστικό θα επιδεινωθεί από 3 αίτια: τη μείωση του ΑΕΠ, τη μείωση [για να είμαστε ειλικρινείς: κατάρρευση] των ασφαλιστικών εισφορών [που εν μέρει βέβαια αντισταθμίζονται από τα εφαρμοζόμενα σχήματα στήριξης] και κάθε τυχόν πρόσθετη παροχή». [Ιδού η χορήγηση των αναδρομικών…]
Ευθεία εναντίωση στην απόφαση αυτή -κυβέρνησης με υπερθεματισμό αξιωματικής αντιπολίτευσης, επαναλαμβάνουμε- εκδήλωσε και ο Αλέκος Παπαδόπουλος (στο Capital). «Δεν συμφωνώ με την απόφαση να διευρυνθεί η απόφαση του ΣτΕ και να καταβληθούν τα επιδικασθέντα ποσά και σε όσους δεν τα διεκδίκησαν δικαστικά […]. Δεν είναι στραγάλια για μια χώρα με δημόσιο χρέος οσονούπω 200% του ΑΕΠ».
Περισσότερο από 20 χρόνια πριν, μιλώντας στην Οικονομική Επιθεώρηση, εξηγούσε ως διοικητής του ΙΚΑ ο Μιλτιάδης Νεκτάριος το τότε Ασφαλιστικό. Όταν ρωτήθηκε για τον χρονικό ορίζοντα των αποφάσεων σε σχέση με το (τότε) ενδεχόμενο εκλογών απάντησε: «Θα έλεγα ότι οποιαδήποτε κυβέρνηση προκύψει από τις εκλογές, θα χρειαστεί να λάβει ταχύτατες αποφάσεις ως προς αυτό το ζήτημα».
Προσέθετε, δε, ότι «προσπαθούμε να δημιουργήσουμε μια διακομματική βάση για να προετοιμάσουμε το έδαφος. Έως τώρα δεν τα έχουμε καταφέρει, αλλά θα προσπαθήσουμε σκληρά, γιατί η αλλαγή του συστήματος θα ωφελήσει τους πάντες».[…]
Όλοι θυμόμαστε -αλήθεια, τη θυμόμαστε;- τη συνέχεια: απόπειρα νόμου Γιαννίτση, πανστρατιά κομμάτων, συνδικάτων και Τύπου εναντίον, υποχώρηση της κυβέρνησης Σημίτη προτροπάδην.
Από το 2001 και μέχρι το 2018, οι δημόσιες δαπάνες για συντάξεις «πέταξαν» από 5% σε 9%-9,5% του ΑΕΠ. Σ’ όλο το διάστημα, έφθασαν -πάντα κατά Γιαννίτση- αθροιστικά τα 289 δισ. ευρώ (Όποιος έχει ασθενική μνήμη, ας καταγράψει ότι το συνολικό δημόσιο χρέος της Ελλάδας -το 2018, στην έξοδο από την εποχή των μνημονίων- ήταν στα 334,5 δισ. ευρώ). Για τον Μιλτ. Νεκτάριο, το 1999, «πρέπει να επωμισθεί την ευθύνη η κυβέρνηση στον επόμενο χρόνο, πριν η οικονομική ανέχεια των Ταμείων κινδυνεύσει να γίνει αιτία κοινωνικών εκρήξεων». Πάλιν η συνέχεια γνωστή…
Σήμερα, λοιπόν, για τον Αλ. Παπαδόπουλο «η γενικευμένη εφαρμογή φαίνεται δίκαιη και ηθική αλλά δεν είναι, με κριτήριο το μείζον δημόσιο συμφέρον».
Ενώ για τον Τ. Γιαννίτση, «όσο οι απαντήσεις στο ερώτημα “τι είναι δίκαιη μετάβαση” θα κλωτσιούνται στο μέλλον, τόσο λιγότερο “δίκαιες λύσεις” θα είναι εφικτές […]. Από ένα σημείο και μετά, μπορεί να μην υπάρχει καν “δίκαιη λύση”».
Τι θα αποδώσει σε κοινωνική συνοχή, αλλά και σε πολιτικό ισοζύγιο η προορισθείσα σολομώντεια προσέγγιση στα αναδρομικά; Πάντως… ως «δίκαιη λύση» δεν φαίνεται να καταγράφεται από πολλούς.