Στη στρατηγική της κυβέρνησης πριν την έλευση του κορωνοϊού, στη γρήγορη λήψη μέτρων» στην Ελλάδα, αλλά και στους τέσσερις λόγους για τους οποίους «στο σοβαρότατο ενδεχόμενο, τη μεγάλη πιθανότητα, να επιστρέψει ο κορωνοϊός με κάποιο τρόπο το φθινόπωρο ή τον χειμώνα, θα είμαστε πιο έτοιμοι» αναφέρθηκε ο Πρωθυπουργος, Κυριάκος Μητσοτάκης.
Μιλώντας στην εκπομπή Synthesis του «ΣΚΑΪ» και στον δημοσιογράφο Παύλο Τσίμα, είπε πως «ήταν απολύτως σαφές σε εμένα ότι ο ιός αυτός θα έφτανε και στη χώρα μας και θα έδειχνε τα ίδια χαρακτηριστικά γρήγορης μετάδοσης που έδειξε παντού στον κόσμο. Δεν είχα κανέναν λόγο να πιστεύω ότι θα συμπεριφερόταν διαφορετικά στην Ελλάδα. Είχαμε, επιπροσθέτως, να αντιμετωπίσουμε την ιδιαιτερότητα ότι είχαμε έναν σχετικά περιορισμένο αριθμό κρεβατιών σε Εντατικές, μία κληρονομιά όχι μόνο της προηγούμενης κυβέρνησης, αλλά της κρίσης συνολικά, κι έναν ηλικιωμένο πληθυσμό. Κατά συνέπεια, η απόφαση ήταν εάν θα κάναμε το lockdown αργά ή γρήγορα. Ήταν αυτονόητο ότι έπρεπε να το κάνουμε γρήγορα, ήταν τελείως προφανές σε εμένα, γιατί θα γινόταν το lockdown, όπως έγινε τελικά σε όλες τις χώρες». Σύμφωνα με τον πρωθυπουργό, οι χώρες που έδρασαν γρήγορα κι αποτελεσματικά, και είχαν τελικά λίγα κρούσματα, θα είναι κι αυτές που θα ανακάμψουν πιο γρήγορα από τις άλλες.
Ο κ. Μητσοτάκης μίλησε και για «γρήγορη λήψη μέτρων» στην Ελλάδα. Όπως επισήμανε, «όταν πήραμε τη δύσκολη απόφαση να ακυρώσουμε το καρναβάλι στην Πάτρα, γνωρίζοντας ότι η Πάτρα είναι κοντά στην Ιταλία και βλέποντας τι γίνεται στην Ιταλία, δεν είχαμε ακόμα κρούσματα στην Ελλάδα. Και πολλοί έσπευσαν να μας πουν "βιάζεστε, τι είναι αυτά που κάνετε; Θα καταστραφεί η Πάτρα οικονομικά". Αλλά δεν θέλει πολύ, δυο-τρία μεγάλα γεγονότα μαζικής σύναξης κι ο ιός σού ξέφυγε. Αυτό έγινε στην Ιταλία, από δυο-τρία ποδοσφαιρικά ματς, από ένα θέρετρο σκι στην Αυστρία. Και μετά βρέθηκαν χώρες να μη μπορούν πια. Η Ιταλία, όταν εντόπισε το μέγεθος του προβλήματος, ήταν πάρα πολύ αργά για να κάνει οτιδήποτε» παρατήρησε.
Σχετικά με τις προετοιμασίες για τυχόν δεύτερο κύμα του κορωνοϊού και για το ενδεχόμενο η Ελλάδα να είναι τυχερή σε σχέση με άλλες χώρες όσον αφορά τη σοβαρότητα της πανδημίας, σημείωσε πως ο ίδιος δεν θα επένδυε στην τύχη. «Και σίγουρα δεν θα άφηνα, σε καμία περίπτωση, τη χώρα απροετοίμαστη για το σοβαρότατο ενδεχόμενο, τη μεγάλη πιθανότητα, να επιστρέψει ο κορωνοϊός με κάποιο τρόπο το φθινόπωρο ή τον χειμώνα. Θα είμαστε, όμως, πιο έτοιμοι» διαβεβαίωσε.
Κι αυτό, όπως εξήγησε, για τέσσερις λόγους: «Πρώτον, έχουν επενδυθεί δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ, δολάρια και τα πιο λαμπρά μυαλά δουλεύουν για να βρουν φάρμακα και εμβόλια. Δεν ξέρουμε πότε θα είναι διαθέσιμα, αλλά υπάρχει μία πρωτοφανής κινητοποίηση της επιστημονικής κοινότητας. Και θέλω εδώ να τονίσω ότι έχουμε εξαιρετικά διακεκριμένους Έλληνες κι Ελληνοαμερικανούς στον τομέα της βιοτεχνολογίας στην Αμερική, σε πάρα πολύ σημαντικές εταιρείες. Έχω επικοινωνήσει σχεδόν με όλους. Είναι μεγάλη προίκα για τη χώρα το γεγονός ότι έχουμε πρόσβαση σε αυτήν την πληροφορία και μπορεί αύριο να χρειαστεί να έχουμε πρόσβαση σε φάρμακα ή και σε εμβόλια.
Δεύτερον, η κοινωνία είναι πιο έτοιμη. Οι κοινωνικές αποστάσεις, τα μέτρα προστασίας, μας έχουν γίνει δεύτερη συνήθεια. Δεν χρειάζεται να φοράμε όλοι μάσκες, αλλά έχω δει πολλές μελέτες ότι αν αρκετοί φοράμε μάσκες, αυτό μπορεί να εμποδίσει, παραδείγματος χάρη, τη διάδοση του ιού στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς. Άρα, είμαστε όλοι πιο υποψιασμένοι, έχουμε αλλάξει τις συμπεριφορές μας.
Τρίτον, τα συστήματα υγείας μας είναι πιο έτοιμα. Θα έχουμε και τον Οκτώβριο πολλά περισσότερα κρεβάτια Εντατικής απ' ό,τι είχαμε τον Μάρτιο.
Και τέταρτον, θα είμαστε πιο έξυπνοι στα τεστ και στην ιχνηλάτηση. Τι σημαίνει αυτό; Ότι ελπίζουμε ότι και να χτυπήσει ο ιός, δεν θα χρειάζεται να παίρνουμε οριζόντια μέτρα. Θα μπορούμε να κλείνουμε ένα σχολείο - ω μη γένοιτο αν πάει σε ένα σχολείο - ένα οικοδομικό τετράγωνο, έστω μία πόλη, αλλά όχι κατ’ ανάγκη οριζόντια μέτρα. Θα μπορούμε να είμαστε πιο έξυπνοι στα μέτρα τα οποία παίρνουμε» υπογράμμισε.
Ερωτηθείς για την επιλογή της κυβέρνησης να δώσει τον λόγο στους ειδικούς και για την εμπιστοσύνη που οικοδομήθηκε στη σχέση με τους πολίτες, ο κ. Μητσοτάκης σημείωσε πως «κάναμε αυτό το οποίο μας είπαν οι ειδικοί. Και όχι μόνο αυτό. Βγάλαμε τους ειδικούς μπροστά. Ο κ. Τσιόδρας έκανε την καθημερινή ενημέρωση. Δεν είναι αυτός ο κανόνας. Σε πολλές άλλες χώρες οι ίδιοι οι πολιτικοί, πρόεδροι, πρωθυπουργοί, έκαναν αυτοί καθημερινές ενημερώσεις. Εγώ έκανα πολλά διαγγέλματα, αλλά δεν μιλούσα κάθε μέρα. Δεν εξηγούσα κάθε μέρα το τι γίνεται. Δεν έμπαινα σε χωράφια άλλων. Αυτά είναι τα χωράφια των ειδικών και των επιστημόνων. Και με μεγάλη χαρά διαπίστωσα ότι μετά από δέκα χρόνια λαϊκισμού, όπου τόσο λοιδορήθηκαν οι ειδικοί, οι τεχνοκράτες, οι γνώστες του αντικειμένου τους, η ελληνική κοινωνία εμπιστεύθηκε πάλι αυτούς οι οποίοι ξέρουν, που έχουν σπουδάσει πολύ, που έχουν περγαμηνές ακαδημαϊκές, που μιλάνε με ένα μείγμα. Κι αυτό θέλω να το πιστώσω πραγματικά στον κ. Τσιόδρα, ο οποίος μιλάει με ένα μείγμα απόλυτης τεχνοκρατικής επάρκειας, αλλά και συναισθηματικής ενσυναίσθησης. Πονάει αυτό το οποίο κάνει, είναι πραγματικός γιατρός, νοιάζεται για κάθε κρούσμα ξεχωριστά και μας έδωσε τη δυνατότητα με αυτόν τον τρόπο να πείσουμε τους πολίτες ότι αυτό το οποίο κάνουμε έχει τη σφραγίδα της επιστήμης».
Ο πρωθυπουργός τόνισε περαιτέρω πως πιστεύει πάρα πολύ στην έννοια της εμπιστοσύνης. «Όλες οι χώρες που έχουν ισχυρούς θεσμούς, όχι μόνο τυπικούς αλλά και άτυπους, στηρίζονται στην έννοια της εμπιστοσύνης. Και οι ισχυροί θεσμοί συνδέονται με την ευημερία. Άρα, αυτή η εμπιστοσύνη στο κράτος, στον συμπολίτη μας, ότι θα κάνουμε όλοι το σωστό και δεν θα υπάρχουν κάποιοι οι οποίοι θα φροντίσουν να εξαπατήσουν το κράτος και να επιβραβεύονται για τη συμπεριφορά τους, όλα αυτά είναι πάρα πάρα πολύ σημαντικά, μας προέκυψαν μέσα από την κρίση. Ας τα κρατήσουμε, ας κρατήσουμε την καλή πλευρά. Υπάρχει η άσχημη πλευρά: Οι ανθρώπινες απώλειες - κάθε απώλεια είναι ένα δράμα από μόνη της -, η βαθιά οικονομική κρίση. Αυτά είναι τα δύσκολα, τα ξέρουμε, αλλά να δούμε λίγο και τα θετικά. Και νομίζω ότι για τους κοινωνικούς επιστήμονες θα είναι ένα πολύ ενδιαφέρον μοντέλο αυτό το οποίο έγινε στην Ελλάδα» υπογράμμισε.
Αναφερόμενος στις αλλαγές που επιφέρει η πανδημία στην εργασία, την αντιστροφή του brain drain και την εικόνα των Ελλήνων για το κράτος, ο πρωθυπουργός διαπίστωσε πως «αν αυτή η κρίση απέδειξε ότι κάποιος μπορεί να δουλεύει από οπουδήποτε, γιατί να μη δουλεύει από έναν πολύ ωραίο τόπο; Πόσο μάλλον όταν αυτός είναι ασφαλής. Αυτό έχει μεγάλη σημασία. Βλέπουμε κόσμο ο οποίος θέλει να γυρίσει στην Ελλάδα. Ίσως η καλύτερη διαφήμιση για την αντιστροφή του brain drain ήταν αυτό που έγινε, στον κορωνοϊό. Γιατί αντιμετώπισε τις παθογένειες που οδήγησαν πάρα πολλούς νέους ανθρώπους να φύγουν: την κακοπιστία, την έλλειψη αξιοκρατίας, την εικόνα ότι συχνά είμαστε ένα κράτος μπάχαλο. Όλα αυτά άλλαξαν και η προστιθέμενη αξία αυτής της εμπειρίας έχει τεράστια σημασία και πρέπει να τη διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού για την επόμενη μέρα» τόνισε.
Όπως συμπλήρωσε, «η εξέλιξη περνάει μέσα από την προσαρμοστικότητα. Η προσαρμοστικότητα και στην ίδια τη φύση είναι ο τρόπος με τον οποίον προχωράμε και αλλάζουμε. Και κοινωνίες οι οποίες δείχνουν προσαρμοστικότητα είναι αυτές που τελικά θα μπορέσουν να προχωρήσουν και να ενσωματώσουν τις αλλαγές τις οποίες πρέπει να κάνουν. Βεβαίως και πρέπει να αλλάξουμε. Και αλλάζουμε ήδη. Και αυτές οι αλλαγές, που πολλές είναι αλλαγές προς το καλύτερο, είναι ένα μεγάλο κεκτημένο για τη χώρα» είπε.
Σε άλλο σημείο της συνέντευξής του, ο πρωθυπουργός παραδέχθηκε πως σίγουρα δεν φανταζόταν ότι στον πρώτο χρόνο της διακυβέρνησής του «θα έπρεπε να διαχειριστώ τόσες κρίσεις μαζεμένες. Αλλά πηγαίνοντας στο 2021, σε αυτήν την εμβληματική χρονιά, ίσως αυτή η παρακαταθήκη να μας οδηγήσει να ξαναδούμε και την ιστορία μας αλλά και το μέλλον μας μέσα από μία διαφορετική ματιά» είπε.
Σημείωσε δε πως ο κορωνοϊός «ήταν μεγάλη δοκιμασία για όλους μας, όχι μόνο για την κυβέρνηση, η οποία έπρεπε να πάρει πολύ δύσκολες αποφάσεις σε σύντομο χρονικό διάστημα. Αλλά έπρεπε τις αποφάσεις αυτές να τις επικοινωνήσει κιόλας. Μίλησα από την πρώτη στιγμή για τη δημοκρατία της πειθούς. Προφανώς και πήραμε μέτρα, αλλά τα μέτρα αυτά δεν ήταν κατασταλτικού χαρακτήρα. Τα πρόστιμα τα οποία κόπηκαν για την παραβίαση του lockdown ήταν πολύ λίγα σε σχέση με την απόλυτη συμμόρφωση μιας κοινωνίας, η οποία με τη βούλησή της και συνειδητά υπέταξε τον "κακώς εννοούμενο ατομικό εγωισμό" των Ελλήνων στο συλλογικό καλό. Και αυτό ήταν μια πολύ μεγάλη κατάκτηση για τη χώρα, μια πολύ μεγάλη προίκα για την επόμενη μέρα. Διαψεύστηκαν πολλά στερεότυπα πάνω σε αυτήν την κρίση» δήλωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.