Του Καθηγητή Κωνσταντίνου Ζοπουνίδη, Ακαδημαϊκού Βασιλική Ακαδημία Οικονομικών και Χρηματοοικονομικών
Βασιλική Ευρωπαϊκή Ακαδημία των Διδακτόρων
Πολυτεχνείο Κρήτης & Audencia Business School, France
Στο πρόσφατο παρελθόν έχουμε αναφερθεί στη σχέση κλιματικών κινδύνων και χρηματοοικονομικής (βλ. Ζοπουνίδης, Πολυτεχνείο Κρήτης, 13/03/2020).
Η πανδημία του κορωνοϊού έφερε ξανά στο προσκήνιο δύο μεταβλητές που είχαν εξαφανιστεί: ο κίνδυνος και ο φόβος του κινδύνου.
Μέχρι το Μάρτιο φέτος, οι επενδυτές όλου του κόσμου είχαν ξεχάσει το φόβο. Είχαν πέσει σε μια ευδαιμονία αισιοδοξίας με χρηματιστηριακούς δείκτες σε επίπεδα ρεκόρ με ένα εκμηδενισμένο ασφάλιστρο κινδύνου. Η ξέφρενη κούρσα για αποδόσεις και το δέλεαρ του κέρδους είχαν γκρεμίσει τα εμπόδια μεταξύ όλων των επενδυτικών τοποθετήσεων.
Δανείζαμε ή επενδύαμε τόσο εύκολα σε μια start-up χωρίς προοπτική αποδοτικότητας όσο και σε μια αποδοτική επιχείρηση καλά εδραιωμένη στην αγορά.
Οι υπερχρεωμένες χώρες βεβαρυμμένες με ρεκόρ δημοσιονομικών ελλειμμάτων δανείζονταν με επιτόκια πολύ κοντά σε αυτά των χωρών χωρίς ελλείμματα.
Επίσης, υπερχρεωμένες επιχειρήσεις κατόρθωναν να χρηματοδοτηθούν με επιτόκια ελαφρώς πιο υψηλά από επιχειρήσεις με υγιείς χρηματοοικονομικές καταστάσεις. Ο δείκτης μεταβλητότητας των αμερικανικών μετοχών, le VIX, θεωρούμενος ως ένας δείκτης μέτρησης του φόβου των αγορών, ακολουθούσε επίπεδα ιστορικώς χαμηλά. Κανένας φόβος, κανένας φόβος κινδύνου.
Το ασφάλιστρο κινδύνου “είχε λιώσει” στον ίδιο ρυθμό με το στρατηγικό μας απόθεμα των μασκών. Ξαφνικά, πρέπει ξανά να είμαστε πιο επιλεκτικοί στις αποφάσεις επενδύσεών μας. Μια επιστροφή στην πραγματικότητα η οποία θεμελιώνει και τα θεωρητικά επιτεύγματα τόσων ετών.