Grants, not loans: ερωτήματα και προβληματισμοί

Τετάρτη, 29 Απριλίου 2020 10:40
UPD:10:42
SOOC/Menelaos Myrillas
A- A A+

Γράφουν οι Δημήτρης Α. Ιωάννου και Χρήστος Α. Ιωάννου *

Η κεντρική πολιτική της χώρας στα πλαίσια της ευρωζώνης, όσον αφορά την αντιμετώπιση της κρίσης του Covid 19, θα έπρεπε να είχε καθοριστεί με σαφήνεια από την πρώτη στιγμή και να ήταν η εξής: επιχορηγήσεις και όχι δάνεια. (Grants, not loans). Αυτό δεν συνέβη και χρειάστηκε αρκετός χρόνος για να γίνει από όλους κατανοητό πως η Ελλάδα δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την κρίση απλά αυξάνοντας το χρέος της, σαν να μην υπάρχει αύριο.

Όμως, εξ ίσου ελλιπής όσο και η προηγούμενη πλήρης αγνόηση του προβλήματος, είναι και η αντίληψη που έχει διαμορφωθεί τώρα και διακινείται από τις πολιτικές ηγεσίες. Δείχνει να θεωρεί ότι η Ελλάδα μπορεί να διεκδικήσει επιχορήγηση 20 δισεκατομμυρίων ευρώ από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, χωρίς να ενδιαφέρεται και χωρίς να ρωτάει από που ακριβώς θα προέλθει το συγκεκριμένο ποσό. Χωρίς δηλαδή να έχει πρόταση για την χρηματοδότηση της επιχορήγησης. Αυτό όμως δεν έχει νόημα.

Θα είχε νόημα εάν η Ελλάδα αντιμετώπιζε μόνη της κάποιο πρόβλημα: αν, για παράδειγμα, κάποια φυσική καταστροφή είχε καταστρέψει ένα μεγάλο μέρος του παραγωγικού δυναμικού της. Τότε θα μπορούσε να στραφεί προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και να ζητήσει, -ακόμη και να απαιτήσει-, χρηματοδότηση με την μορφή επιχορήγησης, έστω και αν αυτή προερχόταν από τους Ευρωπαίους φορολογούμενους.

Στην συγκεκριμένη περίπτωση όμως δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Αν η Ελλάδα επιχορηγηθεί με 20 δισεκατομμύρια ευρώ, θα πρέπει και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως, για παράδειγμα η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία, που βρίσκονται σε παραπλήσια κατάσταση, να επιχορηγηθούν και αυτές. Αλλά, στην περίπτωσή τους, θα απαιτηθούν πολύ μεγαλύτερα ποσά, που το σύνολο τους μπορεί να φτάσει στις πολλές εκατοντάδες δισεκατομμυρίων ή ακόμη και στο ένα τρισεκατομμύριο ευρώ.

Σε αυτή την περίπτωση, λοιπόν, δεν έχει νόημα μόνο να ζητάς “επιχορήγηση”. Πρέπει επίσης να προτείνεις και να εξηγήσεις ποιός άλλος θα πρέπει να επιχορηγηθεί και πόσο, και κυρίως, από πού θα χρηματοδοτηθεί αυτή η επιχορήγηση. Με ποιον τρόπο θα βρεθούν τα δισεκατομμύρια ή και τα τρισεκατομμύρια που απαιτούνται. Πρέπει δηλαδή να έχεις το θάρρος και την ευφυΐα να υποβάλεις, είτε μόνος σου είτε μαζί με τις άλλες ενδιαφερόμενες χώρες, μία ολοκληρωμένη πρόταση και να πείσεις για την αποδοχή της, αν όχι το σύνολο τουλάχιστον την πλειοψηφία των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή της ευρωζώνης. Μία απλή αναφορά ή μία απλή δήλωση επιθυμίας δεν αρκούν.

Θα πρέπει, συνεπώς, η Ελλάδα, ενεργώντας σαν μία ώριμη, πολιτισμένη και ορθολογική ευρωπαϊκή κοινωνία να συντονιστεί με τις άλλες ενδιαφερόμενες χώρες και αφού επεξεργαστούν και συντάξουν μία πλήρη πρόταση να την υποβάλουν και να την υποστηρίξουν, εγκαίρως και με τον κατάλληλο τρόπο. Μία πρόταση η οποία, κατά κύριο λόγο, θα εξηγεί πως θα χρηματοδοτηθούν οι απαραίτητες επιχορηγήσεις κατά τρόπο που θα είναι αποδεκτός από την ευρωπαϊκή κοινωνία και μη-καταστροφικός για την ευρωπαϊκή οικονομική ισορροπία. Και αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο γιατί απαιτεί ρηξικέλευθες, και σχεδόν ανατρεπτικές για τα σημερινά δεδομένα της ευρωζώνης, διευθετήσεις.

Δάνεια ή επιχορηγήσεις;

Αυτή την στιγμή μπορεί να πει κανείς ότι έχουν ακουστεί και έχουν παρουσιαστεί τέσσερις απόψεις για την αντιμετώπιση της οικονομικής πτυχής της κρίσης. (Όχι όμως μέσα από κάποιον διάλογο, αλλά μέσα από παράλληλους μονολόγους).

-Η πρώτη άποψη, (η πιο “σκληρή” από όλες) η οποία προέρχεται, κυρίως, από πολιτικούς κύκλους στις χώρες του Βορρά είναι αυτή που προτείνει την λύση “ο καθένας μόνος του”, με βάση το “δημοσιονομικό περιθώριο” που φρόντισε να έχει, συν την ενίσχυση που μπορεί να εξασφαλίσει από τα 540 δισεκατομμύρια του Eurogroup. (Πολλοί από αυτούς που την διατυπώνουν, στην πραγματικότητα θα προτιμούσαν την επιστροφή των οικονομιών τους στο μάρκο και στο φιορίνι, από την παραμονή στην ευρωζώνη).

-Η δεύτερη άποψη είναι εκείνη η οποία υποστηρίζει πως θα πρέπει να υπάρξει ένα ειδικό Ταμείο Σωτηρίας (ή Ανάκαμψης) το οποίο θα χρηματοδοτηθεί με την από κοινού έκδοση, και υπό αμοιβαία εγγύηση από όλες τις χώρες της ευρωζώνης, κανονικών ομολόγων. (Μία εκδοχή της είναι η πρόταση περί “κορονοομολόγων”, ενώ μία άλλη είναι η πρόταση να δανειστεί η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το απαραίτητο ποσό, με την εγγύηση, φυσικά, των κρατών μελών).

-Η τρίτη πρόταση, που παρουσιάστηκε από την Ισπανία αλλά και από ιδιώτες όπως ο George Soros, είναι και πάλι να δημιουργηθεί ένα τέτοιο ταμείο, πλην όμως όχι με την έκδοση κανονικών ομολόγων αλλά με την έκδοση διηνεκών ομολόγων. (Τα οποία, λόγω της μη-λήξης τους, θα έχουν ως χαρακτηριστικό ότι δεν θα επιδεινώνουν την φερεγγυότητα των κρατών-μελών, δεδομένου πως τα μεγαλύτερα προβλήματα και οι χρεοκοπίες προκύπτουν, συνήθως, όταν στην λήξη υπολογίσιμης αξίας ομολόγων, τα υπερχρεωμένα κράτη δεν μπορούν να ανακυκλώσουν το χρέος τους, δηλαδή να ξαναδανεισθούν για να αποπληρώσουν τις παλιές οφειλές με νέα δανεικά).

-Η τέταρτη πρόταση, η οποία έχει παρουσιαστεί από πολλούς οικονομολόγους με διάφορες μορφές, είναι να τροφοδοτηθούν απ’ ευθείας οι κρατικοί προϋπολογισμοί από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με “καθαρή νομισματοποίηση”, δηλαδή χωρίς την δημιουργία χρεωστικών υποχρεώσεων, και χωρίς την υποχρέωση καταβολής τόκων. Είναι κάτι που έχει αρχίσει να γίνεται, εν μέρει, για την αντιμετώπιση της κρίσης τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στην Μεγάλη Βρετανία, διακριτικά μεν, εμφανώς δε. (Στην ευρωζώνη, αντίθετα, επειδή πρόκειται για κάτι το οποίο ουδόλως προβλέπεται από το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο, υπάρχουν πολλοί τρόποι υλοποίησής του, αφού, όμως, προηγουμένως το θεσμικό πλαίσιο είτε τροποποιηθεί, είτε παρακαμφθεί).

Η Ελλάδα είναι η χώρα με την μεγαλύτερη ανάγκη.

Σε όλες τις εκτιμήσεις που έχουν παρουσιαστεί σχετικά με τις επιπτώσεις που θα έχει επί των οικονομιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης η πανδημία του Covid 19, η Ελλάδα εμφανίζεται ως η χώρα με το μεγαλύτερο πρόβλημα. Κάτι που είναι απολύτως φυσιολογικό δεδομένου ότι η δική μας είναι εκείνη που μεταξύ όλων των χωρών της ΕΕ, αφ’ ενός μεν βαρύνεται με το μεγαλύτερο ποσοστό δημόσιου χρέους ως προς το ΑΕΠ και, αφ’ ετέρου, χαρακτηρίζεται από το μεγαλύτερο ειδικό βάρος στην οικονομία της όσον αφορά τους τομείς που πλήττονται κατά κύριο λόγο από τα μέτρα του social distancing, δηλαδή τον τουρισμό, τις μεταφορές και τις υπηρεσίες. Αυτό σημαίνει πως όχι μόνο νομιμοποιείται να μιλήσει για την ανάγκη της χορηγίας σε σχέση με την δημιουργία χρέους αλλά και ότι είναι υποχρεωμένη να το πράξει αυτό. Όχι μόνο προς όφελος των πολιτών της αλλά και προς όφελος όλης της ευρωζώνης η οποία θα υποστεί, αναπόφευκτα, τις συνέπειες των τυχόν επιπλοκών στην ελληνική οικονομία και στις άλλες οικονομίες του Νότου - παρά το ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση θα πρόκειται για ακούσιες επιπλοκές.

Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον οι δύο πρώτες από τις τέσσερις προτάσεις είναι εξ αρχής απορριπτέες: πρόκειται για προτάσεις που δεν ευνοούν ουσιαστικά ούτε την Ελλάδα, ούτε τις χώρες του Νότου, αλλά ούτε και την ευρωζώνη τελικά, αφού κατατείνουν στην δημιουργία περισσότερων προβλημάτων από εκείνα τα οποία υποτίθεται ότι θα επιλύσουν.

Δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν τους το στοιχειώδες γεγονός ότι μία υπερχρεωμένη οικονομία μπορεί να δανεισθεί μόνο για να επενδύσει παραγωγικά τα δάνειά της, ώστε με τα εισοδήματα των επενδύσεών της να εξυπηρετήσει τις οφειλές της. Όταν όμως το παραγωγικό δυναμικό της βρίσκεται σε αναγκαστική αργία, η “γέφυρα” ρευστότητας που χρειάζεται για να ανταπεξέλθει την κρίσιμη περίοδο, δεν μπορεί να αυξάνει το χρέος της γιατί αυτό μοιραία θα οδηγήσει σε αδιέξοδο.

Οι εν λόγω οικονομίες δεν θα είναι σε θέση να εξυπηρετήσουν τις υποχρεώσεις τους και, κατά συνέπειαν, το τελικό βάρος θα μεταφερθεί σε εκείνους που εγγυώνται ή διακρατούν το ήδη υπάρχον χρέος τους, δηλαδή στους φορολογούμενους των δημοσιονομικά “συνετών” χωρών του Βορρά. Πρόκειται, δηλαδή, για αδιέξοδες λύσεις οι οποίες, ακόμα και αν υποστηρίζονται από κάποιους μύωπες πολιτικούς της Βόρειας Ευρώπης, στην πραγματικότητα δεν συμφέρουν ούτε τον Βορρά, ούτε τον Νότο.

Συνεπώς, πιο κατάλληλες και πιο κοντά στην αναζητούμενη λύση βρίσκονται οι άλλες δύο προτάσεις, η τρίτη και η τέταρτη-οι οποίες, όμως, βαίνουν πέραν της πεπατημένης.

Έκδοση διηνεκών ομολόγων ή καθαρή νομισματοποίηση;

Από καθαρά οικονομική άποψη πλέον κατάλληλη -σχεδόν ιδανική- είναι η τέταρτη πρόταση, δηλαδή η νομισματοποίηση των αναγκών ρευστότητας που δημιουργεί η κρίση, κατ’ ευθείαν από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Όσο κι αν η βαυαρική σκέψη δυσκολεύεται να το αντιληφθεί, αυτή θα ήταν η διαδικασία η οποία θα είχε τις λιγότερες πληθωριστικές επιπτώσεις, τα αμεσότερα και πιο δίκαια κοινωνικά αποτελέσματα και την πλέον ευεργετική επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα.

Πράγμα που οφείλεται, κατ’ αρχήν, στο γεγονός ότι η “καθαρή νομισματοποίηση” δεν έχει σχεδόν καμμία διαφορά, όσον αφορά τις πληθωριστικές επιπτώσεις, από την πολιτική της “ποσοτικής διευκόλυνσης” (“ποσοτικής χαλάρωσης”), η οποία εφαρμόζεται από πολλών ετών, με πραγματικό μένος, από τις κεντρικές τράπεζες των ανεπτυγμένων χωρών χωρίς, μέχρι σήμερα, να καταφέρει να έχει ούτε την ελάχιστη πληθωριστική επίπτωση: στις πλείστες των περιπτώσεων δεν έχει καταφέρει να φέρει το πληθωρισμό ούτε στο επιδιωκόμενο 2%.

Και στις δύο πρακτικές, δηλαδή και στην “καθαρή νομισματοποίηση” και στην “ποσοτική διευκόλυνση”, υπάρχει δημιουργία νέας νομισματικής κυκλοφορίας. Η μόνη, θεωρητική, διαφορά είναι η εξής: όταν μετά από χρόνια λήξουν και αποπληρωθούν τα ομόλογα που αγοράζουν στην “ποσοτική διευκόλυνση” η ΕΚΤ (που αγοράζει το 20% του συνόλου) και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης (που αγοράζουν το υπόλοιπο 80%), υποτίθεται πως θα πρέπει να “αποσύρουν” τα ποσά που θα εισπράξουν, δηλαδή να καταστρέψουν ένα αντίστοιχο ποσοστό της νομισματικής κυκλοφορίας, απομειώνοντας έτσι τις πληθωριστικές επιπτώσεις τους. (Οι οποίες όμως μέχρι τώρα δεν έχουν υπάρξει και, κατά πάσα πιθανότητα, ούτε πρόκειται να υπάρξουν και στο μέλλον).

Στην πραγματικότητα, βέβαια, δεν θα αποσύρουν τίποτα, όπως δεν έχουν αποσύρει τα κεφάλαια από όλες τις λήξεις των ομολόγων από το 2015 και στη συνέχεια. (Τα επανεπένδυσαν). Αντίστοιχα, άλλωστε, τα σχετικά κεφάλαια, δεν τα αποσύρει ούτε και το FED μετά από την λήξη των ομολόγων που διακρατούνται στο χαρτοφυλάκιό του. (Η σχετική προσπάθεια το 2013 απέτυχε πλήρως γιατί οι “επενδυτές” καταλήφθηκαν από ‘άγχος” - Taper Tantrum). Σε αντίθεση με αυτό το θέατρο της “ποσοτικής διευκόλυνσης”, στην περίπτωση της “καθαρής νομισματοποίησης” είναι εξ αρχής σαφές ότι η αύξηση της νομισματικής κυκλοφορίας δεν είναι προσωρινή. (Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι σε έκτακτες περιπτώσεις η νομισματική κυκλοφορία δεν μπορεί να μειωθεί).

Μία πραγματική διαφορά, όμως, που υπάρχει μεταξύ των δύο πρακτικών είναι η εξής: σε αντίθεση με τα κονδύλια της “ποσοτικής χαλάρωσης” τα οποία ουσιαστικά κατευθύνονται στους εισοδηματίες προσφέροντάς τους ένα απρόσμενο και άκοπο έσοδο, ενώ στην συνέχεια καταλήγουν στις αγορές τίτλων διογκώνοντας τες, και αποσυνδέοντας τες από τη πραγματικότητα ακόμη περισσότερο, (και ετοιμάζοντας τες για την επόμενη κατάρρευση), η απ’ ευθείας “καθαρή νομισματοποίηση” θα καταλήξει στους ίδιους τους εργαζόμενους που βρίσκονται σε κατάσταση ανεργίας ή ημιαπασχόλησης, ώστε να καλύψουν τις βιοτικές τους ανάγκες, καθώς και στις αναγκαστικά αργούσες επιχειρήσεις, επιτρέποντας την επιβίωσή τους.

Άλλη, σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο μεθοδεύσεων είναι η εξής: ενώ η “καθαρή νομισματοποίηση” μπορεί προγραμματικά και συμφωνημένα να είναι περιορισμένη σε χρόνο και σε όγκο και να ολοκληρωθεί χωρίς να επαναληφθεί ποτέ, δεν συμβαίνει το ίδιο με την “ποσοτική χαλάρωση”. Ακριβώς επειδή το πλείστον των επιπτώσεων αυτής της τελευταίας δεν καταλήγει στην πραγματική οικονομία αλλά παραμένει δημιουργώντας εικονικές υπεραξίες στις αγορές τίτλων, (ή υπερτιμήσεις στις αγορές των ακινήτων), δεν επιφέρει, τελικά, την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας και του ΑΕΠ στον επιθυμητό βαθμό.

Κατά συνέπεια δεν δημιουργεί ούτε και την απαραίτητη δημοσιονομική δυνατότητα στα κράτη να εκπληρώνουν τις οφειλές τους και, έτσι, το αποτέλεσμα είναι μόλις ολοκληρώνεται ο ένας κύκλος “ποσοτικής χαλάρωσης” να απαιτείται ένας άλλος, ακόμη μεγαλύτερος, (για να “ηρεμήσουν” οι αγορές). Πρόκειται δηλαδή για μία ανατροφοδοτούμενη -και αυτοτροφοδοτούμενη- διαδικασία που πραγματικά υπονομεύει την χρηματοπιστωτική σταθερότητα και κατά συνέπεια, μακροπρόθεσμα, και ολόκληρη την οικονομία. Προξενεί μία συσσώρευση δυσμενών και αρνητικών στοιχείων ανισορροπίας τα οποία μία στοχευμένη και περιορισμένη σε χρόνο και σε όγκο “καθαρή νομισματοποίηση” δεν θα μπορούσε ποτέ να προξενήσει

Βέβαια, από την άλλη πλευρά, η λύση της “καθαρής νομισματοποίησης” έχει δύο μεγάλα, πολιτικά, προβλήματα: αφ’ ενός, μεν, αποτελεί ένα πολύ τολμηρό βήμα σε ένα θεσμικό σύνολο όπως η ευρωζώνη το οποίο έχει στηριχθεί επάνω σε πολύ συντηρητικές και μετριοπαθείς απόψεις όπως εκείνες της Bundesbank και, αφ’ ετέρου, απαιτεί είτε μία πολύ μεγάλη νομική μεταρρύθμιση στο καταστατικό της ΕΚΤ, είτε μία πολύ μεγάλη νομική ακροβασία. Ό,τι από τα δύο κι αν επιλεγεί είναι βέβαιο ότι θα δημιουργήσει τρομερές αντιδράσεις, ειδικά εντός της Γερμανίας.

Για τον λόγο αυτό η πρόταση της Ισπανίας και του George Soros για την χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης μέσω της έκδοσης διηνεκών ομολόγων ενδεχομένως υπερτερεί από πολιτικής απόψεως, χωρίς να υστερεί δραματικά από οικονομικής. Αποτελεί την πλησιέστερη και την καλύτερη εναλλακτική λύση της “καθαρής νομισματοποίησης”. Ενώ διατηρεί σε πολύ μεγάλο βαθμό τα νομικά προσχήματα, από την άλλη πλευρά δεν δημιουργεί τέτοιου είδους χρέος που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την φερεγγυότητα των χωρών που θα χρησιμοποιήσουν τα κεφάλαια που θέτει στην διάθεσή τους. Τα τρία -ελαφρώς- προβληματικά σημεία που μπορούν να εντοπιστούν είναι τα εξής:

Πρώτον, η ύπαρξη μιας σταθερής, σε βάθος χρόνου, επιβάρυνσης της δημοσιονομικής διαχείρισης για την πληρωμή των τόκων. (Όμως αυτοί θα είναι σχετικά λίγοι, κατά πάσαν πιθανότητα, ενώ, εκτός απροόπτου, η σχετική αξία τους θα τείνει σταδιακά να μειώνεται τόσο λόγω του αναπόφευκτου “έρποντος” πληθωρισμού όσο και λόγω της αναμενόμενης μακροχρόνιας αύξησης του ΑΕΠ).

Δεύτερον, δημιουργείται το ερώτημα εάν οι επενδυτές, προκειμένου να της διαθέσουν κεφάλαια ενός έως δύο τρισεκατομμυρίων ευρώ, θα πειστούν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα επιζήσει και αυτή εις το διηνεκές ώστε να καταβάλλει κανονικά τους τόκους στους κληρονόμους τους. (Αν και αυτό το ζήτημα λύνεται με την εισαγωγή ειδικής ρήτρας στην συνομολόγηση του δανεισμού ότι σε περίπτωση διάλυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι τόκοι θα καταβάλλονται από τα “διάδοχα κράτη” κατ’ αναλογίαν με την “κλείδα” της ΕΚΤ).

Τρίτον, υπάρχει ένα ερώτημα εάν οι πολίτες των δημοσιονομικά “συνετών” χωρών θα θελήσουν να συμπράξουν, προσφέροντας την εγγύησή τους, (που είναι απαραίτητη για να επιτευχθεί χαμηλό επιτόκιο δανεισμού), σχετικά με το ότι οι πολίτες των χωρών του Νότου θα είναι συνεπείς, δια μέσου των αιώνων, όσον αφορά την καταβολή των τοκομεριδίων. (Από αυτήν την άποψη, η λύση της “καθαρής νομισματοποίησης”, που δεν συνεπάγεται καμμία επιβάρυνση για κανέναν, παρά μόνο την αόριστη ανησυχία για μελλοντικό πληθωρισμό και moral hazard, μπορεί να είναι πιό αποδεκτή, εάν παρουσιαστεί με τα κατάλληλα επιχειρήματα).

Η Ελλάδα πρέπει να πρωτοστατήσει στον διάλογο.

Πάνω σε αυτές τις δύο προτάσεις θα πρέπει να εργαστεί η ελληνική πλευρά, συνεννοούμενη άμεσα με τις άλλες χώρες του Νότου (οι οποίες μέχρι στιγμής είναι πολύ πιο δραστήριες), αντί να παρακολουθεί απαθής τον διάλογο αυτόν, (δηλαδή τους παράλληλους μονολόγους), και να αναμένει παθητικά τις αποφάσεις των Βρυξελλών. Θα πρέπει δε να έχει σαν απώτερο στόχο, ακόμα και αν δεν επιτευχθεί η κάλυψη με χορηγία του 100% των δαπανών ρευστότητας για την αντιμετώπιση της κρίσης, να επιτύχει, τουλάχιστον, την κάλυψη ενός ποσοστού όσο το δυνατόν μεγαλύτερου.

Η βασική της θέση, κατά τις διαπραγματεύσεις θα πρέπει να είναι πως τα κεφάλαια που θα συγκεντρωθούν δεν θα χρησιμοποιηθούν για να καλύψουν εξ ίσου ή “αναλογικά” τις ανάγκες όλων των χωρών, αλλά κατά προτεραιότητα τις ανάγκες εκείνων οι οποίες βρίσκονται στην πιο δύσκολη θέση, όπως η Ελλάδα. Για τον υπολογισμό του ποιες ανάγκες και σε τι ποσοστό κάθε εθνικής οικονομίας θα πρέπει να καλυφθούν, είναι αναγκαίο να δημιουργηθούν οι κατάλληλοι δείκτες-πράγμα που δεν είναι καθόλου δύσκολο.

Βεβαίως πριν πάμε να συνεννοηθούμε και να διαπραγματευτούμε με τους ξένους πρέπει να έχουμε συνεννοηθεί μεταξύ μας. Είναι απαραίτητο να γίνει σαφές σε όλους πως δεν πρόκειται για το πατροπαράδοτο εγχείρημα αναζήτησης λεφτόδενδρων, ούτε και για μία προσπάθεια ενίσχυσης των χειμαζόμενων εργαζομένων και συνταξιούχων των ΔΕΚΟ. Πρόκειται για την πολιτική που απαιτείται να ακολουθήσει και να υλοποιήσει η Ελλάδα για να αποδείξει, και στους άλλους και στον εαυτό της, ότι είναι μία διαφορετική χώρα από εκείνη που έζησε εν μέσω των παραλογισμών της περασμένης εικοσαετίας. Κυρίως όμως πρόκειται για μία πολιτική η οποία είναι απαραίτητη ώστε να αποφύγει η χώρα την εξαιρετικά δυσάρεστη κατάσταση να βρεθεί μετά την λήξη αυτής της κρίσης, που ενδέχεται να είναι παρατεταμένη και βαθιά, με τις μισές επιχειρήσεις της χρεοκοπημένες και τις άλλες μισές εξαγορασμένες από αλλοδαπούς.

* Οι κ.κ. Δημήτρης Α. Ιωάννου και Χρήστος Α. Ιωάννου είναι Οικονομολόγοι

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή