Από την έντυπη έκδοση
Της Μαριάνα Ματσουκάτο*
Ο καπιταλισμός βρίσκεται αντιμέτωπος με τουλάχιστον τρεις μεγάλες κρίσεις. Η κρίση στην υγεία προερχόμενη από την πανδημία του κορονοϊού πυροδότησε γρήγορα μια οικονομική κρίση με άγνωστες συνέπειες για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και όλα αυτά διαδραματίζονται με φόντο την κλιματική κρίση που δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί σαν «business as usual». Μόλις πριν από 2 μήνες τα μέσα ενημέρωσης είχαν κατακλυσθεί από τρομακτικές εικόνες με καταβεβλημένους πυροσβέστες και όχι από καταβεβλημένους απασχολούμενους στην υγειονομική περίθαλψη.
Αυτή η τριπλή κρίση αποκάλυψε διάφορα προβλήματα για το πώς εφαρμόζουμε τον καπιταλισμό, τα οποία πρέπει να λυθούν την ίδια ώρα που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση έκτακτης ανάγκης για την υγεία. Διαφορετικά, απλά θα λύνουμε τα προβλήματα σε ένα πλαίσιο, ενώ θα δημιουργούμε καινούργια σε άλλο. Αυτό συνέβη με τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής «πλημμύρισαν» τον κόσμο με ρευστότητα χωρίς να την κατευθύνουν προς τις καλές επενδυτικές ευκαιρίες. Ως αποτέλεσμα, τα χρήματα επέστρεψαν σε έναν χρηματοπιστωτικό τομέα ο οποίος ήταν (και παραμένει) ακατάλληλος για τον σκοπό του. Η κρίση του Covid-19 εκθέτει ακόμα περισσότερα ελαττώματα στις οικονομικές δομές μας και κυρίως την αυξανόμενη επισφάλεια της εργασίας που οφείλεται στην άνοδο μιας ασθμαίνουσας οικονομίας και της 10ετούς επιδείνωσης της διαπραγματευτικής ισχύος των εργαζομένων. Η τηλεργασία από μόνη της δεν είναι επιλογή για τους περισσότερους εργαζόμενους και παρά το ότι οι κυβερνήσεις προωθούν κάποια βοήθεια στους εργαζόμενους με κανονικές συμβάσεις, οι αυτοαπασχολούμενοι μπορεί να βρεθούν στο περιθώριο. Ακόμη χειρότερα, οι κυβερνήσεις αυξάνουν τώρα τον δανεισμό σε επιχειρήσεις σε μια εποχή που το ιδιωτικό χρέος είναι ήδη σε ιστορικό υψηλό. Στις ΗΠΑ το συνολικό χρέος των νοικοκυριών λίγο πριν από τη σημερινή κρίση ήταν 14,15 τρισ. δολάρια, δηλαδή 1,5 τρισ. δολάρια υψηλότερο από ό,τι το 2008 (σε ονομαστικές τιμές). Και να μην ξεχνάμε, ήταν το υψηλό ιδιωτικό χρέος που προκάλεσε την παγκόσμια οικονομική κρίση.
Δυστυχώς, κατά την τελευταία 10ετία, πολλές χώρες έχουν επιδιώξει τη λιτότητα, σαν να ήταν το δημόσιο χρέος το πρόβλημα. Το αποτέλεσμα ήταν η διάβρωση των δημόσιων οργανισμών που χρειαζόμαστε για να ξεπεράσουμε κρίσεις όπως η πανδημία του κορoνοϊού. Από το 2015 το Ηνωμένο Βασίλειο έχει μειώσει τους προϋπολογισμούς της δημόσιας υγείας κατά 1 δισ. λίρες στερλίνες (1,2 δισ. δολάρια), μεγαλώνοντας την οικονομική επιβάρυνση για τους εκπαιδευόμενους ιατρούς (πολλοί εκ των οποίων έχουν εγκαταλείψει εντελώς την Εθνική Υπηρεσία Υγείας) και μειώνοντας τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις που απαιτούνται για να διασφαλίσουν ότι οι ασθενείς περιθάλπονται σε ασφαλείς, ενημερωμένες και πλήρως εξοπλισμένες εγκαταστάσεις. Και στις ΗΠΑ -που δεν είχαν ποτέ ένα σωστά χρηματοδοτούμενο σύστημα δημόσιας υγείας- η κυβέρνηση Τραμπ προσπαθεί επίμονα να μειώσει τη χρηματοδότηση και την παραγωγική ικανότητα για τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων, ενός εκ των κρίσιμων οργανισμών.
Εκτός από αυτές τις αυτο-προκαλούμενες πληγές, ένας υπερβολικά «χρηματοοικονομικός» επιχειρηματικός κλάδος απομακρύνει την αξία από την οικονομία, επιβραβεύοντας τους μετόχους με προγράμματα εξαγοράς ιδίων μετοχών, αντί να προωθήσει τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη επενδύοντας στην έρευνα και την εξέλιξη, στους μισθούς και την κατάρτιση των εργαζομένων. Ως αποτέλεσμα, τα νοικοκυριά έχουν εξαντλήσει τα οικονομικά τους μαξιλάρια, καθιστώντας πιο δύσκολη την πρόσβαση σε βασικά αγαθά όπως η στέγαση και η εκπαίδευση. Τα κακά νέα είναι ότι η κρίση του Covid-19 επιδεινώνει όλα αυτά τα προβλήματα. Τα καλά νέα είναι ότι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την τρέχουσα κατάσταση έκτακτης ανάγκης για να αρχίσουμε να οικοδομούμε μια οικονομία βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς. Το θέμα δεν είναι να καθυστερήσουμε ή να αποκλείσουμε την κυβερνητική υποστήριξη, αλλά να την οργανώσουμε σωστά. Πρέπει να αποφύγουμε τα λάθη της εποχής μετά το 2008, όταν τα προγράμματα διάσωσης επέτρεψαν στις εταιρείες να αποκομίσουν ακόμη μεγαλύτερα κέρδη από τη στιγμή που τελείωσε η κρίση, αλλά απέτυχαν να θέσουν τα θεμέλια για μια ισχυρή και χωρίς αποκλεισμούς ανάκαμψη. Αυτή τη φορά τα μέτρα διάσωσης πρέπει οπωσδήποτε να συνοδεύονται από όρους. Τώρα που το κράτος επιστρέφει για να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο, πρέπει να αντιμετωπισθεί ως ήρωας και όχι σαν ένας αφελής. Αυτό σημαίνει να παρέχει άμεσες λύσεις, όμως σχεδιασμένες κατά τέτοιο τρόπο που να εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον μακροπρόθεσμα.
Για παράδειγμα, μπορούν να τεθούν σε εφαρμογή προϋποθέσεις για κρατική στήριξη προς τις επιχειρήσεις. Οι επιχειρήσεις που λαμβάνουν μέτρα διάσωσης πρέπει να κληθούν να διατηρήσουν τους εργαζομένους και να διασφαλίσουν ότι μετά την ολοκλήρωση της κρίσης θα επενδύσουν στην κατάρτιση των εργαζομένων και στις βελτιωμένες συνθήκες εργασίας. Εξάλλου, όπως και στη Δανία, η κυβέρνηση πρέπει να στηρίζει τις επιχειρήσεις να συνεχίσουν να πληρώνουν μισθούς ακόμη και όταν οι εργαζόμενοι δεν εργάζονται -βοηθώντας ταυτόχρονα τα νοικοκυριά να διατηρήσουν τα εισοδήματά τους, αποτρέποντας τη διάδοση του ιού και διευκολύνοντας τις επιχειρήσεις να επανέλθουν στην παραγωγή, όταν η κρίση ξεπερασθεί. Επιπλέον, τα σχέδια διάσωσης θα πρέπει να καταρτίζονται έτσι ώστε να κατευθύνουν τις μεγαλύτερες εταιρείες στην ανταμοιβή της δημιουργίας αξίας, να αποτρέπουν τις επαναγορές ιδίων μετοχών και να ενθαρρύνουν τις επενδύσεις στη βιώσιμη ανάπτυξη με μειωμένο αποτύπωμα άνθρακα. Έχοντας δηλώσει πέρυσι ότι θα συμπεριλάβει ένα πρότυπο αξίας για τα ενδιαφερόμενα μέρη, αυτή είναι η ευκαιρία του Business Roundtable να υποστηρίξει τα λόγια του με δράση. Εάν η εταιρική Αμερική εξακολουθήσει να σέρνει τα πόδια της τώρα, θα πρέπει να ανακαλέσουμε την «μπλόφα» της. Όσον αφορά τα νοικοκυριά, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να εξετάσουν πέρα από τα δάνεια τη δυνατότητα ελάφρυνσης του χρέους, ειδικά δεδομένων των σημερινών υψηλών επιπέδων ιδιωτικού χρέους. Τουλάχιστον οι πληρωμές των πιστωτών θα πρέπει να παγώσουν έως ότου επιλυθεί η άμεση οικονομική κρίση και οι άμεσες χρηματικές εισφορές να χρησιμοποιηθούν για τα νοικοκυριά που έχουν άμεση ανάγκη.
Και οι ΗΠΑ πρέπει να προσφέρουν κυβερνητικές εγγυήσεις για να καταβάλουν το 80%-100% των μισθών των πιεσμένων εταιρειών, όπως έπραξαν το Ηνωμένο Βασίλειο και πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ασίας. Είναι επίσης καιρός να επανεξετάσουμε τις συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Πολύ συχνά αυτές οι ρυθμίσεις συμβαδίζουν περισσότερο, παρά δεν λειτουργούν. Η προσπάθεια να αναπτυχθεί ένα εμβόλιο για τον Covid-19 θα μπορούσε να είναι μια ακόμη μονόδρομη σχέση, στην οποία οι επιχειρήσεις θα αποκομίσουν μεγάλα κέρδη με την πώληση στο κοινό ενός προϊόντος που έχει γεννηθεί από έρευνα που έχει χρηματοδοτηθεί από τους φορολογούμενους. Πράγματι, παρά τις σημαντικές δημόσιες επενδύσεις των Αμερικανών φορολογουμένων στην ανάπτυξη εμβολίων, ο υπουργός Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών των ΗΠΑ, Άλεξ Αζάρ, πρόσφατα παραδέχτηκε ότι οι καινούργιες αναπτυχθείσες θεραπείες ή τα εμβόλια για τον Covid-19 ενδέχεται να μην είναι προσιτά σε όλους τους Αμερικανούς. Χρειαζόμαστε απεγνωσμένα επιχειρησιακά, κράτη που θα επενδύσουν περισσότερο στην καινοτομία -από την τεχνητή νοημοσύνη στη δημόσια υγεία έως τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Όμως, όπως μας υπενθυμίζει η κρίση, χρειαζόμαστε επίσης κράτη που ξέρουν πώς να διαπραγματευτούν, έτσι ώστε τα οφέλη των δημόσιων επενδύσεων να επιστρέψουν στο κοινό. Ένας δολοφονικός ιός έχει εκθέσει τις σημαντικές αδυναμίες στις δυτικές καπιταλιστικές οικονομίες. Τώρα που οι κυβερνήσεις βρίσκονται επί ποδός πολέμου, έχουμε την ευκαιρία να διορθώσουμε το σύστημα. Εάν δεν το κάνουμε, δεν θα έχουμε καμία πιθανότητα κατά της τρίτης μεγάλης κρίσης (κλιματικής) -ενός ολοένα και πιο ακατοίκητου πλανήτη- και όλων των μικρότερων κρίσεων που θα προκύψουν μαζί της στα χρόνια και τις δεκαετίες μπροστά μας.
* Η Μαριάνα Ματσουκάτο είναι καθηγήτρια Οικονομικών της Καινοτομίας και Δημόσιας Αξίας και διευθύντρια του Ινστιτούτου για την Καινοτομία και τον Δημόσιο Στόχο στο UCL.