Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Κοκκαλιάρη
[email protected]
Στην «εντατική» οδηγεί την οικονομία ο κορονοϊός, με τη δόση του φαρμάκου να είναι ακόμα δύσκολο να προσδιοριστεί. Η διάρκεια της επιβολής περιοριστικών μέτρων παραμένει ασαφής και κατ’ επέκταση δεν μπορεί να υπολογιστεί το σύνολο των παρεμβάσεων που θα απαιτηθούν.
Σε αυτή τη φάση γίνεται σχεδιασμός μέρα με τη μέρα, καθώς το τοπίο παραμένει θολό όχι μόνο εντός συνόρων, αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Προς το παρόν έχει εκπονηθεί από την κυβέρνηση ένα σχέδιο δράσης δημοσιονομικού κόστους 6,8 δισεκατομμυρίων ευρώ, ωστόσο δεδομένο θεωρείται πως θα απαιτηθούν νέα μέτρα.
Ενδεικτικό της έκτασης των παρεμβάσεων για να περιοριστούν οι οικονομικές συνέπειες του κορονοϊού είναι πως χρειάζεται «κάλυψη» για οκτώ στους δέκα μισθωτούς και τρεις στους τέσσερις ελεύθερους επαγγελματίες. Η πλειοψηφία αυτών των ρυθμίσεων θα χρειαστεί να παραταθεί και τον Μάιο, ενώ μεγάλοι κλάδοι της οικονομίας (όπως ο τουρισμός) έχουν ανάγκη από γενναία στήριξη για να αντέξουν την επόμενη μέρα. Ακόμα και στο αισιόδοξο σενάριο της επιστροφής στην οικονομική κανονικότητα τον επόμενο μήνα, τίποτα δεν θα είναι ίδιο και δεν πρέπει να καλλιεργούνται αυταπάτες.
Η μέρα που τα μαγαζιά θα ανεβάσουν ρολά δεν θα έχει καμία σχέση με την προ κορονοϊού εποχή. Η συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης μισθωτών και αυτοαπασχολουμένων θα επηρεάσει όπως είναι φυσικό και τον τζίρο, ενώ η έλλειψη τουριστών περιορίζει δραματικά τα περιθώρια για… ζεστό χρήμα.
Μέσα σε αυτό το ζοφερό τοπίο η Ευρώπη μοιάζει ανίκανη να αντιδράσει. Το ευρωομόλογο μπορεί να έχει «ψήφο εμπιστοσύνης» από εννιά κράτη (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα), ωστόσο το σχέδιο προσκρούει στο ισχυρό «μπλοκ» του Βορρά. Για άλλη μια φορά η Γερμανία και οι παραδοσιακοί της «σύμμαχοι» στα ευρωπαϊκά τραπέζια αρνούνται να πάρουν τολμηρές αποφάσεις, με αποτέλεσμα να ελλοχεύει ο κίνδυνος ενός νέου κύματος ευρωσκεπτικισμού, κυρίως στον Νότο.
Αυτή η αναβλητικότητα σε καμία περίπτωση δεν βοηθάει τον «μεγάλο ασθενή», που είναι η οικονομία. Η νίκη στη μάχη ενάντια στον κορονοϊό πρέπει να οδηγήσει τους Ευρωπαίους πολίτες σε ένα ασφαλές «ξέφωτο» και όχι σε μία οικονομική «αρένα» με νέες περιοριστικές πολιτικές και μέτρα λιτότητας.