Από την έντυπη έκδοση
Του Πάνου Φ. Κακούρη
[email protected]
Οι στόχοι για τα υπερπλεονάσματα του 3,5% του ΑΕΠ τελείωσαν. Όχι λόγω της καλής διάθεσης των δανειστών, αλλά λόγω του κορονοϊού. Αυτό είναι μια πραγματικότητα, την οποία πρέπει να συνειδητοποιήσουν στις Βρυξέλλες και να τη μεταφέρουν στην τρόικα ή το κουαρτέτο, ή όπως αλλιώς λέγεται πλέον. Θα αναρωτηθεί κάποιος, μα, αυτό είναι αυτονόητο. Κι όμως από τη δεκαετή εμπειρία της εποπτείας της ελληνικής οικονομίας από την Κομισιόν, το ΔΝΤ και την ΕΚΤ προκύπτει ότι δεν ισχύουν τα αυτονόητα.
Όταν κάποιο θετικό μέτρο προωθείτο για όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, υπήρχε ο αστερίσκος ότι εξαιρείται η Ελλάδα, που είναι σε πρόγραμμα. Παράδειγμα, δεν επιτρέπονταν προσλήψεις προσωπικού στην Υγεία, την Άμυνα και η χώρα υποχρεώθηκε να μειώσει τις δαπάνες για τους δύο αυτούς τομείς. Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, που, λόγω του κορωνοϊού και του προσφυγικού, αποδεικνύεται ότι οι συγκεκριμένοι τομείς θα έπρεπε να είχαν εξαιρεθεί των μέτρων λιτότητας, γιατί οι υποδομές δεν χτίζονται από τη μία μέρα στην άλλη. Ας έρθουμε όμως στο σήμερα.
Η Κομισιόν δρομολογεί μέτρα-αντίδοτα στον κορωνοϊό, για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής οικονομίας που δέχεται ισχυρό πλήγμα και ταυτόχρονα αποφάσισε τη χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων.
Στο σημερινό Eurogroup ίσως εξειδικευτεί η πρώτη φάση των μέτρων και αναμένουμε με ενδιαφέρον τις αποφάσεις. Η Ελλάδα, βάσει του πλαισίου της μεταμνημονιακής εποπτείας, υποχρεούται να παρουσιάζει πλεονάσματα ύψους 3,5% του ΑΕΠ μέχρι και το έτος 2022 και το κατάφερε με ιδιαίτερη επιτυχία την τελευταία τριετία, αφού «μάτωνε» η οικονομία. Για φέτος, όμως, δεν φαντάζομαι πως οι Ευρωπαίοι εταίροι-δανειστές, συνεπικουρούμενοι από το ΔΝΤ, θα επιμείνουν στην άφρονα πολιτική των υπερπλεονασμάτων. Δεν είναι δυνατόν, στην οικονομική λαίλαπα που προκαλεί η πανδημία του κορονοϊού, να ζητήσουν από την Ελλάδα να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3,5% του ΑΕΠ, επειδή ο στόχος συμφωνήθηκε σε άλλη περίοδο, υπό άλλες συνθήκες.
Η επιδημία πλήττει βαριά και την ελληνική οικονομία και αναμένεται να επιβραδυνθεί -στην καλύτερη περίπτωση- η ανάπτυξη. Παράλληλα, δεκάδες κλάδοι και οι χιλιάδες εργαζόμενοι σε αυτούς θα χρειαστούν ουσιαστική στήριξη, ώστε να αντέξουν στην κρίση, να μη μονιμοποιηθούν τα «λουκέτα» και να μην επιστρέψει η οικονομία στα πρόθυρα των μνημονίων. Όλα αυτά έχουν υψηλό κόστος, το οποίο δεν χωράει στους στόχους για πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ και ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας πρέπει να το ξεκαθαρίσει.