Τα νέα δεδομένα που καταγράφονται σ’ όλο τον πλανήτη, όσον αφορά τον κορωνοϊό, παραθέτει ο καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρύτανης, Θάνος Δημόπουλος.
Ταξιδιωτική οδηγία στις ΗΠΑ
O Οργανισμός Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων των ΗΠΑ (CDC) εξέδωσε ταξιδιωτική οδηγία σύμφωνα με την οποία:
- Κατατάσσει τις χώρες Κίνα, Ιράν και Νότια Κορέα στο επίπεδο 3, δηλαδή συνιστά σε όλους τους ταξιδιώτες να μην ταξιδεύουν προς τις χώρες αυτές αν δεν είναι απαραίτητο. Επίσης, ειδικά οι ηλικιωμένοι και οι ασθενείς με χρόνιες νόσους είναι σε αυξημένο κίνδυνο σοβαρής ασθένειας. Οι ταξιδιώτες πρέπει να αποφεύγουν επαφή με νοσούντες και να πλένουν τα χέρια τους συχνά με σαπούνι και νερό για 20 δευτερόλεπτα τουλάχιστον, ή χρησιμοποιώντας ένα αντισηπτικό με 60% – 95% περιεκτικότητα αλκοόλ. Μόλις γυρίσουν πίσω στις ΗΠΑ, θα πρέπει να παραμείνουν στο σπίτι για 14 ημέρες και να απομονωθούν. Όσοι από αυτούς εμφανίσουν πυρετό, βήχα ή δύσπνοια, θα πρέπει να επικοινωνήσουν με τις αρμόδιες αρχές, πριν αναζητήσουν ιατρική φροντίδα.
- Κατατάσσει την Ιαπωνία στο επίπεδο 2, δηλαδή συνιστά στους ηλικιωμένους ταξιδιώτες και σε ασθενείς με χρόνιες νόσους να μην ταξιδεύουν προς τις χώρες αυτές αν δεν είναι απαραίτητο. Οι ταξιδιώτες πρέπει να αποφεύγουν επαφή με νοσούντες και να πλένουν τα χέρια τους συχνά με σαπούνι και νερό για 20 δευτερόλεπτα τουλάχιστον, ή χρησιμοποιώντας ένα αντισηπτικό με 60%–95% περιεκτικότητα αλκοόλ. Μόλις γυρίσουν πίσω στις ΗΠΑ, θα πρέπει να παρακολουθούν στενά την υγεία τους.
Αναφορές κινδύνου από το ECDC
Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC) αξιολογεί καθημερινά τον κίνδυνο λοίμωξης από τον νέο κορωνοϊό και εκδίδει καθημερινές αναφορές κινδύνου:
- Ο κίνδυνος λοίμωξης από COVID-19 για τους πολίτες της Ευρώπης θεωρείται μέτριος προς υψηλός. Η συντριπτική πλειοψηφία των μέχρι σήμερα διαγνωσμένων περιστατικών είχαν ιστορικό ταξιδιού στην Ιταλία ή σε άλλες χώρες με συρροή κρουσμάτων ή είχαν έρθει σε επαφή με επιβεβαιωμένα κρούσματα που είχαν ταξιδέψει. Ωστόσο, υπάρχουν και περιπτώσεις όπου η αλυσίδα μετάδοσης δεν είναι σαφής και αυτό προκαλεί ανησυχία για τη δυναμικότητα μετάδοσης του SARS-CoV-2.
- Ο κίνδυνος λοίμωξης θεωρείται χαμηλός προς μέτριος σε χώρες της Ευρώπης χωρίς επιβεβαιωμένα κρούσματα ή με πολλαπλά εισαγόμενα κρούσματα ή με περιορισμένη τοπική μετάδοση. Βεβαίως αυτό προϋποθέτει την αυστηρή επιδημιολογική επιτήρηση του COVID-19 από τις αρμόδιες υγειονομικές αρχές στις χώρες αυτές.
- Ο κίνδυνος λοίμωξης θεωρείται υψηλός σε περιοχές με εκτεταμένη τοπική μετάδοση. Επιπλέον, δεν είναι σαφές πόσα ασυμπτωματικά ή ολιγοσυμπτωματικά άτομα παραμένουν αδιάγνωστα ενώ συμβάλλουν στη μετάδοση.
- Ο κίνδυνος εμφάνισης συρροής κρουσμάτων και σε επιπλέον χώρες της Ευρώπης θεωρείται μέτριος προς υψηλός. Όπως και στην περίπτωση της χώρας μας, η «εισαγωγή» κρουσμάτων από άλλες χώρες μπορεί να προκαλέσει με σχετική ευκολία στη συρροή περιστατικών. Η πραγματική πρόκληση έγκειται στην έγκαιρη αναγνώριση, ιχνηλάτηση και απομόνωση, στην προστασία των πιο ευπαθών ομάδων του πληθυσμού και στην πρόληψη της έκθεσης του υγειονομικού προσωπικού.
- Ο κίνδυνος εκτεταμένης και παρατεινόμενης μετάδοσης του COVID-19 στην Ευρώπη τις επόμενες εβδομάδες είναι μέτριος προς υψηλός. Όλο και περισσότερες χώρες ανακοινώνουν νέα κρούσματα και συρροή κρουσμάτων, καθώς και κρούσματα που είχαν ταξιδέψει σε χώρες που μέχρι πρότινος δεν είχαν μεγάλο αριθμό καταγεγραμμένων κρουσμάτων όπως το Ισραήλ. Τα μέτρα απομόνωσης και περιορισμού είναι πολύ σημαντικά και επιβραδύνουν την εξέλιξη της επιδημίας αλλά δε φαίνεται να την αναχαιτίζουν πλήρως.
- Ο κίνδυνος για την επιβάρυνση του συστήματος υγείας στην Ευρώπη τις επόμενες εβδομάδες θεωρείται μέτριος προς υψηλός. Η προβλεπόμενη αύξηση των κρουσμάτων, η ανάγκη για έλεγχο πολλαπλάσιου αριθμού δειγμάτων και η νοσηλεία μεγάλου αριθμού ασθενών αποτελούν πρόκληση για την ανταπόκριση των εθνικών συστημάτων υγείας.
Επιδημιολογικά δεδομένα από την Κίνα
Σημαντικά επιδημιολογικά δεδομένα δίνει ο Οργανισμός Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων στην Κίνα (CDC). Τα σημαντικότερα στοιχεία συνοψίζονται στα εξής:
- Από τις 72.314 περιπτώσεις, το 62% ήταν επιβεβαιωμένα κρούσματα, το 22% ήταν ύποπτα κρούσματα, το 15% είχαν διαγνωσθεί μόνο με βάση την κλινική εικόνα και το 1% ήταν ασυμπτωματικοί φορείς. Τα περισσότερα περιστατικά ανήκαν στην ηλικιακή ομάδα 30-70 (87%), και ακολουθούσε η ηλικιακή ομάδα 20-29 (8%), άνω των 80 (3%), 10-19 (1%) και κάτω των 10 (1%).
- Στο 81% των περιπτώσεων τα συμπτώματα ήταν ήπια, ενώ το 14% εμφάνισε σοβαρή συμπτωματολογία και η κατάσταση θεωρήθηκε κρίσιμη στο 5%. Το ποσοστό θνητότητας υπολογίστηκε στο 2,3%, αλλά ήταν 14,8% στις ηλικίες άνω των 80,8% για τις ηλικίες 70-79 και 49% για τα κρούσματα σε κρίσιμη κατάσταση.
- Σημαντικό είναι ότι το 3,8% των περιπτώσεων ήταν εργαζόμενοι σε υγειονομικές δομές και από αυτούς το 14,8% ήταν σε σοβαρή ή κρίσιμη κατάσταση, ενώ καταγράφηκαν και 5 θάνατοι. Αυτά τα στοιχεία τονίζουν την αναγκαιότητα πρόνοιας και αυστηρής επιτήρησης των μέτρων ατομικής προστασίας σε όλες τις υγειονομικές δομές.
Κορωνοϊός και παιδιά
Μέχρι πρόσφατα, υπήρχε η εκτίμηση ότι τα παιδιά έχουν πολύ μικρότερες πιθανότητες να εμφανίσουν σοβαρά συμπτώματα όταν μολυνθούν, σε σχέση με τους μεγαλύτερης ηλικίας ανθρώπους. Όμως δεν ήταν σαφές αν τα παιδιά κολλάνε πιο δύσκολα το νέο κορωνοϊό ή αν ο οργανισμός τους καταπολεμά πιο αποτελεσματικά τη λοίμωξη.
Σύμφωνα με δήλωση του επιδημιολόγου Τζάστιν Λέσλερ της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Johns Hopkins της Βαλτιμόρης στο περιοδικό Nature, τα παιδιά είναι εξίσου πιθανό να μολυνθούν αλλά δεν εμφανίζουν σοβαρά συμπτώματα και επιπλοκές. Στη μελέτη παρακολουθήθηκαν 391 διαγνωσθέντες με Covid-19, καθώς και 1.286 στενές επαφές τους με βάση την αντίστοιχη ιχνηλάτηση.
Τα παιδιά κάτω των 10 ετών που εκτίθενται στον ιό, έχουν σχεδόν τον ίδιο κίνδυνο να μολυνθούν σε σύγκριση με τους μεγαλύτερους. Από τα μικρά παιδιά που περιλαμβάνονταν στην ομάδα των στενών επαφών των ασθενών, το 7% διαγνώστηκαν στη συνέχεια με τον ιό, έναντι 8% μεταξύ των ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας. Ωστόσο, δεν έχει αποσαφηνιστεί ο ρόλος των παιδιών στην αλυσίδα μετάδοσης, αν και με βάση τα έως τώρα δεδομένα φαίνεται ότι το κλείσιμο των σχολικών μονάδων όταν και όπου κριθεί απαραίτητο συμβάλλει τουλάχιστον στην καθυστέρηση της μετάδοσης. Να υπογραμμιστεί ότι στην Κίνα δεν παρατηρήθηκε κανένας θάνατος σε παιδιά κάτω των 9 ετών.
Κορωνοϊός και εγκυμοσύνη
Επίσης, όσον αφορά στην εγκυμοσύνη το CDC των ΗΠΑ αναφέρει ότι δεν υπάρχουν πληροφορίες από δημοσιευμένες επιστημονικές εκθέσεις σχετικά με την ευαισθησία των εγκύων γυναικών στο COVID-19. Οι έγκυες γυναίκες παρουσιάζουν ανοσολογικές και φυσιολογικές αλλαγές που θα μπορούσαν να τις καταστήσουν πιο ευαίσθητες στις ιογενείς αναπνευστικές λοιμώξεις, συμπεριλαμβανομένου του COVID-19. Οι έγκυες γυναίκες ενδέχεται επίσης να διατρέχουν κίνδυνο σοβαρών ασθενειών, νοσηρότητας ή θνησιμότητας σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό, όπως παρατηρήθηκε σε περιπτώσεις άλλων σχετιζόμενων λοιμώξεων από κορωνοϊό και άλλες ιογενείς αναπνευστικές λοιμώξεις, όπως η γρίπη, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Επίσης, δεν υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με τα ανεπιθύμητα αποτελέσματα εγκυμοσύνης σε εγκύους με το COVID-19. Το αν η έγκυος γυναίκα με COVID-19 μπορεί να μεταδώσει τον ιό που προκαλεί τη λοίμωξη COVID-19 στο έμβρυο ή το νεογνό μέσω άλλων οδών κάθετης μετάδοσης (πριν, κατά τη διάρκεια ή μετά τον τοκετό) είναι ακόμη άγνωστο. Ωστόσο, σε πρόσφατα δημοσιευμένες μικρές σειρές περιστατικών βρεφών που γεννήθηκαν από μητέρες με το COVID-19 σε κανένα από τα βρέφη δεν ανιχνεύτηκε ο ιός SARS-Cov-2 που προκαλεί τη λοίμωξη COVID-19.
Επιπλέον, ο ιός δεν ανιχνεύθηκε σε δείγματα αμνιακού υγρού. Με βάση περιορισμένες αναφορές περιπτώσεων, έχουν αναφερθεί ανεπιθύμητα αποτελέσματα για τα βρέφη (π.χ. πρόωρος τοκετός) που γεννήθηκαν από μητέρες θετικές για COVID-19 κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Ωστόσο, δεν είναι ξεκάθαρο ότι αυτά τα αποτελέσματα σχετίζονταν με τη μητρική λοίμωξη και αυτή τη στιγμή δεν είναι γνωστός ο κίνδυνος αυτός.
Τέλος, δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τη μετάδοση του νέου κορωνοϊού μέσω του μητρικού γάλακτος. Σε περιορισμένες περιπτώσεις που έχουν αναφερθεί μέχρι σήμερα, δεν βρέθηκαν στοιχεία ιού στο μητρικό γάλα γυναικών με COVID-19. Ωστόσο, ανιχνεύθηκαν αντισώματα κατά του SARS-CoV-2 σε τουλάχιστον ένα δείγμα.
Διεθνής προσπάθεια αντιμετώπισης της επιδημίας
Είναι σημαντική η διεθνής προσπάθεια για την ανάπτυξη εμβολίων έναντι του SARS-CoV-2 και ήδη έχει προγραμματιστεί η έναρξη κλινικών μελετών φάσης 1 εντός της άνοιξης για τουλάχιστον δύο υποψήφια εμβόλια. Η βιοπληροφορική και οι νέες τεχνολογίες όπως πλατφόρμες νανοσωματιδίων ανασυνδυασμένων πρωτεϊνών και εμβόλια αγγελιαφόρου RNA, παρέχουν σημαντικές προοπτικές ερευνητικής δραστηριότητας και επιλογής του καταλληλότερου εμβολίου.
Βεβαίως, ακόμα και με ενθαρρυντικά αποτελέσματα και επιταχυνόμενη διαδικασία έγκρισης δεν αναμένουμε να υπάρχει ευρέως διαθέσιμο εμβόλιο σε λιγότερο από μερικούς μήνες με ένα έτος από σήμερα. Βέβαια αυτό τελεί υπό την προαίρεση ότι ο ιός SARS-Cov-2 δεν θα υποστεί μεταλλάξεις μέσα στους προτεινόμενους επιτόπους-στόχους.
Για τον λόγο αυτό, η διαρκής μοριακή ταυτοποίηση των στελεχών του ιού που αναγνωρίζονται στους ασθενείς καθώς εξαπλώνεται η επιδημία έχει ιδιαίτερη σημασία για την καθοδήγηση της ανάπτυξης νέων εμβολίων.
«Συμπυκνώνοντας τα διαθέσιμα στοιχεία, μπορούμε να πούμε ότι σταδιακά γίνεται ενδελεχής επιδημιολογική ανάλυση των στοιχείων από την Κίνα κυρίως, αλλά και ταυτόχρονα είναι έκδηλη η προσπάθεια να δοθούν συστάσεις σε ειδικές ομάδες, όπως τους ηλικιωμένους, τα παιδιά, τις εγκυμονούσες και τους ασθενείς με χρόνια νοσήματα. Οι θεραπευτικές προσπάθειες είναι πολλές, αλλά χρειάζεται κάποιος χρόνος για την πραγματοποίηση κλινικών μελετών πριν φθάσουν στην έγκριση, στην παραγωγή και την ευρεία χρήση. Ο COVID-19 προκαλεί παγκόσμια ανησυχία λόγω της έλλειψης πρότερης εμπειρίας και γνώσης. Ωστόσο, είναι σωστό τα νέα στοιχεία να τα κρίνουμε με βάση τη σφαιρική εικόνα. Στη χώρα μας, όπως και στον υπόλοιπο Δυτικό κόσμο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι βασικές αιτίες θανάτου παραμένουν τα χρόνια μη μεταδοτικά νοσήματα, όπως τα καρδιαγγειακά, ο καρκίνος και τα τροχαία ατυχήματα, καθώς και ότι ο ιός της γρίπης κάθε έτος μπορεί να κοστίζει τη ζωή κατά μέσο όρο σε 100 Έλληνες» επισημαίνει ο κ. Δημόπουλος.