Η ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη διοχέτευση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή ακόμα και νομιμοποιημένων εσόδων από παράνομες δραστηριότητες με σκοπό την τρομοκρατία μπορεί να προκαλέσει σοβαρούς κινδύνους στην ακεραιότητα, στην ορθή λειτουργία, στη φήμη και στη σταθερότητα του συστήματος.
Ως εκ τούτου η προστασία του από τους κινδύνους αυτούς είναι ιδιαίτερα σημαντική για τη λειτουργία του. Για την ανάπτυξη όμως αποτελεσματικών στρατηγικών για την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας είναι απαραίτητη η συνεργασία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς αυτά διαθέτουν ουσιώδεις πληροφορίες για συναλλαγές, οι οποίες μπορεί να υποκρύπτουν εγκληματικές δραστηριότητες.
Η υλοποίηση ενός αποτελεσματικού μηχανισμού παροχής πληροφοριών για τις ύποπτες συναλλαγές από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, δημιούργησε την ανάγκη σύστασης σε κάθε χώρα ενός κεντρικού φορέα για τη συγκέντρωση, επεξεργασία και διαβίβαση στις αρμόδιες αρχές αυτών των πληροφοριών.
Για το σκοπό αυτό ιδρύθηκαν στις αρχές του 1990 οι πρώτες Μονάδες Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών - ΜΧΠ (Financial Intelligence Units - FIU), οι οποίες αποτελούν τον κεντρικό εθνικό φορέα συγκέντρωσης, ανάλυσης και διαβίβασης προς τις αρμόδιες αρχές των αναφορών για ύποπτες συναλλαγές καθώς και άλλων πληροφοριών σχετικά με την ενδεχόμενη νομιμοποίηση παράνομων εσόδων ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.
Οι φορείς αυτοί αποτελούν τη βάση ενός διεθνούς συστήματος συγκέντρωσης και ανάλυσης αναφορών ύποπτων συναλλαγών και διαβίβασης των πορισμάτων τους στις αρμόδιες αρχές στα πλαίσια της διεθνούς προσπάθειας για την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Η ίδρυσή τους προβλέπεται από τις συστάσεις της Διεθνούς Ομάδας Δράσης για την Πρόληψη της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες (FATF)1 και η λειτουργία τους διέπεται από το πλαίσιο αρχών της Egmont Group2.
Η σημασία τους έχει αναγνωρισθεί από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και την Παγκόσμια Τράπεζα, τα οποία παρέχουν τεχνική βοήθεια σε όσες χώρες το επιθυμούν για τη δημιουργία και αναβάθμιση των αντίστοιχων φορέων τους. Τέλος οι φορείς αυτοί υπόκεινται σε αξιολόγηση τόσο από τη FATF, όσο και από το ΔΝΤ.
Το 2003 η FATF διατύπωσε ένα αναθεωρημένο σύνολο συστάσεων για την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που για πρώτη φορά περιελάμβανε ρητές συστάσεις για την ίδρυση και λειτουργία των ΜΧΠ. Το Μάρτιο 2004 τα Εκτελεστικά Συμβούλια του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας υιοθέτησαν χωρίς όρους τις συστάσεις της FATF του 2003 ως το νέο πρότυπο των ΜΧΠ καθώς και μια συγκεκριμένη μεθοδολογία για την αξιολόγησή του. Η αξιολόγηση του νέου αυτού προτύπου αποτελεί πλέον πάγια συνιστώσα της αξιολόγησης του πλαισίου για την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που γίνεται και από τους δύο αυτούς οργανισμούς.
Ο θεσμός των ΜΧΠ υφίσταται για περισσότερα από δέκα χρόνια. Σύμφωνα με την Egmont Group, τον άτυπο διεθνή οργανισμό των ΜΧΠ, η ΜΧΠ κάθε χώρας λειτουργεί ως το εθνικό κέντρο για
(α) τη συγκέντρωση,
(β) την ανάλυση και
(γ) τη διαβίβαση των πορισμάτων τους που αφορούν στο ξέπλυμα χρήματος και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας στις αρμόδιες αρχές.
Οι περισσότερες χώρες έχουν συστήσει ΜΧΠ στις οποίες έχουν αποδώσει τις τρεις βασικές λειτουργίες που περιλαμβάνονται στον ορισμό μιας ΜΧΠ.
Ο τρόπος λειτουργίας κάθε ΜΧΠ ποικίλλει σημαντικά από χώρα σε χώρα, τόσο λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών κάθε χώρας, όσο και από την έλλειψη ενός διεθνώς αποδεκτού μοντέλου λειτουργίας μιας ΜΧΠ.
Για την αποδοχή μιας ΜΧΠ στην Egmont Group ακολουθείται συγκεκριμένη τυπική διαδικασία για να πιστοποιηθεί αν η συγκεκριμένη ΜΧΠ πληροί τον ορισμό της Egmont Group. Πρέπει να σημειωθεί ότι μέχρι σήμερα έχουν γίνει αποδεκτές στην Egmont Group οι αντίστοιχες μονάδες 106 χωρών, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας.
Κατά την αξιολόγηση των αναφορών ύποπτων συναλλαγών που τους υποβάλλονται οι ΜΧΠ έχουν δικαίωμα πρόσβασης σε πρόσθετα στοιχεία, τόσο από τα δικά τους αρχεία, όσο και από δημόσια διαθέσιμες πηγές, κρατικές βάσεις δεδομένων και πληροφορίες από ΜΧΠ άλλων χωρών. Επίσης κατά τη διαδικασία αυτή δεν ισχύει το φορολογικό και τραπεζικό απόρρητο.
Ο βασικός σκοπός της υποχρέωσης αναφοράς σύμφωνα με τις συστάσεις της FATF του 1996 είναι η παροχή στην αντίστοιχη εθνική ΜΧΠ πληροφοριών που σχετίζονται με ύποπτες συναλλαγές νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Το εύρος των εγκληματικών δραστηριοτήτων για τις οποίες απαιτείται υποχρέωση αναφοράς των συναλλαγών με τις οποίες σχετίζονται, ποικίλλει από χώρα σε χώρα. Οι εγκληματικές δραστηριότητες για τις οποίες, από τη FATF υπάρχει υποχρέωση υποβολής αναφοράς καθώς και τα πρόσωπα, τα οποία είναι υποχρεωμένα να υποβάλουν αναφορές για ύποπτες συναλλαγές στην ΜΧΠ, είναι οι ακόλουθες.
Εγκληματικές δραστηριότητες: Συμμετοχή σε οργανωμένη εγκληματική ομάδα, τρομοκρατία περιλαμβανομένης της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, εμπορία ανθρώπων και λαθρομετανάστευση, σεξουαλική εκμετάλλευση περιλαμβανομένης της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών, παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτροπικών ουσιών, παράνομη διακίνηση όπλων, παράνομη διακίνηση κλοπιμαίων και άλλων αγαθών, διαφθορά και δωροδοκία, απάτη, παραχάραξη νομισμάτων, παραχάραξη και πειρατεία προϊόντων, περιβαλλοντικό έγκλημα, φόνος, σοβαρή σωματική βλάβη, απαγωγή παράνομη κράτηση και ομηρία, ληστεία ή κλοπή, λαθρεμπόριο, εκβίαση, πλαστογραφία, πειρατεία και εσωτερική πληροφόρηση και χειραγώγηση της αγοράς.
Υπόχρεα πρόσωπα:
(α) Τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί (τράπεζες, ΕΠΕΥ και ασφαλιστικές εταιρείες) και
(β) Μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις και επαγγέλματα, όπως καζίνο, κτηματομεσίτες και έμποροι πολύτιμων μετάλλων και λίθων, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, και άλλοι ανεξάρτητοι επαγγελματίες και λογιστές, καταπιστεύματα και εταιρείες παροχής υπηρεσιών και άλλοι.
Όσον αφορά στην Ελλάδα η σύσταση και η λειτουργία της αντίστοιχης Μονάδας Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών διέπονται από τις διατάξεις των Ν.2331/95 και Ν.3424/05. Συγκεκριμένα προβλέπεται η σύσταση Ανεξάρτητης Διοικητικής Αρχής με την επωνυμία «Εθνική Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες», η οποία εδρεύει στην Αθήνα και έχει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια. Η σύνθεση της Αρχής, η οργανωτική της δομή και ο τρόπος λειτουργίας της καθορίζονται με υπουργικές αποφάσεις.
Η Αρχή συγκροτείται από Πρόεδρο και έντεκα Μέλη. Η θητεία του Προέδρου και των Μελών της Αρχής είναι τριετής, η οποία μπορεί να ανανεωθεί. Πρόεδρος της Αρχής διορίζεται επί τιμή Ανώτατος Δικαστικός ή Εισαγγελικός Λειτουργός ή πρόσωπο εγνωσμένου κύρους, ευρείας κοινωνικής αποδοχής και εμπειρίας στο χρηματοπιστωτικό τομέα.
Ο πρόεδρος επιλέγεται και διορίζεται από το υπουργικό συμβούλιο, ύστερα από πρόταση των υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης και γνώμη της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής. Τα μέλη της Αρχής και οι αναπληρωτές τους διορίζονται με κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της κυβερνήσεως.
Από αυτά δύο ορίζονται από τον υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών και από ένα από τους υπουργούς Εθνικής ¶μυνας, Δικαιοσύνης, Δημόσιας Τάξης και Εμπορικής Ναυτιλίας, τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, το διοικητικό συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, το διοικητικό συμβούλιο της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης, το διοικητικό συμβούλιο της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων και τον πρόεδρο της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών.
Η Αρχή υποστηρίζεται από επιστημονικό, διοικητικό και βοηθητικό προσωπικό που αποσπάται από τα υπουργεία και τους δημόσιους φορείς από τους οποίους ορίζονται τα μέλη της.
Ο πρόεδρος αναθέτει τις υποθέσεις της Αρχής σε ένα ή περισσότερα μέλη ανάλογα με τη σοβαρότητα της υπόθεσης και σε ένα ή περισσότερους υπαλλήλους. Επίσης ο πρόεδρος συντονίζει και διευθύνει τις προανακριτικές πράξεις και ενέργειες της Αρχής. Τα μέλη παρίστανται στις τακτικές και έκτακτες συνεδριάσεις της Αρχής μελετούν τα στοιχεία των υποθέσεων που αναλαμβάνουν και αποφασίζουν συλλογικά μαζί με τον πρόεδρο για την περαιτέρω πορεία των ερευνών ή για τη θέση των υποθέσεων στο αρχείο.
Αρμοδιότητες της Αρχής:
(1) Συγκεντρώνει, διερευνά και αξιολογεί τις πληροφορίες που διαβιβάζονται σε αυτήν και σχετίζονται με ύποπτες συναλλαγές νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
(2) Δέχεται, διερευνά και αξιολογεί κάθε πληροφορία σχετική με συναλλαγές νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες που διαβιβάζεται σε αυτήν από αλλοδαπούς φορείς, με τους οποίους και συνεργάζεται για την παροχή κάθε δυνατής συνδρομής.
(3) Έχει πρόσβαση σε κάθε μορφής αρχείο δημόσιας αρχής τήρησης και επεξεργασίας δεδομένων, περιλαμβανομένου του συστήματος Τειρεσίας. Στο πλαίσιο των ερευνών της δεν ισχύει το φορολογικό απόρρητο.
(4) Μπορεί να διενεργεί οικονομικούς ελέγχους, σε σοβαρές κατά την κρίση της περιπτώσεις, σε οποιαδήποτε δημόσια υπηρεσία ή σε οργανισμούς και επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα χωρίς προηγούμενη ενημέρωση άλλης Αρχής.
(5) Ζητά κατά τη διάρκεια των ελέγχων της προηγούμενης περίπτωσης, στοιχεία που αφορούν την κίνηση τραπεζικών λογαριασμών ή λογαριασμών άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
(6) Ζητά τη συνεργασία υπηρεσιών και οργανισμών, οποιασδήποτε μορφής και την παροχή στοιχείων ακόμα και από δικαστικές αρχές, εξ αφορμής του ελέγχου και της έρευνας στοιχείων σχετικών με εγκληματικές δραστηριότητες νομιμοποίησης εσόδων από την τέλεση των εγκλημάτων που αναφέρονται παρακάτω.
(7) Ενημερώνει εγγράφως ή με ασφαλές ηλεκτρονικό μέσο τον διαβιβάζοντα την πληροφορία ότι την έλαβε και του παρέχει άλλα σχετικά στοιχεία χωρίς όμως να παραβιάζεται το απόρρητο των προανακριτικών της ενεργειών ή να δυσχεραίνεται η άσκηση των αρμοδιοτήτων της.
(8) Αξιολογεί και διερευνά πληροφορίες και αναφορές που διαβιβάζονται σε αυτή από αρμόδιους φορείς της χώρας μας ή από τα αρμόδια όργανα διεθνών οργανισμών και αφορούν το έγκλημα της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας σύμφωνα με την αριθμ. 1373/2002 Απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και με τους Κανονισμούς του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αριθ. 467/2001, 2580/2001 και 308/2002 όπως και με κάθε άλλη συναφή προς το θέμα αυτό πράξη των διεθνών οργανισμών και λαμβάνει τα απαραίτητα σχετικά μέτρα για την εφαρμογή των ανωτέρω πράξεων.
Όταν η Αρχή θεωρήσει ότι ορισμένη σύμβαση ή συναλλαγή είναι ύποπτη για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, συντάσσει αιτιολογημένο πόρισμα και το αποστέλλει μαζί με το φάκελο της υπόθεσης στον αρμόδιο Εισαγγελέα. Σε διαφορετική περίπτωση θέτει την υπόθεση στο αρχείο από όπου μπορεί να ανασυρθεί αν συσχετισθεί με την ίδια ή με οποιαδήποτε άλλη ύποπτη σύμβαση ή συναλλαγή.
Για τα εγκλήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται από το νόμο αυτό και τα συναφή με αυτά οι υπάλληλοι της Αρχής θεωρούνται εδικοί προανακριτικοί υπάλληλοι, οι οποίοι κατά τη διενέργεια προανάκρισης εποπτεύονται από τον Πρόεδρο και τα Μέλη της Αρχής.
Εγκληματικές δραστηριότητες για τις οποίες υπάρχει υποχρέωση υποβολής αναφοράς: Εγκληματική οργάνωση, τρομοκρατικές πράξεις, χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, παθητική δωροδοκία, εμπορία ανθρώπων, απάτη με υπολογιστή, σωματεμπορία, τα εγκλήματα σχετικά με τα ναρκωτικά, τα εγκλήματα σχετικά με όπλα, πυρομαχικά και εκρηκτικές ύλες κ.λπ., τα εγκλήματα σχετικά με την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς, τα εγκλήματα σχετικά με την προστασία εξ ιοντιζουσών ακτινοβολιών, προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, δωροδοκία αλλοδαπού δημόσιου λειτουργού, δωροδοκία υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατάχρηση αγορών (είτε με κατάχρηση προνομιακής πληροφορίας, είτε με χειραγώγηση της αγοράς), κάθε αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από την τέλεσή της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ.
Πρόσωπα υπόχρεα υποβολής αναφοράς ύποπτων συναλλαγών: Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί (οι εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου, οι εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων, οι εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων σε ακίνητη περιουσία, οι εταιρείες επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία, οι εταιρείες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, οι εταιρείες επενδυτικής διαμεσολάβησης, τα ανταλλακτήρια συναλλάγματος, οι εταιρείες παροχής πιστώσεων, οι επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης στη μεταφορά κεφαλαίων, τα εγκατεστημένα στην Ελλάδα υποκαταστήματα χρηματοπιστωτικών οργανισμών οι οποίοι έχουν την έδρα τους στην αλλοδαπή, οι ασφαλιστικές εταιρείες που ασκούν ασφαλίσεις ζωής), οι εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης, οι εταιρείες πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων τρίτων, οι εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου, οι ορκωτοί λογιστές, ελεγκτές και εξωτερικοί λογιστές, καθώς και οι ελεγκτικές εταιρείες, οι φορολογικοί ή φοροτεχνικοί σύμβουλοι και οι εταιρείες φορολογικών ή φοροτεχνικών συμβούλων, οι κτηματομεσίτες και οι κτηματομεσιτικές εταιρείες, τα καζίνο, τα καζίνο του διαδικτύου (internet) και οι εταιρείες διοργάνωσης τυχερών παιχνιδιών, οι οίκοι δημοπρασίας, οι έμποροι αγαθών μεγάλης αξίας και οι εκπλειστηριαστές όταν η αξία της συναλλαγής υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ είτε η πληρωμή γίνεται εφάπαξ είτε με δόσεις, οι συμβολαιογράφοι και οι δικηγόροι όταν συμμετέχουν βοηθώντας στο σχεδιασμό ή στην υλοποίηση συγκεκριμένων συναλλαγών για τους πελάτες τους και οι ταχυδρομικές εταιρείες μόνο στην έκταση που ασκούν τη δραστηριότητα της διαμεσολάβησης στη μεταφορά κεφαλαίων.
Τα παραπάνω πρόσωπα υποχρεούνται να υποβάλλουν αναφορές ύποπτων συναλλαγών που ενδέχεται να σχετίζονται με τα ανωτέρω αδικήματα στην Εθνική Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες εκτός από τους δικηγόρους που υποβάλλουν τις αναφορές τους σε ειδική επιτροπή η σύσταση και η σύνθεση της οποίας καθορίζονται από το Νόμο.
Ειδικότερα κάθε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικός οργανισμός ορίζει ένα διευθυντικό στέλεχος, στο οποίο τα άλλα διευθυντικά στελέχη και οι υπάλληλοι αναφέρουν κάθε συναλλαγή που θεωρούν ύποπτη για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και κάθε γεγονός το οποίο λαμβάνουν γνώση λόγω της υπηρεσίας τους και το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει ένδειξη εγκληματικής δραστηριότητας.
Το αρμόδιο διευθυντικό στέλεχος ενημερώνει σχετικά την Αρχή τηλεφωνικά και με εμπιστευτικό έγγραφο παρέχοντας της συγχρόνως κάθε χρήσιμη πληροφορία ή στοιχείο, αν μετά από την εξέταση που πραγματοποιεί κρίνει ότι οι πληροφορίες και τα υπάρχοντα στοιχεία αποτελούν ένδειξη εγκληματικής δραστηριότητας.
Επίσης κάθε χρηματοπιστωτικός όμιλος ορίζει ένα διευθυντικό στέλεχος από τη μεγαλύτερη εταιρεία του ομίλου ως συντονιστή για την εξασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων που προβλέπονται από το νόμο αυτό από τις επί μέρους εταιρείες του ομίλου. Το στέλεχος αυτό συνεργάζεται και ανταλλάσσει πληροφορίες με τα αρμόδια διευθυντικά στελέχη των εταιρειών του ομίλου, λαμβάνει γνώση των τυχόν αναφορών τους προς την Αρχή και μπορεί να υποβάλει αναφορές και ο ίδιος στην αρμόδια Αρχή.
Από τα παραπάνω φαίνεται καθαρά ότι η Εθνική Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, έχει συσταθεί και λειτουργεί στα πλαίσια των αρχών της Egmont Group, της οποίας είναι μέλος.
Ως εκ τούτου ο ρόλος της εντοπίζεται στην παραλαβή (των αναφορών για ύποπτες συναλλαγές που διαβιβάζουν τα υπόχρεα προς υποβολή αναφοράς πρόσωπα), την ανάλυση τους και τη διαβίβαση του αιτιολογημένου πορίσματός της στον αρμόδιο Εισαγγελέα, ή τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο.
Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, σύμφωνα με την Οδηγία 2005/60/ΕΚ και τις σχετικές αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς είναι υποχρεωμένα να διαβαθμίζουν τους πελάτες τους και τις συναλλαγές κατά κατηγορία κινδύνου, να αξιολογούν τους πελάτες και τις συναλλαγές υψηλού κινδύνου χρησιμοποιώντας εξειδικευμένα λογισμικά συστήματα και να διαβιβάζουν τις προκύπτουσες ύποπτες συναλλαγές στην Αρχή για περαιτέρω ανάλυση και χειρισμό.
Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της, η FATF προέβη το Νοέμβριο 2006 σε αξιολόγηση του πλαισίου για την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας της χώρας μας.
Στη σχετική έκθεση που δημοσιοποιήθηκε τον Ιούνιο 2007, μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει επικυρώσει τις σχετικές διεθνείς συμβάσεις και έχει προσαρμόσει την εσωτερική της νομοθεσία, τα ληφθέντα μέτρα χρήζουν περαιτέρω βελτίωσης και ότι το προληπτικό σύστημα του χρηματοπιστωτικού τομέα κρίνεται γενικά ανεπαρκές.
Ειδικότερα για την ελληνική ΜΧΠ, στην έκθεση διατυπώνονται αμφιβολίες για την ικανότητα της να εκπληρώσει αποτελεσματικά το έργο της λόγω της υπάρχουσας δομής της (κατά την εποχή της αξιολόγησης), παρά το γεγονός ότι έχει περιβληθεί με σημαντικές εξουσίες και αρμοδιότητες.
--------------------
(1) Η FATF (Financial Action Task Force) ιδρύθηκε το 1989 στη διάσκεψη της G-7 στο Παρίσι, όπου και εδρεύει. Είναι ένα διακρατικό όργανο, το οποίο καθιερώνει πρότυπα και προωθεί πολιτικές για την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Έχει υιοθετήσει 40 συστάσεις, οι οποίες αποτελούν το βασικό πλαίσιο των προσπαθειών για την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος και έχουν διεθνή εφαρμογή. Από το 2001 στους σκοπούς της FATF περιλήφθηκε και η καταπολέμηση της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και για το σκοπό αυτό υιοθετήθηκαν 9 επιπλέον σχετικές συστάσεις.
(2) Η Egmont Group αποτελεί μια άτυπη ομάδα για την ενεργοποίηση της διεθνούς συνεργασίας και την ανάπτυξη ενός δικτύου ΜΧΠ. Ιδρύθηκε το 1995 σε σύσκεψη των ΜΧΠ ορισμένων χωρών στο Ανάκτορο Egmont Arenberg στις Βρυξέλλες. Η Egmont Group συνέρχεται τακτικά για την εύρεση τρόπων συνεργασίας και ειδικότερα για την ανταλλαγή πληροφοριών, την εκπαίδευση και την ανταλλαγή εμπειριών.
ΠΗΓΕΣ
1. Οι Ν. 2331/1995 και Ν. 3424/2005 και Υπουργικές Αποφάσεις (ΦΕΚ 721 & 1549/2006).
2. Οι Συστάσεις και άλλα Κείμενα της FATF.
3. Η Οδηγία 2005/60/ΕΚ.
4. Η Απόφαση 231/4/13.10.2006 της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος.
5. Η Απόφαση 23/404/22.11.2006 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
6. FATF : "Third Mutual Evaluation on Anti-Money Laundering and Combating the Finance of Terrorism", 29 June 2007.
7. International Monetary Fund : "Financial Intelligence Units : An Overview", 23.7.2004.
ΚΩΣΤΑΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, συγγραφέας μαθηματικός, στατιστικολόγος και αναλογιστής, και Υποδ/ντής - Σύμβουλος Διοίκησης στην ΑΤΕbank, ενώ διετέλεσε για πολλά χρόνια Αρμόδιο Διευθυντικό Στέλεχος του Ν.2331/95.