Της Ανθής Αγγελοπούλου
Συγκεκριμένο χρόνο διαπραγμάτευσης για την αποζημίωση των φαρμάκων, συγκρότηση οργανισμού Health Technology Assessment – HTA, όρια για τα ακριβά φάρμακα στη διαπραγμάτευση, κατάργηση του ΙΦΕΤ και μια ολοκληρωμένη στρατηγική για το φάρμακο είναι μερικές από τις προτάσεις που κατέθεσε στην ομιλία του στο συνέδριο Health Technology Assessment – HTA που έγινε χθες στην Αθήνα, ο καθηγητής του London School of Economics, Πάνος Καναβός.
Όπως ανέφερε ο κ. Καναβός, η τάση στην αγορά διεθνώς, είναι η εισαγωγή νέων θεραπειών, συμπεριλαμβανομένων των κυτταρικών και γονιδιακών θεραπειών, οι οποίες είναι μεν ελπιδοφόρες ωστόσο, προκαλούν ανησυχία για τη βιωσιμότητα των συστημάτων υγείας λόγω του υψηλού κόστους τους. Φάρμακα των οποίων οι τιμή για μία και μόνο χορήγηση ξεπερνούν σε κόστος τα 2 εκατ. δολάρια είναι πλέον γεγονός. Όμως οι περιορισμένοι προϋπολογισμοί υγείας, οι οποίοι συρρικνώνονται με το πέρασμα του χρόνου ακόμα περισσότερο, δεν διευκολύνουν την αποζημίωση αυτών των θεραπειών.
Η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε ένα «σκόπελο» και σύμφωνα με τον καθηγητή χρειάζονται συντονισμένες προσπάθειες και κινήσεις για να αποκτήσει ένα συγκροτημένο σύστημα Health Technology Assessment – HTA. Πρώτα από όλα, πρέπει να μειωθεί ο χρόνος για την διαπραγμάτευση αλλά και την αποζημίωση ενός φαρμάκου. Να γίνει ταχύτερη η λειτουργία της Επιτροπής ΗΤΑ και της Επιτροπής Διαπραγμάτευσης έτσι ώστε να έχουμε 15-20 τουλάχιστον διαπραγματεύσεις ετησίως. Ωστόσο, το πιο σωστό είπε, είναι να «φύγουμε» από τη λογική της Επιτροπής, η οποία συστάθηκε πρόσφατα, στη δημιουργία Οργανισμού ΗΤΑ καθώς οι καθυστερήσεις οδηγούν σε άλλα «κανάλια», τα οποία δεν χρησιμοποιούν άλλες χώρες, όπως για παράδειγμα την πρακτική της εισαγωγής μέσω ΙΦΕΤ, πρακτική η οποία θα πρέπει να εκλείψει.
Ένα εξαιρετικά σοβαρό ερώτημα σύμφωνα με τον καθηγητή, είναι αν η Ελλάδα είναι σε θέση θα βάλει το δικό της «ταβάνι» στη διαπραγμάτευση ακριβών φαρμάκων με δεδομένο ότι αναμένονται στο άμεσο μέλλον τουλάχιστον 20-25 νέες θεραπείες. Είναι κάτι το οποίο γίνεται και σε άλλες χώρες, δηλαδή στο πόσες νέες ακριβές θεραπείες πρέπει να μπαίνουν στην αποζημίωση για να αντέξει το σύστημα υγείας. «Αυτό έχει άμεση σχέση με τη δυνατότητα του ελληνικού επιστημονικού και πολιτικού συστήματος να λέει “όχι”. Δεν είναι τυχαίο ότι σε 1.415 υπό αξιολόγηση φάρμακα που έχει εξετάσει το LSE, το 1/4 απορρίπτεται πρωτογενώς» τόνισε ο κ. Καναβός. Επίσης, συμπλήρωσε, δεν μπορεί ένα φάρμακο να έχει τιμή λίστας π.χ. 100.000 ευρώ, όταν το μέσο κόστος ασθενείας (με άμεσα και έμμεσα κόστη) είναι της τάξης μερικών χιλιάδων ευρώ. Επιπροσθέτως, όπως είπε, επιβάλλεται η Επιτροπή Διαπραγμάτευσης να γνωρίζει πέραν του θεραπευτικού οφέλους και της ασφάλειας ενός φαρμάκου στοιχεία που επικαλούνται πολλά συστήματα υγείας ανά τον κόσμο όπως είναι κοινωνικοί και δημογραφικοί παράγοντες που αφορούν το φορτίο της νόσου κ.ά.
Σύμφωνα με τον καθηγητή μεγάλη πρόκληση αποτελούν επίσης τα φάρμακα πολλαπλών ενδείξεων καθώς και των συνδυαστικών θεραπειών, όπου υπάρχει το φαινόμενο να αποζημιώνεται με πολύ υψηλή συγκριτικά τιμή το τελευταίο φάρμακο του συνδυασμού.
Τέλος, τόνισε ότι θα πρέπει να η Ελλάδα να δει ξανά μια ολοκληρωμένη πολιτική για το φάρμακο. «Εάν η χώρα δεν έχει αυτή την στρατηγική, δεν θα μπορεί να κάνει παρά ελάχιστα βήματα προς μια σωστή κατεύθυνση. Θα παραμείνει αγκυλωμένη και απλώς θα αναγνωρίζει τις σκοπιμότητες, τις νομοτέλειες και τους περιορισμούς που υπάρχουν στον χώρο, όπως κάνει εν πολλοίς μέχρι σήμερα» επεσήμανε ο κ, Καναβός.