Από την έντυπη έκδοση
Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Επανέφερε, μελέτη του ΣΕΒ, τη συζήτηση για την υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης. Σε μια φάση όπου το πολιτικό αποτέλεσμα από την παραμέλησή της (ακόμη περισσότερο από την πίεση που υπέστη από την ομολογημένη «μεροληψία» επί ΣΥΡΙΖΑ) έχει παραχθεί με την έκβαση των εκλογών του Ιουλίου 2019.
Ενώ η προσπάθεια αναστροφής της πίεσης που υπέστη η μεσαία τάξη στα χρόνια των Μνημονίων, συνολικά, συνεχίζεται μετά την υποχώρηση π.χ. του ΕΝΦΙΑ και το ξεκίνημα μείωσης της εισφοράς αλληλεγγύης. Βέβαια η άλλη πρωτοβουλία, εκείνη της μείωσης του εισαγωγικού φορολογικού συντελεστή στο 9%, «κοιτάζει» προς την άλλη κατεύθυνση -προς τα κατώτερα εισοδηματικά κλιμάκια-, ενώ και το Ασφαλιστικό Βρούτση δεν είναι βέβαιο ποιους και τι θα ωφελήσει, πέρα δηλαδή από τη δυνατότητα επιλογής ασφαλιστικής κλάσης χωρίς σύνδεση με το εισόδημα, πράγμα που αυξάνει «βαθμούς ελευθερίας» στη μεσαία τάξη.
Αφήνοντας κατά μέρος το κατά πόσο υπό τις συνθήκες προϊόντος του 21ου αιώνα και στα απόνερα της 10ετίας της κρίσης/των Μνημονίων έχει αληθινά νόημα να μιλούμε για «τάξη» -όταν, ας πούμε, η εργασιακή αβεβαιότητα, ή ακόμη και οι ανασφαλείς αποδόσεις του κεφαλαίου είναι φαινόμενα που απλώνονται σε όλο και ευρύτερο φάσμα- η συζήτηση που άνοιξε (πάλι) ο ΣΕΒ αξίζει πλησιέστερη ενασχόληση.
Πρώτον, τι είναι/τι θεωρείται ότι αποτελεί τη μεσαία τάξη. Η επιλογή κλασική: πρόκειται για εκείνα τα νοικοκυριά με εισοδήματα ανάμεσα στο 75% και το 200% του διάμεσου εισοδήματος του συνόλου των νοικοκυριών («Διάμεσο» είναι εκείνο το εισόδημα που αφήνει ακριβώς τον μισό πληθυσμό πάνω, τον μισό κάτω του. «Νοικοκυριό» είναι 2 ενήλικες + 2 παιδιά).
Εδώ, τα στοιχεία που χρησιμοποιεί ο ΣΕΒ λένε ότι, μετά την κατάρρευση του ΑΕΠ το διάμεσο εισόδημα από 30.000 ευρώ που είχε φτάσει το 2009-10, βρίσκεται πλέον κάπου στις 20.000 σήμερα, αφού είχε πιάσει πάτο στις 19.000 το 2014. (Ενδιάμεση παρατήρηση: η υποχώρηση μεγαλύτερη από τη μείωση του ΑΕΠ, συνολικά). Συνεπώς, πρώτη στάση, «μεσαία τάξη» είναι εκείνη με εισόδημα μεταξύ 14.700 και 39.300 ευρώ ετησίως (75% και 200%). Κάτω από τις 14.700 ευρώ είμαστε στα χαμηλότερα εισοδήματα - κάτω από τα 9.850 ευρώ, δε, φθάνουμε στο όριο της φτώχειας. Για τους υπολογισμούς που δίνει ο ΣΕΒ, περίπου το 50% των 4 μελών οικογενειών βρίσκεται στην κατ’ αυτόν τον τρόπο οριζόμενη μεσαία τάξη (αν πάμε σε μικτές και όχι καθαρές αποδοχές, η ψαλίδα είναι 20.000 - 60.000 ετήσιο εισόδημα).
Όμως, μια στιγμή! Στην Ελλάδα του 2020 ζούμε, και ως εισοδήματα λαμβάνονται τα φορολογητέα: δεν «μετριέται» (γιατί δεν μπορεί να μετρηθεί…) η φοροδιαφυγή/φοροαποφυγή. Η οποία δεν είναι απούσα· αντιθέτως, στα χρόνια της κρίσης αυξήθηκε τόσο στη μεσαία τάξη «αμυντικά», όσο και στα κατώτερα εισοδήματα υπό την πίεση της βαρύτατης πραγματικότητας. Υπάρχει δε και μια άλλη διάσταση -τη θυμόμαστε να τη συζητάμε με τον μακαρίτη Σάκη Καράγιωργα, όταν πριν σχεδόν 50 χρόνια έκανε εκείνη την ηρωική του προσπάθεια να μετρήσει στην Ελλάδα τις ανισότητες: δίπλα στην εισοδηματική κατάσταση, υπάρχει και η περιουσιακή! Άλλο είναι να βρίσκεσαι στο κάτω ή στο πάνω όριο της μεσαίας τάξης με ιδιοκατοίκηση, άλλο να ζεις στο νοίκι.
Ακόμη πιο έντονη η σημασία της διαφοράς άμα πάμε παρακάτω. (Χώρια που το ενδεχόμενο να βρίσκεσαι με ακίνητο -κληρονομημένο ή προηγούμενης φάσης ευημερίας- που προσπερνάει κατά πολύ τις σημερινές δυνατότητες και λειτουργεί σαν βαρίδι). Αν, δε, προστεθούν εδώ οι περιπτώσεις «κόκκινων δανείων», είτε της μεσαίας τάξης είτε των κατωτέρων -σημερινών- εισοδημάτων, πάλιν η εικόνα αλλάζει.
Πάμε όμως στην επόμενη, κύρια παρατήρηση της μελέτης ΣΕΒ (βάσει των ερευνών ΕΛΣΤΑΤ για εισοδήματα και συνθήκες διαβίωσης). Η μεσαία τάξη έχει φθάσει σήμερα να καταβάλλει 51% των φορολογικών εσόδων, ενώ προ κρίσεως κατέβαλλε 39,3%. Η ανώτερη εισοδηματική τάξη έκανε την αντίστροφη διαδρομή: αντί για 50% που κατέβαλλε προ κρίσης, σήμερα παρέχει μόλις 38,1% των φορολογικών εσόδων.
Αυτή η «μετανάστευση» -όπως την περιγράφει/ονοματίζει γλαφυρά η μελέτη του ΣΕΒ- από τα υψηλά σε χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, κυρίως με τη διατήρηση του αφορολόγητου εκεί που βρίσκεται (δηλαδή, υπό συνθήκες κρίσης, υψηλά) και με έντονη την προοδευτικότητα της φορολογικής κλίμακας, δημιούργησε εκείνο που περιγράφεται ως υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης.
Ο ίδιος ο ΣΕΒ προσέχει και, αποτιμώντας θετικά τις πρωτοβουλίες μείωσης της υπερφορολόγησης της μεσαίας τάξης, καλεί σε περιορισμό της φοροδιαφυγής και αναπτυξιακά μέτρα. Μέχρι τότε, εκείνο που θα λειτουργεί, είναι κυρίως η πολιτική πρόσληψη της υπερφορολόγησης.