Οι κλήσεις της τροχαίας και της Δημοτικής Αστυνομίας που τοποθετούνται στο παρμπρίζ των οχημάτων λόγω παράνομης στάθμευσης αυτοκινήτων επέχουν νόμιμη θέση επίδοσης, ενώ παράλληλα έχουν τον νόμιμο χαρακτήρα κλήσης του παραβάτη για υποβολή αντιρρήσεων ενώπιον των αρμοδίων οργάνων ή προσφυγής στην Δικαιοσύνη, αποφάνθηκε το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών.
Ειδικότερα, σε βάρος ιδιοκτήτη αυτοκινήτων, κατά την πενταετία 2007-2012 «κόπηκαν» συνολικά 88 κλήσεις από την τροχαία, το Αστυνομικό Τμήμα Ομονοίας και τη Δημοτική Αστυνομία του δήμου Αθηναίων.
Οι παραβάσεις βεβαιώθηκαν και επιβλήθηκαν πρόστιμα λόγω παράνομης στάθμευσης: σε χώρο όπου υπάρχει πινακίδα απαγόρευσης στάθμευσης (Ρ-39), σε χώρο ελεγχόμενης στάθμευσης (Ρ-69), σε πεζόδρομο, σε πεζοδρόμια, σε χώρους στάθμευσης οχημάτων ατόμων με μειωμένη κινητικότητα (ΑΜΕΑ), σε ράμπα διάβασης ατόμων μειωμένης κινητικότητας (ΑΜΕΑ), σε χώρο όπου υπάρχει πινακίδα απαγόρευσης στάσης και στάθμευσης (Ρ-40), σε στροφή οδού και σε χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων με κάρτα, χωρίς καταβολή τέλους.
Κατά όλων των παραβάσεων δεν υποβλήθηκε καμία έγγραφη αντίρρηση, στην τροχαία, στον δήμο Αθηναίων, κλπ. Ο ιδιοκτήτης αντέδρασε τον Μάιο του 2016, όταν του ήρθε ειδοποίηση από Τράπεζα, που του γνωστοποιούσε ότι ο δήμος Αθηναίων προέβη στη δέσμευση των λογαριασμών του (κατασχετήριο εις χείρας τρίτου), λόγω του χρηματικού ποσού που όφειλε από τις κλήσεις. Τότε ισχυρίστηκε ότι έλαβε για πρώτη φορά γνώση των προστίμων για παράνομη στάθμευση, όταν τον ενημέρωσε η Τράπεζα για την κατάσχεση.
Ο ιδιοκτήτης προσέφυγε στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, το οποίο επισήμανε ότι «στις περιπτώσεις βεβαίωσης προστίμου λόγω παράνομης στάθμευσης οχήματος, προβλέπεται ειδική διαδικασία κοινοποίησης της αντίστοιχης πράξης στον παραβάτη και συγκεκριμένα στον οδηγό του παρανόμως σταθμευμένου οχήματος στις περιπτώσεις που ο τελευταίος απουσιάζει και δεν δύναται το όργανο που βεβαίωσε την παράβαση να επιδώσει την πράξη άμεσα στον παραβάτη, με την τοποθέτηση της έκθεσης βεβαίωσης παράβασης στον ανεμοθώρακα του οχήματος, η οποία επέχει θέση επίδοσης αυτής, καθώς και κλήσης του παραβάτη προς υποβολή αντιρρήσεων ενώπιον του αρμοδίου οργάνου ή προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου».
Παράλληλα, στη δικαστική απόφαση αναφέρεται ότι ο ισχυρισμός του ιδιοκτήτη ότι ουδέποτε του επιδόθηκαν οι προσβαλλόμενες πράξεις «αναποδείκτως προβάλλεται εκ μέρους του και, ως εκ τούτου, είναι απορριπτέος, δεδομένου και του πλήθους των παραβάσεων που, εν προκειμένω, ανέρχονται σε 88, καθώς και των διαφορετικών υπηρεσιών που βεβαίωσαν αυτές, όπως επίσης και των διαφορετικών οργάνων των υπηρεσιών αυτών που υπογράφουν τις σχετικές πράξεις βεβαίωσης παράβασης και επιβολής προστίμου».
Συνεπώς, η προσφυγή του στη Δικαιοσύνη, κατά των κλήσεων που βεβαιώθηκαν τα έτη 2007 έως και 2012 και κατατέθηκε στο Διοικητικό Πρωτοδικείο στις 15.7.2016, είναι εκπρόθεσμη, καθώς η προβλεπόμενη προθεσμία είναι 60 μέρες.
Κατόπιν αυτών, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών απέρριψε την αίτηση ως απαράδεκτη, λόγω του εκπρόθεσμου και παράλληλα καταλόγισε στον παραβάτη τη δικαστική δαπάνη (234 ευρώ) του δήμου Αθηναίων.
Πηγή: ΑΜΠΕ