ΜΙΑ ΠΑΛΑΙΑ παροιμία λέει ότι «εάν κρατάτε ένα σφυρί, όλα σας μοιάζουν με καρφιά». Με δεδομένη την τάση των οικονομολόγων να ανάγουν τα περισσότερα οικονομικά προβλήματα σε θέματα αποταμίευσης, η αλήθεια της παραπάνω παροιμίας επιβεβαιώνεται με τον καλύτερο τρόπο στις συζητήσεις για το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ και τις διεθνείς οικονομικές ανισορροπίες.
Δυστυχώς, αυτή η μανία εστίασης του ενδιαφέροντος στην αποταμίευση διαστρεβλώνει τις εντυπώσεις και απομακρύνει από την πραγματική πρόκληση, δηλαδή την ανάπτυξη αγορών μαζικής κατανάλωσης στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Στα εθνικά ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών, τα εμπορικά ελλείμματα μεταφράζονται σε αύξηση της κατανάλωσης σε βάρος της παραγωγής. Υπό το πρίσμα ενός λογιστή, στη συγκεκριμένη προσέγγιση τα εμπορικά ελλείμματα θα χαρακτηρίζονταν ως αρνητική αποταμίευση.
Οι περισσότεροι οικονομολόγοι προχωρούν ένα βήμα παραπέρα, αποδίδοντας το αμερικανικό έλλειμμα στην ανεπαρκή αποταμίευση. Ομως από τη στιγμή κατά την οποία το εμπορικό έλλειμμα μιας χώρας είναι πλεόνασμα μιας άλλης, ο διοικητής της Φέντεραλ Ριζέρβ, Μπεν Μπερνάνκι, προσανατολίστηκε προς την ακόλουθη ερμηνεία: το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ δεν προέρχεται από ανεπαρκή αποταμίευση, αλλά είναι αποτέλεσμα της υπερκορεσμένης παγκόσμιας αποταμίευσης, ιδιαίτερα της Κίνας.
Και οι δύο προσεγγίσεις είναι ατελείς. Πώς είναι δυνατόν ένας υπερκορεσμός αποταμίευσης να μεταφράζεται σε εξαγωγές, δεδομένου ότι τα νοικοκυριά δεν εξάγουν; Παρομοίως, εάν η κατανάλωση στις ΗΠΑ έχει αυξηθεί σε υπερβολικό βαθμό, τότε γιατί μειώνεται η παραγωγική της ικανότητα και γιατί καταγράφεται τόσο μεγάλη χαλαρότητα στην αγορά εργασίας;
Οι δύο θεωρίες, τόσο εκείνη της έλλειψης αποταμίευσης όσο και εκείνη του υπερκορεσμού αποταμίευσης, συγχέουν τα λογιστικά αποτελέσματα με τις αιτίες. Τα εμπορικά ελλείμματα αντανακλούν τις συναλλαγές μεταξύ παραγωγών και αγοραστών και οι συγκεκριμένες συναλλαγές είναι αποτέλεσμα κινήτρων και ενδεικτικών τιμών.
Οι Αμερικανοί καταναλωτές αγοράζουν εισαγόμενα είδη αντί για αμερικανικά, επειδή τα εισαγόμενα είναι φθηνότερα. Αυτό το πλεονέκτημα στην τιμή συχνά οφείλεται στις συναλλαγματικές ισοτιμίες σε χώρες όπως Κίνα και Ιαπωνία, των οποίων τα νομίσματα είναι υποτιμημένα από 25% έως 40%, εξέλιξη η οποία συχνά αντισταθμίζει τα πλεονεκτήματα των ΗΠΑ.
Οι υποτιμημένες συναλλαγματικές ισοτιμίες αποτελούν μια μόνο από τις πολιτικές που χρησιμοποιούν οι χώρες για να προωθήσουν τις εξαγωγές τους και να μειώσουν τις εισαγωγές, οδηγώντας έτσι σε δημιουργία εμπορικών πλεονασμάτων, τη στιγμή κατά την οποία οι εμπορικοί τους εταίροι (συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ) εμφανίζουν εμπορικά ελλείμματα. Πολιτικές που στοχεύουν σε ανάπτυξη καθοδηγούμενη από τις εξαγωγές περιλαμβάνουν επίσης επιδότηση των εξαγωγών και φραγμούς στις εισαγωγές.
Στη σύγχρονη εποχή της παγκοσμιοποίησης, η καθοδηγούμενη από τις εξαγωγές ανάπτυξη συμπληρώνεται με πολιτικές που έχουν ως στόχο την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων (FDI), συνδυασμός ιδιαίτερα επιτυχημένος στην Κίνα.
Τέτοιου είδους πολιτικές περιλαμβάνουν επιδοτήσεις επενδύσεων, φορολογικές ελαφρύνσεις, καθώς και εξαιρέσεις από εγχώριες ρυθμίσεις και νόμους. Οι συγκεκριμένες πολιτικές ενθαρρύνουν πολυεθνικές εταιρείες να μεταφέρουν την παραγωγή τους σε αναπτυσσόμενες χώρες, οι οποίες διαθέτουν σύγχρονες παραγωγικές δυνατότητες.
Aυτό έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των εξαγωγών των αναπτυσσόμενων χωρών, μειώνοντας παράλληλα τη ζήτηση για εισαγόμενα είδη (ή αυξάνοντάς τη σε χαμηλότερο ρυθμό συγκριτικά με το ρυθμό αύξησης των εξαγωγών τους).
Ταυτόχρονα, οι πολυεθνικές μειώνουν την παραγωγική ικανότητα και τις επενδύσεις στις χώρες ίδρυσης τους, τακτική που μειώνει την εξαγωγική ικανότητα αυτής της χώρας, αυξάνοντας παράλληλα τις εισαγωγές. Για άλλη μια φορά, η Κίνα αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της τακτικής, με το 60% σχεδόν των κινεζικών εξαγωγών να προέρχεται από διεθνείς πολυεθνικές.
Η παραπάνω προσέγγιση διαφέρει ριζικά τόσο από τη θεωρία της ανεπαρκούς αποταμίευσης όσο και από εκείνη του υπερκορεσμού αποταμίευσης, οδηγώντας έτσι στην ανάγκη για την υλοποίηση εντελώς διαφορετικών πολιτικών.
Οι αναπτυσσόμενες χώρες πρέπει να αναπτυχθούν ακόμα περισσότερο, όμως σήμερα φαίνεται ότι είναι πιο εύκολο να δημιουργηθεί παραγωγική ικανότητα και να διασφαλιστεί η ανάπτυξη άμεσων ξένων επενδύσεων (FDI) αντί να αναπτυχθούν εγχώριες αγορές μαζικής κατανάλωσης. Κατά συνέπεια, αντί για υπερκορεσμό αποταμίευσης, η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με μειωμένη ζήτηση στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Η πρόκληση είναι να παρακινηθούν οι πολυεθνικές να επενδύσουν στις αναπτυσσόμενες χώρες, στο πλαίσιο της παραγωγής για την κάλυψη των αναγκών της εγχώριας κατανάλωσης.
Για να γίνει όμως αυτό εφικτό απαιτείται διεύρυνση των αγορών στις αναπτυσσόμενες χώρες, η οποία για να υλοποιηθεί προϋποθέτει εξάλειψη της οικονομικής ανισότητας και αύξηση του εισοδήματος, ώστε τα χρήματα να πηγαίνουν εκεί που υπάρχει πραγματική ανάγκη.
Πρόκειται για μια μεγάλη οργανωτική πρόκληση, η οποία δεν είναι δυνατόν να υλοποιηθεί προς το παρόν, επειδή οι οικονομολόγοι εστιάζουν τις προσπάθειες τους αποκλειστικά σε θέματα αποταμίευσης και προσφοράς.
Εργασιακά πρότυπα, κατώτατοι μισθοί και εργατικά συνδικάτα αποτελούν μέρος της λύσης, όπως ακριβώς συνέβη στις χώρες που έχουν ήδη αναπτυχθεί. Η Ιστορία έχει αποδείξει ότι τα συνδικάτα μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο από τη στιγμή που συμμετέχουν σε έναν αποκεντρωμένο διάλογο, που συνδέει τους μισθούς με την παραγωγικότητα των εταιρειών.
Χρήσιμη, αλλά σε περιορισμένο όμως ρόλο μπορεί να είναι και η κυβερνητική παρέμβαση. Χώρες οι οποίες υποκαθιστούν τις κυβερνητικές δαπάνες με τις δαπάνες της αγοράς είτε προκαλούν διογκούμενα δημοσιονομικά ελλείμματα ή καταλήγουν με υπερβολικά υψηλούς φόρους, εξέλιξη η οποία καταστρέφει τα κίνητρα.
Καμία όμως λύση δεν είναι εφικτή, εάν δεν εγκαταλείψουμε τις θεωρίες για έλλειψη αποταμίευσης και υπερκορεσμό αποταμίευσης, για να συνδέσουμε τις σημερινές παγκόσμιες οικονομικές ανισορροπίες με παγκόσμια μοντέλα παραγωγής και την ανεπαρκή ζήτηση στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Παραπειστικά επιχειρήματα της μορφής ότι η αποταμίευση αποτελεί μόνο τη μία πλευρά της κατανάλωσης και των δαπανών για επενδύσεις είναι το αντίστοιχο στην οικονομία με το επιχείρημα του Κοντορεβιθούλη, ο οποίος στις σελίδες του βιβλίου του Lewis Carroll «Η Αλίκη μέσα από τον καθρέφτη» (Through the Looking Glass) λέει: «Οταν επιλέγω μια λέξη, αποκτά αυτό ακριβώς το νόημα που εγώ της αποδίδω, τίποτε λιγότερο ή περισσότερο».
ΤΟΜΑΣ ΠΑΛΕΪ, διατέλεσε επικεφαλής Οικονομολόγος της Αμερικανοσινικής Επιτροπής Εξέτασης Θεμάτων Οικονομίας και Ασφάλειας. Είναι ο συγγραφέας του βιβλίου «Post - Keynesian Economics».
Copyright: Project Syndicate, 2007