Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Οι Elephas tiliensis παρουσιάζουν στο BIOS Main την ανατρεπτική παράσταση «Αγάπησέ με», σε σκηνοθεσία Δημήτρη Αγαρτζίδη [Πειραιώς 84, Κεραμεικός].
Ένα έργο για τα σκοτεινά κομμάτια του ανθρώπου, τη βαθιά απελπισία της ύπαρξης και τις ματαιωμένες προσδοκίες. Μια ζωντανή εγκατάσταση παρακμής ανάμεσα στην κωμωδία και την τραγωδία.
Μια παράσταση που δανείζεται υλικά απ’ το ίδιο το θέατρο, τον κινηματογράφο και τη μουσική, ενάντια στον φόβο. Μια παράσταση για τον ελεύθερο εαυτό μας που φωλιάζει βαθιά πίσω από τις πρώτες αισθήσεις και αναμνήσεις μας. Μια ελεύθερη πτώση μέσα μας, στον καθημερινό αγώνα να αγαπηθούμε.
Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Αγαρτζίδης μίλησε μαζί μας.
KAROL JAREK (C)
Να ξεκινήσουμε με ένα στίγμα της ιστορίας των Elephas Tiliensis;
«Πρώτη δουλειά της ομάδας ήταν η “Περσινή αρραβωνιαστικιά” της Ζυράννας Ζατέλη, μια πολύ ευτυχισμένη συνάντηση με τη συγγραφέα και με όλους τους συντελεστές που δουλέψαμε μαζί. Έκτοτε, συνεχίζουμε να κάνουμε θέατρο με κείμενα που κάθε φορά συντονίζονται με αυτό που είμαστε και θέλουμε να πούμε την εκάστοτε περίοδο. Έχουμε μεγάλη αγάπη στη λογοτεχνία και μια ακόμα μεγαλύτερη αγάπη στη δραματουργία, οπότε οι περισσότερες παραστάσεις μας έχουν ως πυρήνα τη διαμόρφωση του κειμένου, προκειμένου να βρούμε τον πυρήνα της παράστασης κάθε φορά. Ξεχωριστή θέση στις παραστάσεις μας έχει ο “Οδυσσέας” του Τζόυς που κάναμε στο Φεστιβάλ Αθηνών και τώρα αυτή η παράσταση που ετοιμάζουμε, το “Αγάπησέ με”. Νομίζω αυτές οι τρεις είναι και οι πιο προσωπικές». PATROKLOS SKAFIDAS
Αυτή τη φορά, η δημιουργία σας εμπνέεται από το μυθιστόρημα του Φρανκ Κρίστοφερ «Αμερικανική νύχτα» και από τη στοιχειωμένη, κινηματογραφική ταινία «Σημασία έχει ν’ αγαπάς» του Αντρέι Ζουλάφσκι. Μιλήστε μας για αυτές τις πηγές σας.
«Η πρώτη επαφή ήταν με την ταινία του Ζουλάφσκι, για την οποία είχα ακούσει τόσα πολλά και δεν είχα δει για πολλά χρόνια, ήταν το περασμένο καλοκαίρι. Και όταν παρακολούθησα την ταινία ήταν τόσο δυνατό το ερέθισμα, που κινητοποίησε μέσα μου έντονα την επιθυμία να δουλέψουμε με κάποιον τρόπο πάνω σε αυτό το έργο. Έτσι, ανέτρεξα στο μυθιστόρημα πάνω στο οποίο βασίστηκε η ταινία, το οποίο είναι πολύ διαφορετικό από την ταινία την ίδια και καταλήξαμε σε ένα καινούργιο κείμενο, νομίζω πολύ διαφορετικό και από τα δύο. Μιλάει για κάτι που έχει νόημα απόλυτα σήμερα, την αποδοχή των άλλων, την αποδοχή του εαυτού μας, τον έρωτα και την αγάπη». Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για την υπόθεση της παράστασης; «Ένας φωτογράφος ερωτεύεται κεραυνοβόλα μία ηθοποιό αισθησιακών ταινιών και την αναζητά, προκειμένου να τη φωτογραφίσει και να τη γνωρίσει. Αυτή είναι παντρεμένη μ’ έναν καταθλιπτικό συλλέκτη φωτογραφιών. Γύρω από αυτό το τρίγωνο, υπάρχει ένας βασικός μοχλός, μία θεία που κατέχει το χρήμα και τη δύναμη, και δύο καλλιτέχνες. Μέσα σε αυτόν τον κόσμο του θεάτρου, του κινηματογράφου, της μουσικής, της παρακμής και του λούμπεν εισβάλλει η παράσταση. Να πω ότι τα πρόσωπα του έργου μού είναι απολύτως συμπαθητικά. Εύχομαι να μπορούσα να τα γνωρίσω και στην πραγματικότητα. Είναι σκληρά και την ίδια στιγμή τρυφερά. Είναι σκοτεινά και την ίδια στιγμή φωτεινά. Σε κάνουν να θέλεις να γελάσεις μαζί τους, την ίδια στιγμή που βάζεις τα κλάματα».
Τι πραγματεύεται στον πυρήνα της; «Η παράσταση μιλάει γι’ αυτό που συμβαίνει έντονα, όλο και περισσότερο, τον τελευταίο καιρό, γι’ αυτή τη βία την οποία συναντάμε καθημερινά σε μικρές ή σε ακραίες δόσεις, που ξεκινούν από την αγένεια και φτάνουν στη δολοφονία. Μιλάει για το ότι αν απορρίψουμε το διαφορετικό από εμάς, με έναν τρόπο απορρίπτουμε τον ίδιο τον εαυτό μας. Γιατί ο καθένας μας είναι και διαφορετικός και, αν δεν μπορούμε να δείξουμε συμπάθεια για τον άλλον, τον πόνο του και το σκοτάδι του, πολύ δύσκολα θα μπορέσουμε να αγαπήσουμε τον εαυτό μας για να μπορέσουμε να ζήσουμε ευτυχισμένοι -όπως μπορεί να το εννοεί αυτό ο καθένας».
Η παράσταση ξεδιπλώνεται σε 13 τιτλοφορούμενα επεισόδια. Μιλήστε μας για τη σκηνοθετική σας προσέγγιση. Που εστιάσατε;
«Η παράσταση εστιάζει πολύ στον κόσμο του θεάτρου, σε αυτό που συμβαίνει πίσω από τη σκηνή. Προσπαθεί να γνωρίσει στους θεατές αυτό τον κόσμο του θεάτρου που είναι τόσο σκληρός αλλά και τόσο απελευθερωτικός. Ήταν κάτι που με απασχολεί πολύ -γιατί κάνουμε θέατρο και ποιος είναι ο τρόπος για να έχει νόημα να κάνεις θέατρο. Και επειδή είναι ένα επάγγελμα με πολύ μεγάλες πρακτικές δυσκολίες, πρέπει να το κάνεις μ’ έναν τρόπο που έχει νόημα για σένα και σε τροφοδοτεί. Αλλιώς, νομίζω, δεν αντέχεται. Από την αρχή δουλέψαμε πάνω στο πώς μπορεί ο καθένας μας να φέρει τον εαυτό του κοντά σε αυτά τα πρόσωπα, τα τόσο μακρινά, και να βρει μια θέση μέσα σε αυτά, να χωρέσει μέσα σε αυτά τα πρόσωπα και να τα κάνει όσο γίνεται ζωντανά. Και ήταν πολύ συγκινητικός ο τρόπος με τον οποίο όλοι μπήκαν μέσα σε αυτή τη διαδικασία, η οποία τώρα βγαίνει έξω στο φως. Η δουλειά φέρει νομίζω μια προσωπική πραγματικότητα του καθενός πάνω στη σκηνή και γι’ αυτό είναι πολύ συγκινητικό αυτό που βλέπω να συμβαίνει στις πρόβες. Είναι κάτι που με κινητοποιεί, να βλέπω ανθρώπους να παλεύουν με μια πραγματική λειτουργία όπως αυτή της ζωής, μέσα σε μια τόσο ψεύτικη συνθήκη, όσο το θέατρο». Μια περιγραφή της ερμηνευτικής σας παρουσίας στο έργο;
«Πάντα έχω μια αντίσταση να συμμετέχω σε έργα τα οποία σκηνοθετώ, γιατί έχω την εντύπωση ότι έτσι είναι πολύ δύσκολο να έχω μια καθαρή ματιά πάνω στην παράσταση. Αυτή τη φορά ήταν σαν να έπρεπε να έχω αυτόν τον ρόλο μέσα σε αυτή τη διαδικασία, για να μπορέσω να μεταδώσω και στους άλλους την ιδιαίτερη αγάπη που έχω σε αυτό το έργο. Κι είναι μια διαδικασία που απόλαυσα πραγματικά, απόλαυσα την επαφή με τους ανθρώπους, την καθημερινότητα στην πρόβα, που μας άλλαξε όλους και μου θύμισε για ποιο λόγο είναι ωραίο να κάνει κανείς θέατρο, ακόμα και αν αυτό συμβαίνει μέσα σε αντίξοες συνθήκες, μέσα σε μια αποκρουστική κοινωνία. Αλλά, ίσως, κάθε κοινωνία και κάθε εποχή είναι σκληρή και αποκρουστική και είναι καλό να βρίσκει ο καθένας τον τρόπο που μπορεί να μιλάει και να αντιστέκεται στη βία, τη σκληρότητα και την αδικία». Πείτε μας μια ατάκα, έναν διάλογο από το έργο ή περιγράψτε μας μια σκηνή –ό,τι σας έρθει πρώτο στον νου.
«Θα σας παραθέσω ένα απόσπασμα που δεν περιέχεται στην παράσταση αλλά ήταν μέρος της διαδικασίας της πρόβας και που είναι κάτι που πολλές φορές σκέφτομαι ότι θα είχε νόημα να το παρουσιάζουμε παράλληλα με την παράσταση. Είχε μια λογική που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε περφόρμανς. Μπορεί και να συμβεί.
“Μου αρέσει πολύ να μένω σιωπηλός. Μ’ αρέσει η σιωπή. Την έχω ανάγκη, για να μπορώ να κάνω αυτή τη δουλειά, που είναι όλο λέξεις. Δεν μπορώ να μιλάω συνέχεια, δεν είμαι καζανάκι. Εκείνη την ώρα, πάνω στη δουλειά, πρέπει τα λόγια να ρέουν συνέχεια. Θέλω πριν από την πρόβα να έχω κάνει μια δουλειά, που είναι η σιωπή. Ακούω διάφορα μες στο κεφάλι μου. Όταν επιδιώκεις τη σιωπή συγκεντρωμένος, θυμίζει την περιοχή του ονείρου. Όταν φτάνω στα όριά μου, κοιμάμαι. Όπου βρω, σε μια γωνιά. Στο πεντάλεπτο διάλειμμα, μέχρι κάποιος να πιει τον καφέ του, να καπνίσει, εγώ βάζω τη μάσκα μου και κοιμάμαι. Έτσι θα συγκεντρωθώ.
Θα ήθελα να είμαι σαν εσένα. Μου αρέσεις πάρα πολύ. Μου αρέσει να παίζω, είμαι παιχνιδιάρης τύπος. Στο σπίτι μου είμαι ένας πολύ κανονικός άνθρωπος. Δεν πουλάω τρέλα. Ούτε έχω αϋπνίες, κοιμάμαι κανονικά. Απλά αν καμιά φορά μου τη βαρέσει, μπορεί να μείνω ξύπνιος δυο μέρες σερί”».
Μια σκέψη σας για τον ελεύθερο εαυτό;
«Η αλήθεια είναι ότι είναι πάντα ένα ερώτημα, κατά πόσον ο εαυτός μας μπορεί να είναι ελεύθερος. Ξεκινάμε αθώοι και ανοιχτοί, δυνατοί, έτοιμοι για να κάνουμε τα πάντα, με άπειρες δυνατότητες και επιλογές και σιγά-σιγά έρχεται μια πραγματικότητα να μας περιορίσει, να μας καλουπώσει, να μας κλείσει τη σκέψη και να βάλει παρωπίδες τις αισθήσεις μας. Οπότε, νομίζω, αυτό που μπορούμε να κάνουμε για να είμαστε καλά με τον εαυτό μας και να ευχαριστιόμαστε το πώς περνάμε τις μέρες και τις νύχτες μας, είναι να προσπαθούμε να βρούμε εκείνη την πρώτη ελευθερία, εκείνο το παιδί “σούπερ ήρωα” που μπορεί να μεταμορφώσει τις πόλεις, τις κοινωνίες, τις οικογένειες και μας δείχνει τι σημαίνει αγάπη». Και μία για την αγάπη;
«Λένε ότι μέχρι τα δύο μας χρόνια καθορίζεται από το πώς, αν και πόσο μας αγάπησαν, το πόσο, αν και πώς μπορούμε να αγαπήσουμε. Η αγάπη είναι παυσίπονο πολύ πιο ισχυρό από τα χημικά παυσίπονα και είναι αυτό που μπορεί να μας δώσει νόημα σε όλα αυτά τα πράγματα που δε μοιάζουν σημαντικά αλλά που, εν τέλει, είναι η ζωή μας, αυτές οι μικρές στιγμές από δω κι από κει που μας κάνουν αυτό που είμαστε. Η αγάπη, νομίζω, μπορεί να μας κάνει να είμαστε πιο διάφανοι και πιο ανοιχτοί. Αυτό για μένα σημαίνει κάτι». Ταυτότητα Παράστασης Σκηνοθεσία, Δραματουργία: Δημήτρης Αγαρτζίδης
Σκηνικά, Κοστούμια: Μαγδαληνή Αυγερινού
Κίνηση: Σοφία Μαυραγάνη
Μουσική επιμέλεια: Στάθης Δρογώσης
Παίζουν: Δημήτρης Αγαρτζίδης, Δέσποινα Αναστάσογλου, Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Γιούλα Μπούνταλη, Μαρία Παρασύρη, Βασίλης Σαφός. Η μετάφραση του έργου του Σαίξπηρ «Ριχάρδος Γ´» είναι του Νίκου Χατζόπουλου.