Από τη 10ετία της κρίσης στη 10ετία της ελπίδας

Παρασκευή, 10 Ιανουαρίου 2020 11:11
UPD:11:11
Eurokinissi/ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
A- A A+

Από την έντυπη έκδοση

Του Χαράλαμπου Γκότση*

Ο κ. Χαράλαμπος Γκότσης

Με την ανατολή του 2020 είναι καιρός για έναν συνοπτικό απολογισμό των γεγονότων της ταραχώδους δεκαετίας που αφήνουμε πίσω μας, καθώς και για μια προσπάθεια καταγραφής των απαιτήσεων αλλά και προκλήσεων που αναμφισβήτητα έχουμε μπροστά μας την επόμενη δεκαετία.

Δικαίως, η δεκαετία που πέρασε έχει χαρακτηριστεί ως ιστορική, μοναδική, καταστροφική, χωρίς προηγούμενο, μνημονιακή, της χρεοκοπίας, αλλά και της ευκαιρίας για μια καλύτερη αρχή, αλλάζοντας το οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο που μας οδήγησε στην de facto χρεοκοπία. Σε ό,τι αφορά τις επιπτώσεις στην οικονομία, αλλά και στον κοινωνικό ιστό, πράγματι τα καταστροφικά φαινόμενα άρχισαν να παίρνουν δραματικές διαστάσεις από τις αρχές του 2010. Όμως, μία προσεκτική ανάλυση των αιτίων που μας οδήγησαν εκεί, δείχνει καθαρά ότι η καταστροφή είχε συντελεστεί πολύ νωρίτερα, ενώ τα μνημόνια εμφανίσθηκαν πολύ αργότερα.

Ήδη το 2007 εμφανίστηκε ένα τεράστιο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών 14,5% επί του ΑΕΠ (δηλ. περ. 36 δισ.) και συνεχίσθηκε με την ίδια ένταση και τον επόμενο χρόνο, διογκώνοντας ταυτόχρονα και το εξωτερικό μας δημόσιο χρέος, ενώ το δημοσιονομικό έλλειμμα σκαρφάλωσε το 2009, μετά από αλλεπάλληλες αναθεωρήσεις, στο 15,4 % του ΑΕΠ. Ο κίνδυνος χώρας και συνεπώς τα επιτόκια δανεισμού εκτοξεύθηκαν στα ύψη, με συνέπεια να κλείσει η πόρτα του δανεισμού μέσω κρατικών ομολόγων. Η χώρα αναγκάστηκε να προσφύγει για δανεισμό στο ΔΝΤ και στους Ευρωπαίους εταίρους μας, οι οποίοι μετά από πολλούς δισταγμούς αποφάσισαν ευτυχώς να μας παράσχουν τη μεγαλύτερη βοήθεια που έχει ποτέ δεχτεί χώρα στην ιστορία. Το «the game is over» που ξεστόμισε αγανακτισμένος ο φίλος της Ελλάδας πρόεδρος της Ε.Ε. Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, στηλιτεύοντας τα fake οικονομικά στοιχεία που έστελνε η ΕΣΥΕ στην Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία, σηματοδότησε την αρχή μιας ταπεινωτικής περιόδου για τη χώρα μας, αφού με την υπογραφή των μνημονίων απώλεσε και ένα σημαντικό κομμάτι της εθνικής της κυριαρχίας.

Ο εκτροχιασμός του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών βέβαια δεν προέκυψε ως ένα συγκυριακό φαινόμενο το 2007, αλλά ως αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης, έρπουσας διαδικασίας απώλειας ενός σημαντικού μέρους της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας.

Η κατάσταση επιδεινώθηκε με την ένταξη της χώρας στη Ζώνη του Ευρώ, η οποία δεν είχε πλέον τη δυνατότητα να διορθώσει τις όποιες ανισορροπίες ανέκυπταν στις εξωτερικές συναλλαγές. Στη θέση της υποτίμησης, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας στις διεθνείς αγορές μπορούσε πλέον να προέλθει μόνο με τη συγκράτηση του κόστους παραγωγής και την προσαρμογή της παραγόμενης και προσφερόμενης γκάμας προϊόντων και υπηρεσιών στις απαιτήσεις της εγχώριας και κυρίως της εξωτερικής ζήτησης. Η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας σε καθεστώς σταθερών ισοτιμιών (Ζώνη του Ευρώ) μπορεί να προκύψει μόνο ως αποτέλεσμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, καθώς και με την εφαρμογή πολιτικής ευκαμψίας των μισθών και των τιμών που βελτιώνουν την ανταγωνιστική θέση των προϊόντων στις διεθνείς αγορές.

Σε περίπτωση που η οικονομική πολιτική δεν προχωρήσει εγκαίρως στη λήψη αποτελεσματικών διαρθρωτικών μέτρων, όπως στην περίπτωσή μας, τότε το μόνο που απομένει είναι η εσωτερική υποτίμηση μέσα από ένα πρόγραμμα σκληρής λιτότητας. Όμως και σ’ αυτήν την περίπτωση τα μέτρα περιστολής θα ήταν πιο ήπια εφόσον είχαν ληφθεί το 2007, στο ξέσπασμα της μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης. Στην εφαρμοσμένη οικονομική πολιτική έχει μεγάλη σημασία το σωστό timing, από το οποίο εξαρτάται και η αναγκαία δοσολογία, ώστε να έχουμε το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.

Με τη μείωση της ανταγωνιστικότητας και τη διεύρυνση του ελλείμματος στο ισοζύγιο πληρωμών συναρτάται άμεσα και ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός του 2009, ο οποίος έδωσε τη χαριστική βολή για τον αποκλεισμό της χώρας από τις αγορές, οι οποίες έκριναν ότι η Ελλάδα πλέον δεν θα είναι σε θέση να εξυπηρετήσει τις υποχρεώσεις της. Η μεγάλη τρύπα των 36 δισ. δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο της αύξησης των δαπανών, αλλά και της υστέρησης των εσόδων, αφού ο εισπρακτικός μηχανισμός απεδείχθη επιεικώς ανεπαρκής. Η ώρα των μνημονίων είχε έλθει και οι Ευρωπαίοι εταίροι μας μαζί με την ΕΚΤ και το ΔΝΤ μέσα από το μνημόνιο που υπέγραψαν με τη χώρα μας έθεσαν και τους στόχους της οικονομικής πολιτικής για τα επόμενα χρόνια, που ήταν η διόρθωση των δημοσιονομικών και εξωτερικών ανισορροπιών και η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης. Χωρίς αμφιβολία οι αρχικές αποφάσεις των δανειστών μας για την αντιμετώπιση της κρίσης σε πολλά σημεία ήταν λανθασμένες και δημιούργησαν περισσότερα προβλήματα από αυτά που χρειάζονταν, κάτι που παραδέχονται και οι εμπνευστές τους. Όμως σε ό,τι αφορά το βασικό πρόβλημα της εξάλειψης των δίδυμων ελλειμμάτων ήταν επιτυχείς, αφού σε λιγότερο από τρία χρόνια είχαν μηδενιστεί.

Σήμερα, μετά τις αποφάσεις για τη ρύθμιση του χρέους τον Ιούνιο του 2018, που δημιούργησαν έναν καθαρό διάδρομο μέχρι το 2033 και την επιτυχημένη οργάνωση της εξόδου από τα μνημόνια τον Αύγουστο, χωρίς μάλιστα την αποδοχή μιας προληπτικής πιστωτικής γραμμής αλλά με τον σχηματισμό ενός μαξιλαριού ρευστότητας, το οποίο μαζί με τα αποθέματα του Δημοσίου και των Οργανισμών ανέρχεται στα 37 δισ. ευρώ, η χώρα απολαμβάνει την εμπιστοσύνη των αγορών με πολύ χαμηλά επιτόκια, παρά το γεγονός ότι απέχει αρκετά από την επενδυτική βαθμίδα των οίκων αξιολόγησης.

Η αποκατεστημένη μακροοικονομική ισορροπία, τόσο στον εσωτερικό όσο και στον εξωτερικό τομέα, αποτελεί βέβαια την προϋπόθεση για μια επιτυχημένη αναπτυξιακή πορεία στο μέλλον, που θα την οδηγήσει σε τροχιά σύγκλισης με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης και θα επανακτήσει τις εισοδηματικές απώλειες της κρίσης το συντομότερο δυνατό. Δυστυχώς όμως, η αναιμική ανάπτυξη των τελευταίων ετών, μετά από μια βύθιση 25% του ΑΕΠ, θα πρέπει να έχει απομακρύνει τις ψευδαισθήσεις και του πλέον αιθεροβάμονα, ότι για να πετύχει κανείς ανάπτυξη του 4% πρέπει να γίνουν σημαντικές και επίμονες παρεμβάσεις σε νευραλγικούς τομείς της οικονομικής και κοινωνικής ζωής του τόπου.

Αντίθετα μάλιστα, εκείνο που δεν επιτρέπεται να κάνουμε είναι η συνέχιση μιας πολιτικής που μας οδήγησε στη χρεοκοπία, διανθισμένη με ολίγη από υπερπλεονάσματα, τα οποία συνεχίζουν να μας δημιουργούν πρόβλημα στην ανάπτυξη όπως και στην αξιοπιστία μας απέναντι στους εταίρους, τους οποίους από την άλλη πρέπει να πείσουμε ότι είναι ανάγκη να μειωθούν επειδή η χώρα δεν τα αντέχει άλλο. Χαιρόμαστε με τα σημάδια ανάκαμψης στην οικοδομή, την οποία μέχρι πρότινος θεωρούσαμε ως μη δυναμική παραγωγική επένδυση και κατασπατάληση πόρων, η οποία στη νέα της έκδοση αφορά χρηματοδότηση σε υπάρχοντα ακίνητα, της οποίας η συμβολή στη διατηρήσιμη ανάπτυξη είναι ελάχιστη, με τις αυξημένες εισαγωγές αυτοκινήτων ή ακόμη και με την αύξηση θέσεων των ξένων επενδυτικών οίκων σε ελληνικούς τίτλους. Πρέπει να κατανοήσουμε ότι μακροπρόθεσμη ανάπτυξη διασφαλίζεται κυρίως με την αύξηση των ξένων άμεσων επενδύσεων που εμπλουτίζουν την οικονομία με νέο παραγωγικό δυναμικό και δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας. Μόνο έτσι θα βρουν οι νέοι μας καλά αμειβόμενες δουλειές και θα χτίσουν τη νέα μεσαία τάξη που έχει ανάγκη ο τόπος.

Είναι ανάγκη για να αποκαταστήσουμε ένα ευνοϊκό επενδυτικό περιβάλλον να προχωρήσουμε το γρηγορότερο σε αλλαγές που θα βελτιώσουν τη διεθνή θέση της χώρας μας, η οποία κατά το Doing Business το 2019 βρίσκεται στην 79η ανάμεσα σε τριτοκοσμικές χώρες. Πρόκειται για διαρθρωτικού τύπου παρεμβάσεις σε όλους τους τομείς της κοινωνικής και οικονομικής ζωής του τόπου, οι οποίες απαιτούν διαρκή επίπονη προσπάθεια, που χρειάζονται χρόνο για να αποδώσουν και να οδηγήσουν στο τέλος της δεκαετίας που μόλις ξεκίνησε την παραγωγικότητα σε επίπεδα ανεπτυγμένων χωρών.

Χωρίς υπερβολή διαπιστώνονται μεγάλα προβλήματα που χρήζουν αντιμετώπισης σε όλους τους φορείς που εμπλέκονται στην αναπτυξιακή διαδικασία.

Κράτος: Ο ρόλος του κράτους σ’ αυτήν την προσπάθεια είναι κομβικός, αφού θα πρέπει ταυτόχρονα να μεταρρυθμίζει τον εαυτό του τη στιγμή που αποτελεί και τον βασικό μοχλό υποβοήθησης των αλλαγών στους άλλους τομείς. Σε ό,τι αφορά τον εκσυγχρονισμό της λειτουργίας του, είναι ανάγκη να προχωρήσει στην ψηφιοποίηση των ενεργειών του, με ταυτόχρονη ενίσχυσή του με ανθρώπινο δυναμικό υψηλής εξειδίκευσης.

Ο δημοσιοϋπαλληλικός πληθυσμός στη χώρα μας είναι πλέον γερασμένος και δεν έχει τη δυνατότητα να χειριστεί νέα πολύπλοκα συστήματα, τα οποία απαιτούν τεχνολογικές (π.χ. Blockchain) αλλά και μαθηματικές γνώσεις της νέα εποχής (π.χ. αλγόριθμοι). Ταυτόχρονα θα πρέπει να σκεφτούμε νέους τρόπους πρόσληψης τέτοιων στελεχών, αφού σήμερα η διαδικασία μέσω ΑΣΕΠ μέχρι να περατωθεί απαιτεί τουλάχιστον τέσσερα χρόνια, όπου εν τω μεταξύ η τεχνολογία έχει περάσει στην επόμενη γενιά! Είναι ανάγκη επίσης να προωθηθούν όλες οι μεταρρυθμίσεις, που για δεκαετίες εμποδίζουν κάθε προσπάθεια για πρόοδο. Η ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης, η σταθερότητα του φορολογικού συστήματος (ακόμη συνεχίζεται η παραγωγή φορολογικών νομοθετημάτων ένα κάθε μήνα!), η ολοκλήρωση του κτηματολογίου, η μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος, η αντιμετώπιση του δημογραφικού, η ενσωμάτωση της περιβαλλοντικής συνιστώσας σε κάθε ενέργεια, η πολυνομία κ.λπ., αποτελούν σημαντικούς συντελεστές διαμόρφωσης του δείκτη ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.

Οι τράπεζες: Δυστυχώς, οι τράπεζές μας κινούνται ακόμη στον αστερισμό της απομόχλευσης. Η πιστωτική επέκταση εξακολουθεί να είναι αρνητική, η αποταμίευση των Ελλήνων, παρά την επιστροφή ενός μέρους που κρατείτο εκτός τραπεζικού συστήματος, είναι επίσης αρνητική, η κερδοφορία αναιμική, τα περιθώρια ρευστότητας για παραγωγικές επενδύσεις περιορισμένα, οι ανάγκες για τεχνολογικό εκσυγχρονισμό τεράστιες.

Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα, το οποίο δείχνει ότι θα τις απασχολεί για πολλά χρόνια, είναι η εξάλειψη των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ακόμη και να πετύχει το σχέδιο του ΤΧΣ (Ηρακλής) στο σύνολό του, μετά από δύο χρόνια το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα είναι στο 20%-25% του συνόλου, όταν ο Μ.Ο. στις ευρωπαϊκές τράπεζες έχει κατέλθει στο επίπεδο του 3%. Υπάρχει συνεπώς ανάγκη οι ίδιες οι τράπεζες να προχωρήσουν σε συμπληρωματικές ενέργειες ώστε να επιταχυνθεί η διαδικασία. Μέχρι τότε οι υγιείς επιχειρήσεις έχουν τη δυνατότητα για άντληση κεφαλαίων να απευθύνονται στην αγορά εταιρικών ομολόγων, η οποία βρίσκεται σε ανοδική τροχιά, ως εναλλακτική των τραπεζών πηγή.Οι επιχειρήσεις: Όλες οι παραπάνω αλλαγές αφορούν σχεδόν άμεσα το επίπεδο ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων.

Παρά το αρνητικό περιβάλλον, οι περισσότερες επιχειρήσεις μας άντεξαν στη δεκάχρονη κρίση. Πολλές εξ αυτών μάλιστα επέκτειναν τη δραστηριότητά τους κάνοντας προσλήψεις, αυξάνοντας την παραγωγή και τις εξαγωγές τους. Όμως δεν είναι ο κανόνας. Οι νοοτροπίες του παρελθόντος να κάνουμε δουλειές με το κράτος, να στήσουμε επιχείρηση σε παρασιτικούς τομείς, αποφεύγοντας να μπούμε στη δύσκολη παραγωγική διαδικασία δημιουργίας και προσφοράς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών, κυριαρχούν ακόμη στη σκέψη του μέσου συμπατριώτη μας. Σε ό,τι αφορά τις πρώτες, γνωρίζουν πολύ καλά, κυρίως οι μεγάλες, ότι είναι ανάγκη για να αντέξουν στον διεθνή ανταγωνισμό να προχωρήσουν σε επενδύσεις με σκοπό τον τεχνολογικό τους εξοπλισμό, να αυξήσουν τις δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη και να εντάξουν στο προσωπικό τους νέους καλά καταρτισμένους, ανήσυχους επιστήμονες, με ικανοποιητικές αμοιβές.

Μεγάλη προσπάθεια χρειάζεται επίσης να καταβληθεί για την ανάκτηση της τρωθείσας στα χρόνια της κρίσης εμπιστοσύνης προς την ελληνική επιχειρηματικότητα. Η αξιοπιστία διασφαλίζεται μόνο όταν οι επιχειρήσεις μας καταφέρουν να πείσουν τους πάντες, πελάτες, προμηθευτές, χρηματοδότες, ότι λειτουργούν με την εφαρμογή των βέλτιστων πρακτικών στο πλαίσιο των κανόνων εταιρικής διακυβέρνησης. Οι αγορές συγχωρούν ή και αγνοούν συχνά τα επιχειρηματικά λάθη που μπορούν να οδηγήσουν σε ζημιές, εκείνο όμως που θεωρούν ανεπίτρεπτο είναι μια διαχείριση που δεν σέβεται τους πελάτες αλλά και τους επενδυτές.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η διατηρήσιμη ανάπτυξη, η προσέλκυση επενδύσεων, η βελτίωση της ευημερίας του κοινωνικού συνόλου δεν είναι υπόθεση μιας απόφασης ή της δεδομένης επιθυμίας μας, αλλά αποτέλεσμα μιας άοκνης προσπάθειας με στόχο την αλλαγή των πάντων. Μόνο έτσι θα αξιοποιήσουμε τις αρνητικές εμπειρίες της κρίσης και θα τις μετατρέψουμε σε ευκαιρία για την επόμενη δεκαετία. 

* Ο Χαράλαμπος Γκότσης είναι καθηγητής οικονομικών,τ. πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή