Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Στα λόγια, τα αποκαλούμενα κόμματα εξουσίας την έχουν μη βρέξει και μη στάξει. Δεν είναι μόνον η εκλογική της ισχύ, ούτε μόνον η καταναλωτική της ορμή. Δεν είναι απλώς μια στατιστική κατηγορία, παρά την ποικιλομορφία. Το μέγεθός της, τουλάχιστον στο δυτικό μοντέλο, συσχετίζεται με την ποιότητα της Δημοκρατίας.
Διαμορφώνει τάσεις και στάσεις. Είναι επί της ουσίας ο σταθεροποιητικός παράγοντας. Ποια είναι, όμως, η μεσαία τάξη, που αποτελεί αντικείμενο ενδιαφέροντος, αλλά και κέντρο πολιτικών εξελίξεων; Αρκεί ο ορισμός της με βάση στενά οικονομικά κριτήρια; Είναι η μελέτη του ΟΟΣΑ εντάξει, όταν την κοινωνική δυναμική επιχειρεί να χαράξει με εύρος -ένα μονοπρόσωπο νοικοκυριό με εισόδημα από 6.300 έως περίπου 17.000 ευρώ- που σκοντάφτει στην πράξη;
Ναι, ξέρω πως δεν έχει κανείς τίποτα στη μελέτη να προσάψει, αφού σύμφωνα με τα στοιχεία, εντοπίζεται στην εισοδηματική κατανομή μεταξύ 2/3 και διπλάσιου του διάμεσου εισοδήματος, μετά τους φόρους. Πόσο αληθινά, όμως, είναι τα ποσά για τα οποία συζητάμε, όταν η φοροδιαφυγή και η εισφοροαποφυγή τα σπάνε; Επιπλέον, τα ακίνητα και οι κοινωνικοί παράγοντες -το κύρος μιας θέσης, η θέση στην παραγωγική διαδικασία, το επίπεδο μόρφωσης- δεν μετράνε;
Αν στις προηγούμενες γενιές η μόρφωση ήταν το διαβατήριο, στη σημερινή είναι μάλλον η ύπαρξη εργασίας. Ο κάτοχος μεταπτυχιακού, για παράδειγμα, που είναι ημιαπασχολούμενος χωράει στη μεσαία τάξη, όταν το εισοδηματικό κριτήριο τον έχει ταράξει;
Ας το πάμε αλλιώς. Στις ΗΠΑ, η μεσαία τάξη δεν μπορεί, δίχως δάνειο, αυτοκίνητο να αγοράσει. Η Fed το λέει και για το πρόβλημα ιδιωτικού χρέους «κλαίει», ενώ η Κίνα σε λίγα χρόνια εκτιμάται ότι θα έχει τη μεγαλύτερη μεσαία τάξη του κόσμου.
Αυτά είναι καλά νέα. Για τους Κινέζους. Για όσους, όμως, δεν κάνουν τους Κινέζους στην Ελλάδα, η κοινωνική κινητικότητα άλλαξε ταυτότητα και σίγουρα ποιότητα. Πάνε εκείνα τα ωραία, που τραγουδούσαμε με τον Μούτση παρέα για τη «μεσαία τάξη που θέλει κι εκείνη λιγάκι να διατάξει».
Πλέον, δεν θέλει κι άλλο να στενάξει.