Ό,τι ίσχυε πριν, ισχύει και τώρα

Πέμπτη, 12 Δεκεμβρίου 2019 12:09
UPD:12:12
INTIME NEWS/ΛΙΑΚΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
A- A A+

Από την έντυπη έκδοση

Tου Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]

Φίλοι της στήλης που κατά καιρούς μας τιμούν  -ειλικρινά το λέμε- με παρατηρήσεις και αντιρρήσεις τους (οι τελευταίες μας κινητοποιούν περισσότερο: φυσικό δεν είναι;) όσον αφορά τα τελευταία μας σημειώματα, που κάλυψαν τη συζήτηση για τον προϋπολογισμό 2020 και τη συνολική οικονομική πολιτική για τη χρονιά που έρχεται, μας εγκάλεσαν για υπερβολική επιφυλακτικότητα. Μας παρατήρησαν ότι αναγνωρίζουμε τη βελτίωση του οικονομικού κλίματος, ότι καταγράφουμε την πορεία της σημερινής κυβέρνησης σε Eurogroup / μεταμνημονιακή παρακολούθηση με εφόδιο την επίτευξη των πρωτογενών πλεονασμάτων, ότι ενσωματώνουμε στο επιχείρημά μας τα βήματα που γίνεται για να προχωρήσουν τα πράγματα στις τράπεζες, ότι βλέπουμε πως και οι Βρυξέλλες και οι λοιποί διεθνείς δίνουν χώρο κινήσεων, όσο κι αν αμφισβητούν την προοπτική ρυθμών ανάπτυξης στο 2,8% που επικαλείται ο προϋπολογισμός - όμως, μολαταύτα, μένουμε στην επιφυλακτικότητα.

Πάμε λοιπόν ένα βήμα πίσω, να ξαναδούμε κάποια πράγματα. Κι ας ξεκινήσουμε από τα πρωτογενή πλεονάσματα - που όλοι (;) πλέον παραδέχονται ότι κρατούν κάτω την οικονομία, πλην όλοι (;) αναγνωρίζουν ότι η εξασφάλισή τους και για το 2020 είναι διαπραγματευτική προϋπόθεση για να χαλαρώσει ο καταναγκασμός του 3,5% του ΑΕΠ για το 2021-22. 

Αν η σημερινή κυβέρνηση θυμηθεί τις ηρωικές ημέρες που ήταν διεκδικητική αντιπολίτευση -ας πούμε το 2017-18-, σίγουρα θα ανασύρει ότι επιχειρηματολογούσε πως και τα τότε επιδιωκόμενα πλεονάσματα και υπερπλεονάσματα, πέραν του ότι ήταν αποτέλεσμα υπερφορολόγησης κοκ, προέκυπταν εν πολλοίς από την καθυστέρηση πληρωμής ληξιπρόθεσμων του Δημοσίου προς ιδιώτες/arrears και κυρίως από την καθυστέρηση στην απονομή συντάξεων. Σήμερα, που είμαστε παραμονές τέλους του έτους, πόσο χαμηλότερα από 1% του ΑΕΠ θα καταγραφούν τα ληξιπρόθεσμα; Και πόσο κοντά τις 300.000 θα είναι οι εκκρεμείς συντάξεις, που μαζί με τον Γολγοθά των επανυπολογισμών και των άλλων συνταξιοδοτικών εκκρεμοτήτων έχουν ακουστεί από επίσημα χείλη ότι αγγίζουν τις 1.000.000 υποθέσεις; Σε μια ψαλίδα 1%-1,5% του ΑΕΠ κινούμαστε κι εδώ.

Φυσικά λίγο παραπέρα βρίσκεται η κυλιόμενη υπόθεση των αναδρομικών -παλιότερων «γενεών» και από νεότερες δικαστικές αποφάσεις, αλλά και από τις αιτήσεις στην ηλεκτρονική πλατφόρμα του ΕΦΚΑ που ακριβώς δημιουργήθηκε για να μην πνιγούν ολότελα από προσφυγές τα Δικαστήρια: πάνω από 1,5 εκατομμύριο αιτήσεις έχουν καταγραφεί με το καλό-, που ο καθένας «που ξέρει» εκτιμά σε διαφορετικό ύψος δισεκατομμυρίων. Να μείνουμε συντηρητικά σε 2%-3% του ΑΕΠ; Βεβαίως, υπάρχει εδώ η Μεγάλη Λευκή Ελπίδα (για τον προϋπολογισμό ελπίδα, για τους άνω των 2.200.000 συνταξιούχους και τους πολιτικούς και δημοσιογραφικούς προστάτες τους κατάρα!) της πιλοτικής δίκης στο ΣτΕ με την οποία θα υποδεχθούμε το 2020 και που θα κρίνει συνολικά. Ενώ υπάρχει και η πάγια πολιτική απόφαση -με επίνευση της τρόικας- για σταδιακή αποπληρωμή, εις βάθος χρόνου, όσων τελικά (;) κριθούν.

Σταματούμε εδώ αυτή την καταγραφή που έχουμε τη συναίσθηση ότι θυμίζει μπακάλικο τεφτέρι. Όμως όλη η συζήτηση για τα πρωτογενή πλεονάσματα, καθώς πάντοτε γνωστά ήταν και τώρα γνωστά παραμένουν τα παραπάνω, ουδέποτε είχε σοβαρότερο περιεχόμενο. Κυρίως: ό,τι ίσχυε πέρσι και πρόπερσι και πίσω πίσω στη δυσάρεστη αυτή 10ετία, αυτό ισχύει και τώρα με τα πλεονάσματα. 

Ανάλογος λογαριασμός -εδώ αισθανόμαστε την υποχρέωση να είμαστε πιο σεβαστικοί, γιατί αφορά ανθρώπους με γνήσια οικονομική ανάγκη- ισχύει με το κοινωνικό μέρισμα (των 700 ευρώ σε κάπου 250.000 δικαιούχους) για φέτος/τέλος έτους. 

Η σύγκριση με την παροχή 100-1.200 ευρώ σε ευρύτατο φάσμα δικαιούχων, κάπου 1.600.000 αποδέκτες την αντίστοιχη περίοδο του 2018 (και στις δυο περιπτώσεις, η αναφορά σε δικαιούχους, όχι σε τελικά ωφελούμενους/οικογένειες), δίνει κάτι ενδιαφέρον - σε επίπεδο προσδοκώμενης επίπτωσης στην κατανάλωση και δι’ αυτής στο ΑΕΠ.

Η χρονιά που τελειώνει ενσωμάτωσε την επίπτωση εκείνου που είτε το ονομάσει κανείς «13η σύνταξη» είτε «προεκλογικό επίδομα» δόθηκε και καταναλώθηκε (και μπήκε στον πολλαπλασιαστή) στα μέσα του 2019. Ήταν αυτό κάτι σαν 0,5% του ΑΕΠ. Το ίδιο 2019 που τώρα μας τελειώνει, είχε ενσωματώσει το carry-over από περσινό -πολύ μεγαλύτερο του φετινού- κοινωνικό μέρισμα, που σήμερα είναι στο 0,15% του ΑΕΠ. 

Η χρονιά που τελειώνει μόλις που (ελπίζουμε ότι) κατορθώνει να πιάσει αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,9%. Πόσο λοιπόν η προσδοκία για 2,8% ανάπτυξη το 2020 -ώστε να είμαστε εντός στόχων πλεονασμάτων, να μην πέσουμε στην παγίδα ανάγκης νέων μέτρων κοκ- είναι πειστική;

Η «απάντηση» από πλευράς κυβέρνησης παραπέμπει στις φορολογικές ελαφρύνσεις. Θα αρκέσουν;    

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή