ΕΠΙΣΗΜΑΙΝΟΝΤΑΙ ορισμένα κύρια σημεία επί της εισήγησης για τον κρατικό προϋπολογισμό του 2008 του υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών. Διόγκωση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου. Ο ρυθμός αύξησης των εξαγωγών των αγαθών (6,3% το 2007) σε σχέση με αυτόν των εισαγωγών (8,5% - οι δεύτερες είναι τριπλάσιες σε αξία από τις πρώτες) δεν είναι ικανοποιητικός, καθώς το εμπορικό ισοζύγιο διευρύνεται, αγγίζοντας όρια - ρεκόρ και ξεπερνώντας τα 26 δισ. ευρώ το πρώτο οκτάμηνο του 2007.
Παρόμοια δυσμενή εξέλιξη θα έχουμε και το 2008, λόγω του σχετικά όμοιου προβλεπόμενου ρυθμού αύξησης των εξαγωγών και των εισαγωγών (7,5 και 8% αντίστοιχα). Τα έσοδα από τις υπηρεσίες δεν επηρεάζουν θεαματικά το ανωτέρω έλλειμμα. Ετσι το έλλειμμα των τρεχουσών συναλλαγών είναι ίσως το πιο επικίνδυνο έλλειμμα που αντιμετωπίζει πλέον η ελληνική οικονομία. Υπερδιπλασιάστηκε σε σχέση με αυτό του 2005.
Η πολιτική προώθησης των εξαγωγών των αγαθών βασίζεται κατά κύριο λόγο σε ενισχύσεις παραδοσιακής μορφής (ενισχύσεις για συμμετοχή σε εκθέσεις, εμπορικές αποστολές κ.ά.). Δεν μειώθηκε η γραφειοκρατία που διακρίνει την εξαγωγική διαδικασία (ύπαρξη ανούσιων εμποδίων και απαγορεύσεων που συνδέονται με την ύπαρξη του Μητρώου εξαγωγέων), η επιστροφή του ΦΠΑ καθυστερεί μήνες, και από την άλλη έχουν εγκαταλειφθεί όλες οι σύγχρονες πολιτικές προώθησης των εξαγωγών που προωθούσαν α) τη δημιουργία ενός μηχανισμού μόνιμης επικοινωνίας των Ελλήνων εξαγωγέων με το εξωτερικό και β) τη δημιουργία ενός ανθρώπινου κεφαλαίου (ειδικών επί των εξαγωγών ικανών να βοηθήσουν τις μικρές εταιρείες να επεκταθούν στις ξένες αγορές κ.ά.).
Οι ελληνικές εξαγωγές είναι δυσανάλογα μικρές σε σχέση με το μέγεθος του παραγομένου ΑΕΠ της χώρας. Η Ελλάδα εξάγει προϊόντα αξίας τρεις φορές λιγότερο από ό,τι η Πορτογαλία, ενώ η Ιρλανδία, η Αυστρία, η Δανία και η Φινλανδία εξάγουν αντίστοιχα ένδεκα, δέκα, επτά και έξι φορές περισσότερο από ό,τι η χώρα μας. Η ιδιαίτερα ανησυχητική επιδείνωση διαχρονικά, ιδίως μετά το 2005, δείχνει αρχικά ότι η επιλεγόμενη πολιτική εξωστρέφειας της κυβέρνησης δεν έχει τουλάχιστον αποδώσει.
Από την άλλη, η μικρή αύξηση των εξαγωγών των προϊόντων (πλην των πλοίων και καυσίμων) μετά το 2004 δείχνει, εκτός των άλλων, τα φτωχά αποτελέσματα όλων των προσπαθειών κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων, με σκοπό την προώθηση των ελληνικών εξαγωγών. Για να βελτιωθεί η κατάσταση στο εμπορικό ισοζύγιο, απαιτείται οι εξαγωγές να καταγράφουν ετησίως τουλάχιστον τριπλάσιο ρυθμό αύξησης σε σχέση με τις εισαγωγές.
Ειδικοί λογαριασμοί. Παρά τις όποιες εξαγγελίες, οι Ειδικοί Λογαριασμοί των υπουργείων, τα έσοδα των οποίων δεν εντάσσονται στα έσοδα του προϋπολογισμού και ως εκ τούτου οι δαπάνες δεν υπόκεινται στον προβλεπόμενο έλεγχο των δαπανών του προϋπολογισμού, δεν ενσωματώνονται στον κορμό του προϋπολογισμού το 2008. Το ύψος αυτών των εσόδων ανέρχεται στα 5 δισ. ευρώ, που χάνονται για διάφορους σκοπούς ρουσφετολογικού ή μη χαρακτήρα. H εισαγωγή των εσόδων αυτών στον προϋπολογισμό αποτελεί μια σοβαρή «προίκα» για τομείς όπως το ασφαλιστικό, που αντιμετωπίζουν την απειλή των υψηλών ελλειμμάτων.
Συμπράξεις του Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ). Παρά τις όποιες προαναγγελίες περί ταχύτερης δημιουργίας υποδομών λόγω ΣΔΙΤ -εγκρίθηκαν έργα αξίας 2,5 δισ. ευρώ-, έως σήμερα δεν έχει ξεκινήσει κανένα.
Ανεργία. Η Ελλάδα παραμένει η δεύτερη χώρα με την υψηλότερη ανεργία στην Ευρωζώνη, με ποσοστό 8,4% επί του συνόλου του δυναμικού της χώρας και η πρώτη στην ανεργία των νέων στην Ε.Ε. των 27 κρατών - μελών, με ποσοστό 8,4%, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat του δεύτερου τριμήνου του 2007. Η ανεργία μειώθηκε, με τη βοήθεια όμως μηχανισμών που δεν υπήρχαν στο παρελθόν, οι οποίοι λειτουργούν στο πλαίσιο των αντιλήψεων περί «εύκαμπτης απασχόλησης». Μέρος της μείωσης της ανεργίας προήλθε και από επιδοτούμενους κοινοτικούς πόρους για προσωρινές θέσεις εργασίας, κυρίως στο δημόσιο τομέα.
Ετσι, η εκτεταμένη χρήση της μερικής απασχόλησης, όπως και διάφορα προγράμματα (π.χ. το Stage), ερμηνεύουν σημαντικό ποσοστό της μείωσης. Επισημαίνεται ενδεικτικά ότι, τα τρία προηγούμενα χρόνια, η ανεργία μειώθηκε κατά 100 χιλιάδες άτομα, εκ των οποίων οι 62.500 έχουν βρει δουλειά μέσω του προγραμμάτων «Stage», «Νέες θέσεις εργασίας» (που δημιουργούν προσωρινές θέσεις εργασίας) και «Νέοι Ελεύθεροι Επαγγελματίες». Επίσης, σημειώνεται ότι είναι σε εξέλιξη 150.000 διετείς συμβάσεις έργου από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα της οικονομίας.
Ο ρυθμός αύξησης των επενδύσεων, όπως και του ΑΕΠ κατά το 2004-2007, δεν είναι καλύτερος της περιόδου 2000-2004, οπότε δεν ερμηνεύει επαρκώς την όποια μείωση της ανεργίας.
Ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Παρά τι όποιες παρεμβάσεις υπέρ των επιχειρήσεων, η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας εξακολουθεί να μειώνεται. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), μόνο το 2006, η ανταγωνιστικότητα υποχώρησε κατά 4,4% σε σχέση με τις υπόλοιπες βιομηχανικές χώρες, ενώ τη διετία 2004 - 2006 η απώλεια φτάνει στο 7,9%. Παρόμοια αποτελέσματα δίνουν και οι δείκτες του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ για το 2006. Η Ελλάδα κατείχε, το 2006, την 49 θέση σε ό,τι αφορά την επιχειρηματικότητα και την ανταγωνιστικότητα, από την 38η θέση που είχε το 2004.
Οι αποκρατικοποιήσεις, οι δυνατότητες των οποίων περιορίζονται διαχρονικά (καθώς τα «φιλέτα» έχουν ήδη ιδιωτικοποιηθεί) δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται για πολύ ως μέσο κάλυψης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων της χώρας. Αυτό επισημάνθηκε και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (τον κο Almounia), το 2006. Ο Νόμος 3581/2007 περί «Πωλήσεων και ταυτόχρονης μίσθωσης ακινήτων του Δημοσίου…» κινείται σε μια λογική ζημιογόνα για το Δημόσιο και ακατανόητη, δεδομένου του μεγάλου ύψους των ενοικίων που πληρώνει η κεντρική διοίκηση για τα κτήρια όπου φιλοξενείται. Η αντίστροφη πολιτική της αγοράς κτηρίων αντί της πώλησης είναι μεσοπρόθεσμα η πιο ενδεδειγμένη.
Ελλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης. Υπάρχει πραγματική μείωση μόνο στην περίπτωση μη μεταφοράς χρεών από το 2007 στο 2008. Η μείωση του ελλείμματος της Γενικής Κυβέρνησης το 2008 (κατά 0,8% σε σχέση με το 2007) μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση, καθώς οι προσαρμογές του ελλείμματος του 2008 είναι συνέπεια: α) σημαντικών εθνικολογιστικών προσαρμογών (1,5 δισ. ευρώ), για τις οποίες δεν υπάρχουν σχετικές πληροφορίες στην εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού του 2008, β) της υπερεκτίμησης των πλεονασμάτων των ΟΤΑ, ΟΚΑ και λοιπών ΝΠΔΔ, (4,02 δισ. ευρώ), όταν, εκτός των άλλων, ανάμεσα στα προϋπολογισθέντα ποσά που φαίνονται στο ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης και τις εκτιμήσεις για το 2007 των ανωτέρω φορέων υπάρχει σημαντική απόκλιση 400 εκατ. ευρώ, γ) μη καταγραφής υποχρεώσεων του Δημοσίου κατά το τρέχον έτος π.χ. προς τα νοσοκομεία κατά το 2007 κ.ά. Σύμφωνα με το διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας (ετήσια έκθεσή του), υπάρχει μεταφορά χρεών της στο 2008, γεγονός που καταδεικνύει τον πλασματικό χαρακτήρα της μείωσης αυτής κατά το 2007.
Χρέος Γενικής Κυβέρνησης. Η ποσοστιαία μείωσή του συνοδεύεται από τη συνέχιση της αύξησης του δημόσιου χρέους της Γενικής Κυβέρνησης σε αξία, κατά 9 δισ. ευρώ από το 2007 στο 2008.
Ξένες επενδύσεις. Οι επιδόσεις στη χώρα παραμένουν φτωχές. Η ηγεσία του ΕΛΚΕ, η απουσία ενός μηχανισμού «μιας στάσης» με σκοπό την ολοκλήρωση της έγκρισης μιας αίτησης ξένου επενδυτή, σε συνδυασμό με τη γραφειοκρατία που διακρίνει το μηχανισμό έγκρισης των αιτήσεων των ξένων επενδυτών, ερμηνεύουν κατά ένα σημαντικό ποσοστό την καθίζηση των ξένων επενδύσεων, οι οποίες κάθε έτος κυμαίνονται στο 1 δισ. ευρώ, όταν στην Τουρκία το 2006 και 2007 επενδύθηκαν 20 δισ. ευρώ ετησίως.
Σύμφωνα με το «δείκτη φιλοξενίας του κεφαλαίου» του οικονομικού περιοδικού «Φορμπς», στο θέμα της φιλοξενίας των ξένων επενδυτών κατέχουμε την 25η θέση στο πλαίσιο της Ε.Ε. και την 50ή θέση σε σύνολο 144 κρατών.
Οι ξένοι επενδυτές δεν στρέφονται σε βιομηχανικές δραστηριότητες αλλά στο εμπόριο, στις υπηρεσίες ή στο χρηματοπιστωτικό τομέα της οικονομίας. Ως εκ τούτου, η πολύκροτη πολιτική προσέλκυσης ξένων επενδύσεων, όπως και εκείνη υπέρ της εξωστρέφειας, τίθενται υπό αμφισβήτηση.
Ως προς τις δαπάνες του τακτικού προϋπολογισμού, ο θεαματικός περιορισμός των καταναλωτικών δαπανών, όπως εμφανίζεται, δεν οφείλεται στην εξοικονόμηση πόρων λόγω εξορθολογισμού του συστήματος των λειτουργικών δαπανών και του περιορισμού των μετακινήσεων ή τον περιορισμό της γραφειοκρατίας και της σπατάλης γενικότερα (αμοιβές συμβούλων υπουργών κ.λπ.), αλλά σε άλλες αιτίες (π.χ. μη επαναλαμβανόμενες δαπάνες).
Εσοδα, έμμεσοι φόροι. Τα τακτικά έσοδα εκτιμάται ότι θα αυξηθούν κατά 12,1% σε σχέση με το 2007 (στο προσχέδιο του προϋπολογισμού η αύξηση αυτή προβλεπόταν να είναι μικρότερη δηλ. 11,3%). Ο κύριος όγκος αύξησης των εσόδων ερμηνεύεται από την αύξηση των εσόδων λόγω ΦΠΑ και την αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων. Η πολιτική αυτή εξακολουθεί να επιβαρύνει τα ασθενή εισοδήματα.
Φόροι περιουσίας. Τα έσοδα από την κατάργηση των Φόρου Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας (που ευνοεί πάλι τα υψηλά εισοδήματα) και την εισαγωγή του ενιαίου φόρου του 1%, επί της μεταβιβαζόμενης περιουσίας, καθώς και η εισαγωγή της ενιαίας φορολογίας των ακινήτων, που επιβαρύνει τους πάντες (και αναλογικά περισσότερο τα ασθενή οικονομικά στρώματα) θα ανέλθει στα 900 εκατομμύρια ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 275% σε σχέση με το 2007.
Υπουργείο Παιδείας και Υγείας. Το «λιγότερο κράτος», που προωθεί η κυβέρνηση, φαίνεται στους τομείς της Δημόσιας Παιδείας και Παιδείας, όπου οι προβλεπόμενες δαπάνες αντιπροσωπεύουν κάτω του 3% του ΑΕΠ, το χαμηλότερο ποσοστό όλων των κρατών - μελών της Ε.Ε. Στο υπουργείο Υγείας, όμως, το «άφθονο κράτος», με τη δημιουργία τριών νέων Οργανισμών, με τρία νέα διοικητικά συμβούλια και νέα στελέχη, υπαλλήλους κ.λπ., που θα ρυθμίζουν τις προμήθειές τους, προωθείται από την ηγεσία του με νέο σχέδιο νόμου, το οποίο είναι εκ διαμέτρου αντίθετο με το προηγούμενο σχέδιο του προηγούμενου υπουργού Υγείας της ιδίας κυβέρνησης.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΡΔΑΣ*
*Ο κ. Δημήτρης Μάρδας είναι αν. καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.