Νέες καθυστερήσεις προβλέπονται στην επένδυση του Ελληνικού μετά την προσφυγή, την 1η Νοεμβρίου στο Συμβούλιο της Επικρατείας, του ΣΕΑ, του Ενιαίου Συλλόγου Υπαλλήλων του Υπουργείου Πολιτισμού Αττικής, Στερεάς Ελλάδας και της Πανελλήνιας Ένωσης Συντηρητών Αρχαιοτήτων (ΠΕΣΑ) εναντίον του άρθρου της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου και της σχετικής Κοινής Υπουργικής Απόφασης που αφορά στην διαχείριση των κοινόχρηστων χώρων.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η επίσημη ανακοίνωση του ΣΕΑ «οι κοινόχρηστοι χώροι του Ελληνικού, οι οποίοι αποτελούν δημόσια περιουσία που τελεί εκτός πάσης συναλλαγής, αντί να αποδοθούν σε κοινή χρήση, όπως μέχρι τώρα οριζόταν ακόμη και στην ειδική νομοθεσία για το Ελληνικό, αμέσως με την έκδοση της ΚΥΑ πολεοδομικών μελετών, παραμένουν στη διοίκηση και διαχείριση της εταιρεία Ελληνικό Α.Ε. η οποία θα είναι υπεύθυνη για την λειτουργία τους έως την παράδοσή τους στον Φορέα Διαχείρισης Κοινοχρήστων Χώρων, οπότε και περιέρχονται σε κοινή χρήση. Καθώς δεν υπάρχει καμία αναφορά σε σχέση με τον χρονικό ορίζοντα αυτής της διαδικασίας, εύλογα συνάγεται το συμπέρασμα, ότι αναβάλλεται επ’ αόριστον και χωρίς κανέναν χρονικό ή άλλο όρο ή περιορισμό η απόδοση των κοινόχρηστων χώρων σε κοινή χρήση».
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην περιοχή του ακρωτηρίου του Αγίου Κοσμά όπου υπάρχει οριοθετημένος αρχαιολογικός χώρος: «Μεταξύ των κοινόχρηστων χώρων, παράνομα συγκαταλέχθηκε με την παραπάνω ΚΥΑ και το ακρωτήρι του Αγίου Κοσμά, τμήμα του ομώνυμου οριοθετημένου αρχαιολογικού χώρου όπου έχουν πραγματοποιηθεί συστηματικές ανασκαφικές έρευνες, με ρητή πρόβλεψη στο ΠΔ έγκρισης του Σχεδίου Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης (ΣΟΑ) να διαμορφωθεί σε επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο.
Με την αγνόηση και παράκαμψη του αρχαιολογικού χαρακτήρα του χώρου, ωστόσο, του επιφυλάσσεται κοινή μοίρα με τους κοινόχρηστους χώρους, με αποτέλεσμα την παραχώρηση της διοίκησης, διαχείρισης και χρήσης του επ’ αόριστον σε ιδιωτική εταιρεία, αντί του μόνου αρμόδιου Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με το άρθρο 7 του αρχαιολογικού νόμου. Το ίδιο ισχύει και για όλα τα υπόλοιπα αρχαία μνημεία της περιοχής, των οποίων η ένταξη σε κοινόχρηστους χώρους, τα εγκλωβίζει αορίστως σε παντελώς αναρμόδια για τη διαμόρφωση, προστασία και ανάδειξή τους εταιρεία και αναιρεί από το κοινωνικό σύνολο το δικαίωμα απόλαυσής τους ως δημόσιων αγαθών, σύμφωνα με τον ισχύον νομικό πλαίσιο για αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία» υπογραμμίζεται στην ανακοίνωση η οποία καταλήγει με την εκτίμηση πως η σχετική Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου «δεν εξυπηρετεί κανένα δημόσιο συμφέρον αλλά αποκλειστικά το συμφέρον του ιδιώτη επενδυτή».