Η Ρώμη αποτελούσε ένα «χωνευτήρι» των πιο διαφορετικών λαών και πολιτισμών, κάτι που ίσχυε αναπόφευκτα και για τα γονιδιώματα, σύμφωνα με την πρώτη γενετική ιστορία της «αιώνιας πόλης», που έρχεται να επιβεβαιώσει μέσω του DNA ότι όντως όλοι οι δρόμοι κάποτε οδηγούσαν στην πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Όπως προκύπτει από τη γενετική έρευνα, άνθρωποι από όλον τον αρχαίο κόσμο βρίσκονταν στους δρόμους της Ρώμης πριν από 2.000 χρόνια, κάτι που άφησε αποτυπώματα στο DNA των Ρωμαίων.
Κατά τη μελέτη, η συντριπτική πλειονότητα των μεταναστών προερχόταν από την Ανατολή (Ελλάδα, Κύπρο, Συρία, Λίβανο κ.ά.), καθώς η πρόσβαση μέσω της Μεσογείου ήταν πολύ πιο εύκολη από ό,τι μέσω των δύσβατων Άλπεων.
Μέχρι σήμερα υπάρχει μεγάλος πλούτος πληροφοριών και μνημείων για την ιστορία και της Ρώμης – της πρώτης πόλης του αρχαίου κόσμου που πέρασε σε πληθυσμό το ένα εκατομμύριο – ωστόσο ελάχιστα πράγματα ήταν γνωστά για τη γενετική ιστορία της περιοχής.
Ερευνητές από πολλά πανεπιστήμια (Σαπιέντσα Ρώμης, Βιέννης, Στάνφορντ Καλιφόρνιας κ.ά.), που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Science», ανέλυσαν το DNA 127 αρχαίων Ρωμαίων, που βρέθηκαν σε 29 αρχαιολογικές τοποθεσίες μέσα και γύρω από την πόλη και οι οποίοι καλύπτουν μία περίοδο σχεδόν 12.000 ετών.
Η μελέτη έφερε στο φως δύο σημαντικές προϊστορικές μετακινήσεις πληθυσμού προς τη Ρώμη, μία όταν νεολιθικοί γεωργοί που είχαν έλθει κυρίως από την Ανατολία (σημερινή Τουρκία και Ιράν) αντικατέστησαν τους μεσολιθικούς κυνηγούς - τροφοσυλλέκτες πριν 7.000 χρόνια έως 9.000, και μία δεύτερη κατά την Εποχή του Χαλκού (2.900 έως 1.000 π.Χ.), όταν αυξήθηκαν οι εμπορικές και λοιπές επαφές μέσω της Μεσογείου.
Τα γενετικά στοιχεία δείχνουν επίσης ότι κατά τα τελευταία 3.000 χρόνια, λόγω των πολλών μικρότερων μεταναστεύσεων προς τη Ρώμη, το γενετικό «προφίλ» της πόλης εμφάνιζε μεγάλη ποικιλομορφία, με σημαντικές γονιδιακές συνεισφορές από ανθρώπους που εισέρρεαν από διάφορες περιοχές της Μέσης Ανατολής, της Ευρώπης και της Βόρειας Αφρικής.
Μετά τη διάσπαση της Αυτοκρατορίας σε δυτική και ανατολική (Βυζάντιο) τον 4ο αιώνα μ.Χ. και τις συνεχείς επιδρομές των Ευρωπαίων «βαρβάρων», που άφησαν το γενετικό αποτύπωμά τους στον ρωμαϊκό πληθυσμό, η Ρώμη έγινε πια πολύ μικρότερη σε πληθυσμό και παράλληλα απέκτησε ένα πιο δυτικοευρωπαϊκό γενετικό «προφίλ».
Ακολούθως, μετά την κατοπινή εμφάνιση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ενισχύθηκε στο DNA της πόλης η κεντροευρωπαϊκή και η βορειοευρωπαϊκή γενετική επιρροή.
Με πληροφορίες από ΑΜΠΕ