ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ της Μπεναζίρ Μπούτο ανακοίνωσε επισήμως το κόμμα της. Η επικεφαλής της αντιπολίτευσης στο Πακιστάν δολοφονήθηκε από βομβιστή αυτοκτονίας μετά το τέλος προεκλογικής συγκέντρωσης στη πόλη Ραβαλπίντι (Rawalpindi).
«Εγινε μάρτυρας», δήλωσε αξιωματούχος του κόμματός της, ενώ το θάνατό της επιβεβαίωσε και το υπουργείο Εσωτερικών του Πακιστάν.
Το τηλεοπτικό κανάλι Ary-One μετέδωσε ότι η ηγέτιδα της αντιπολίτευσης πυροβολήθηκε στο κεφάλι. Η 54χρονη Μπούτο απεβίωσε σε νοσοκομείο του Ραβαλπίντι, όπου είχε μεταφερθεί σε κρίσιμη κατάσταση.
Αρχικά τα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία έκαναν λόγο για επίθεση αυτοκτονίας με εκρηκτικά. Αυτόπτης μάρτυρας, όμως, δήλωσε στο πρακτορείο Reuters ότι πριν την έκρηξη άκουσε δύο πυροβολισμούς. «Όπως έβγαιναν η κ. Μπούτο και άλλοι αξιωματούχοι, τους πλησίασε ένας άνδρας, πυροβόλησε και μετά ανατινάχθηκε», είπε.
Από την ισχυρή έκρηξη σκοτώθηκαν άλλοι είκοσι άνθρωποι. Ήταν η δεύτερη απόπειρα δολοφονίας κατά της Μπέναζιρ Μπούτο μετά την επιστροφή της στη χώρα. Η πρώτη, με απολογισμό περισσότερους από 140 νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες, σημειώθηκε τον Οκτώβριο δύο μέρες αφού είχε επιστρέψει στο Πακιστάν, ύστερα από οκτώ χρόνια εξορίας.
Εξτρεμιστικές ομάδες που συνδέονται με την Αλ Κάιντα είχαν προειδοποιήσει ότι η Μπούτο ήταν στόχος, διότι, όπως υποστήριζαν, συντάχθηκε με τις αμερικανικές θέσεις στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας.
Αντιδράσεις
Η δολοφονία της Μπούτο θα πυροδοτήσει κύμα τρομοκρατίας εκτιμά ο Ρώσος υφυπουργός Εξωτερικών εκφράζοντας τα συλλυπητήριά του.
Την επίθεση εναντίον της ηγέτιδας της αντιπολίτευσης καταδίκασε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, μιλώντας για απόπειρα υπονόμευσης της συμφιλίωσης και της προώθησης της δημοκρατίας στο Πακιστάν.
Ο γάλλος υπουργός Εξωτερικών Μπερνάρ Κουσνέρ εξέφρασε σήμερα τη «μεγάλη λύπη» του και καταδίκασε με τρόπο κατηγορηματικό την «αποτρόπαια ενέργεια» που στοίχισε την ζωή στην πρώην πρωθυπουργό του Πακιστάν, σύμφωνα με ανακοίνωση του υπουργείου του.
Στην ίδια ανακοίνωση «επαναβεβαιώνεται η αφοσίωση της Γαλλίας στην σταθερότητα στο Πακιστάν και στη δημοκρατία του».
Τη δολοφονική επίθεση καταδίκασε και ο ιταλός πρωθυπουργός Ρομάνο Πρόντι. Σε δήλωσή του στην Ρώμη καταδικάζει με «αγανάκτησή τον φανατισμό» που στοίχισε σήμερα την ζωή στην πρώην πρωθυπουργό του Πακιστάν, ενώ παράλληλα απευθύνει έκκληση να «μη διακοπεί η δύσκολη πορεία προς την ειρήνη».
Συγκλονισμένος από τη δολοφονία της Μπεναζίρ Μπούτο δήλωσε ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών και απηύθυνε έκκληση για αυτοσυγκράτηση. «Οι εξτρεμιστικές ομάδες βάζουν στο στόχαστρό τους όλους αυτούς που είναι προσηλωμένοι στη δημοκρατική διαδικασία στο Πακιστάν. Δεν μπορούν και δεν πρέπει να πετύχουν» πρόσθεσε ο Ντέιβιντ Μίλιμπαντ.
Στο Ισλαμαμπάντ, εκπρόσωπος του Περβέζ Μουσάραφ δήλωσε ότι ο πρόεδρος του Πακιστάν αναμένεται να κάνει σύντομα δηλώσεις για τον θάνατο της 54χρονης ηγέτιδος.
Για το θάνατο της Μπούτο ενημερώθηκε ο Τζορτζ Μπους, όπως ανακοίνωσε ο Λευκός Οίκος, καταδικάζοντας «πράξεις βίας» στο Πακιστάν, ενώ γνωστοποίησε ότι ο Αμερικανός πρόεδρος θα προβεί σε δηλώσεις.
«Ο πρόεδρος έχει ενημερωθεί για την κατάσταση στο Πακιστάν», δήλωσε ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Σκοτ Στέινζελ και πρόσθεσε ότι το πληροφορήθηκε το πρωί στο αγρόκτημά του στο Κρόφορντ του Τέξας, όπου έχει μεταβεί για ολιγοήμερες διακοπές.
Την έκτακτη σύγκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ στις 19:00 (ώρα Ελλάδος) για διαβουλεύσεις μετά τη δολοφονία της Μπεναζίρ Μπούτο ανακοίνωσε εκπρόσωπος του Οργανισμού.
«Η Μπεναζίρ Μπούτο είναι μια γυναίκα που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με αδιαφορία», έγραφε η Wall Street Journal τον Αύγουστο. «Τόσο οι θαυμαστές της όσο και οι επικριτές της συμφωνούν ότι η πρώην πρωθυπουργός του Πακιστάν ήταν η πιο χαρισματική ηγέτις της χώρας. Πέρα όμως από αυτό, οι γνώμες διίστανται. Ορισμένοι πιστεύουν ότι η Μπούτο είναι η ελπίδα της χώρας για ένα δημοκρατικό μέλλον και άλλοι υποστηρίζουν ότι θα καταστρέψει τη χώρα λόγω του παρελθόντος της».
ΣΥΝ: Κίνδυνος γενικευμένης αποσταθεροποίησης στο Πακιστάν
Τον αποτροπιασμό του για τη βομβιστική επίθεση που στοίχισε τη ζωή στην ηγέτιδα της αντιπολίτευσης Μπεναζίρ Μπούτο και σε δεκάδες ανθρώπους που συμμετείχαν σε ειρηνική εκδήλωση εκφράζει με ανακοίνωσή του ο ΣΥΝ
Όπως επισημαίνει, πρόκειται «για στυγερό έγκλημα σε βάρος της δημοκρατίας και της ειρήνης που δεν μπορεί παρά να είναι έργο σκοτεινών δυνάμεων».
Ο ΣΥΝ εκτιμά ότι «ο πολύπαθος λαός του Πακιστάν, που καταδυναστεύεται εδώ και χρόνια από το αμερικανοστήριχτο καθεστώς του στρατηγού Μουσάραφ, κινδυνεύει να μπει σ΄έναν φαύλο κύκλο βίας με απρόβλεπτες συνέπειες».
«Ο κίνδυνος γενικευμένης αποσταθεροποίησης στη χώρα μπορεί να έχει τραγικές επιπτώσεις, όχι μόνο για τον Πακιστανικό λαό, αλλά και γενικότερα για την υπόθεση της ειρήνης στην περιοχή και σ΄όλο τον κόσμο, δεδομένου ότι το Πακιστάν είναι και πυρηνική δύναμη», καταλήγει η ανακοίνωση του ΣΥΝ.
Σε αναζήτηση ασφαλών καταφυγίων οι επενδυτές
Πτώση σημείωσαν οι αμερικανικές μετοχές, καθώς η είδηση για τη δολοφονία της Μπαναζίρ Μπούτο πυροδότησε φόβους για κλιμάκωση της βίας και όξυνση της γεωπολιτικής αβεβαιότητας.
Αντιθέτως, η τιμή του χρυσού ανήλθε στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων τεσσάρων εβδομάδων, ενώ άνοδο σημείωσαν επίσης οι τιμές του πετρελαίου και των ομολόγων.
Συγκεκριμένα, η τιμή του χρυσού ενισχύθηκε κατά 3,6 δολ. φθάνοντας τα 833,10 δολάρια, ενώ η τιμή του αργού σημείωσε άνοδο κατά 47 σεντς, στα 96,44 δολάρια το βαρέλι.
Παράλληλα, το δολάριο δέχθηκε περαιτέρω πιέσεις υποχωρώντας κατά 0,4% έναντι του ευρώ και κατά 0,6% έναντι του ελβετικού φράγκου.
Βιογραφικό της Μπεναζίρ Μπούτο
Η Μπεναζίρ Μπούτο έγινε το 1988, σε ηλικία 35 ετών, η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός σε χώρα του ισλαμικού κόσμου.
Ήταν κόρη του πρώην προέδρου και πρώην πρωθυπουργού Ζουλφικάρ Αλί Μπούτο του Πακιστάν, ο οποίος εκτελέστηκε το 1979, ήταν παντρεμένη και είχε τρία παιδιά.
Η Μπούτο, η οποία σπούδασε στο Χάρβαρντ και στην Οξφόρδη, διετέλεσε από το 1984 ηγέτις εν εξορία του Λαϊκού Κόμματος του Πακιστάν (Pakistan People's Party), και μαζί με τη μητέρα της Νουσράτ Μπούτο συμμετείχε στο Κίνημα για την Αποκατάσταση της Δημοκρατίας στο Πακιστάν.
Το 1986 επέστρεψε στο Πακιστάν μετά την εξορία της από το 1984 ως το 1986. Το 1988 εξασφάλισε στις εκλογές 92 από τις τις 207 έδρες και ζήτησε από τον πρόεδρο Γκουλάμ Ισχάκ Χαν την εντολή για το σχηματισμό κυβέρνησης.
Το 1990 ο πρόεδρος της χώρας έπαυσε την κυβέρνησή της, κατηγορώντας την για κατάχρηση εξουσίας και διαφθορά, διέλυσε το Κοινοβούλιο και προκήρυξε εκλογές για τις 14 Οκτωβρίου.
Την ίδια χρονιά της απαγορεύτηκε η έξοδος από τη χώρα και εμφανίστηκε ενώπιον ειδικού δικαστηρίου, όπου απέρριψε ως ''χαλκευμένες και ψευδείς'' τις κατηγορίες για διαφθορά, νεποτισμό και κατάχρηση εξουσίας, που της απέδωσε ο πρόεδρος της χώρας. Αργότερα το ίδιος έτος το Λαϊκό Κόμμα του Πακιστάν υπέστη συντριπτική ήττα στις γενικές εκλογές που διεξήχθησαν στη χώρα και η Μπούτο κατήγγειλε το εκλογικό αποτέλεσμα ως προϊόν βίας και νοθείας.
Το 1991 η Μπούτο κατηγορήθηκε για υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος από το Ειδικό Δικαστήριο της Λαχόρης, κατηγορία την οποία αποδέχθηκε, αλλά αρνήθηκε να αποκαλύψει τους παραλήπτες των χρημάτων, ισχυριζόμενη ότι πρόκειται για κρατικό μυστικό.
Την επόμενη χρονιά η πρώην πρωθυπουργός του Πακιστάν συνελήφθη από τις αρχές επειδή διοργάνωσε αντικυβερνητική πορεία διαμαρτυρίας και εξορίστηκε από την πρωτεύουσα για 30 ημέρες.
Στις γενικές εκλογές που διεξήχθησαν το 1993 το κόμμα της αναδείχθηκε πρώτο, χωρίς όμως να κερδίσει αυτοδυναμία και η Μπούτο εξελέγη πρωθυπουργός, αναλαμβάνοντας ταυτοχρόνως τα υπουργεία Οικονομικών και Εμπορίου.
Το 1996 αποπέμφθηκε από την πρωθυπουργία με εντολή του προέδρου Λεγκαρί, ο οποίος την κατηγόρησε για διαφθορά και άλλες καταχρήσεις εξουσίας και η Μπούτο προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο με αίτημα την ακύρωση της απομάκρυνσής της από την εξουσία. Ωστόσο το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της και την επόμενη χρονιά το κόμμα της υπέστη συντριπτική ήττα στις βουλευτικές εκλογές.
Το 1997 οι ελβετικές αρχές αποφάσισαν να παγώσουν για τρεις μήνες τους τραπεζικούς λογαριασμούς της ιδίας, του συζύγου της και της μητέρας της, ύστερα από σχετικό αίτημα της πακιστανικής κυβέρνησης η οποία ερευνούσε κατηγορίες εναντίον της για διαφθορά. Ο σύζυγός της είχε ήδη καταδικασθεί για διαφθορά και βρισκόταν στη φυλακή καθώς κατηγορείτο και για συμμετοχή σε συνωμοσία με σκοπό τη δολοφονία του αδελφού της και πολιτικού της αντιπάλου.
Το επόμενο έτος δικαστήρια της χώρας διατάζουν τη δέσμευση όλων των περιουσιακών στοιχείων της ιδίας, του συζύγου της και της μητέρας της και εκδίδεται ένταλμα σύλληψης εναντίον της με την κατηγορία των παράνομων διορισμών την περίοδο της πρωθυπουργίας της.
Την ίδια χρονιά και ελβετός δικαστής ζητεί την άσκηση δίωξης εναντίον της για ξέπλυμα βρόμικου χρήματος, κρίνοντας ως ύποπτα δύο συμβόλαια που είχε υπογράψει με ελβετικές εταιρίες.
Η Μπούτο εγκατέλειψε το Πακιστάν και έμεινε εξόριστη στο Λονδίνο και το Ντουμπάι.
Το 1999 καταδικάστηκε ερήμην της σε πενταετή κάθειρξη για διαφθορά. Το δικαστήριο επέβαλε στην ίδια και το σύζυγό της πρόστιμο 8,6 εκατομμυρίων δολαρίων με την κατηγορία ότι ελάμβαναν παράνομες προμήθειες από ελβετική εταιρία.
Το 2001 το Ανώτατο Δικαστήριο έκανε δεκτή την έφεσή της και διέταξε τη διεξαγωγή νέας δίκης εις βάρος της με την κατηγορία της διαφθοράς και το 2002 εξελέγη πρόεδρος του Λαϊκού Κόμματος του Πακιστάν, όντας εν εξορία. Ωστόσο η κεντρική εκλογική επιτροπή απορρίπτει την υποψηφιότητά της για τις βουλευτικές εκλογές, με το αιτιολογικό ότι έχει καταδικαστεί ερήμην για διαφθορά.
Την επόμενη χρονιά η Μπούτο καταδικάζεται από δικαστήριο της Γενεύης σε φυλάκιση έξι μηνών με αναστολή και καταβολή προστίμου 262.758 δολαρίων, από κοινού με το σύζυγό της, για ξέπλυμα χρημάτων στην Ελβετία.
Το 2006 υπέγραψε με τον πρώην πρωθυπουργό Σαρίφ στο Λονδίνο μια "χάρτα για τη δημοκρατία", με την οποία αναλάμβαναν από κοινού τη δέσμευση να αποκαταστήσουν τη δημοκρατία στο Πακιστάν.
Φέτος η κυβέρνηση του Πακιστάν απέσυρε τις κατηγορίες για διαφθορά εις βάρος της και τον Οκτώβριο ο πρόεδρος Μουσάραφ υπέγραψε τη "συμφωνία συμφιλίωσης" μαζί της η οποία άνοιξε το δρόμο για την επιστροφή της στη χώρα.
Λίγες ώρες μετά την επάνοδό της στην πατρίδα της στις 19 του ιδίου μήνα, έπειτα από οκτώ χρόνια εξορίας, διπλή βομβιστική επίθεση με στόχο την αυτοκινητοπομπή της στο Καράτσι είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο τουλάχιστον 130 ανθρώπων.
Στις 9 Νοεμβρίου οι αρχές την έθεσαν σε κατ'οίκον περιορισμό, ο οποίος ήρθη αργότερα την ίδια ημέρα, προκειμένου να εμποδίσουν τη συμμετοχή της σε προγραμματισμένη μεγάλη συγκέντρωση του κόμματός της στο Ραβαλπίντι κατά του προέδρου Μουσάραφ, ο οποίος επέβαλε στις 3 Νοεμβρίου κατάσταση έκτακτης ανάγκης στη χώρα.
Λίγες ημέρες αργότερα, στις 12 Νοεμβρίου, οι αρχές την ξαναέθεσαν σε κατ'οίκον περιορισμό για επτά ημέρες προκειμένου να την εμποδίσουν να συμμετάσχει σε μαζική μηχανοκίνητη πορεία διαμαρτυρίας από τη Λαχόρη έως το Ισλαμαμπάντ. Ο κατ΄οίκον περιορισμός της ήρθη τελικά στις 15 Νοεμβρίου.
"Μπορεί να προσπαθήσουν να με δολοφονήσουν", είχε δηλώσει πριν επιστρέψει στο Πακιστάν από την οκτάχρονη εξορία της στην παναραβική εφημερίδα ¶σαρκ αλ Αουσάτ. "Έχω προετοιμάσει την οικογένειά μου και τα αγαπημένα μου πρόσωπα για παν ενδεχόμενο".
ΑΠΕ-ΜΠΕ, Reuters