ΣΥΣΣΩΜΗ η διεθνής κοινότητα καταδικάζει τη δολοφονική επίθεση εναντίον της Μπεναζίρ Μπούτο μετά το τέλος προεκλογικής συγκέντρωσής της στη πόλη Rawalpindi από καμικάζι. Μάλιστα, η αστυνομία επιβεβαίωσε τις πληροφορίες ότι η Μπούτο δέχθηκε σφαίρα στο λαιμό πριν από τη βομβιστική επίθεση, από την οποία σκοτώθηκαν άλλοι 20 άνθρωποι. Την ίδια ώρα, η βία στη χώρα κλιμακώνεται, με τέσσερις ανθρώπους να έχουν χάσει τη ζωή τους σε βίαιες συγκρούσεις.
Για έργο τρομοκρατών έκανε λόγο ο Πακιστανός πρόεδρος Περβέζ Μουσάραφ σε τηλεοπτικό του διάγγελμα και ζήτησε τη στήριξη του πακιστανικού λαού.
«Αυτή η απάνθρωπη πράξη είναι έργο των τρομοκρατών τους οποίους πολεμάμε και που αντιπροσωπεύουν τη μεγαλύτερη απειλή για το έθνος» είπε.
«Ζητώ ενότητα και στήριξη από το έθνος» πρόσθεσε και δεσμεύτηκε πως το Πακιστάν θα ξεφορτωθεί, όπως είπε, αυτούς τους τρομοκράτες.
Ο Πακιστανός πρόεδρος κήρυξε τριήμερο εθνικό πένθος.
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο πρωθυπουργός της χώρας Μοχαμέντμιαν Σούμρο, μίλησε για δειλή και άνανδρη πράξη τρομοκρατίας και δεσμεύθηκε πως η κυβέρνηση θα προσφύγει σε όλα τα μέσα για χυθεί άπλετο φως σε αυτή τη συνωμοσία κατά της χώρας, όπως είπε.
Συγκλονισμένος και οργισμένος δήλωσε ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Μπαν Κι Μουν, κάνοντας λόγο για επίθεση εναντίον της σταθερότητας στο Πακιστάν.
«Καταδικάζω έντονα αυτό το αποτρόπαιο έγκλημα και ζητώ να οδηγηθούν οι δράστες το συντομότερο δυνατό ενώπιον της δικαιοσύνης» αναφέρει στη δήλωσή του.
Εν τω μεταξύ, καταδικαστική ανακοίνωση της «αποτρόπαιης τρομοκρατικής πράξης» εξέδωσε το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, μετά την έκτακτη σύγκλησή του και απηύθυνε έκκληση για αυτοσυγκράτηση.
Με έντονο τρόπο καταδίκασε ο Αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Μπους τη δολοφονική επίθεση, ζητώντας οι δράστες να οδηγηθούν ενώπιον της Δικαιοσύνης.
«Οι ΗΠΑ καταδικάζουν έντονα αυτή την άνανδρη πράξη από τους φονικούς εξτρεμιστές που προσπαθούν να υπονομεύσουν τη δημοκρατία στο Πακιστάν. Αυτοί που διέπραξαν αυτό το έγκλημα πρέπει να οδηγηθούν ενώπιον της Δικαιοσύνης» δήλωσε χαρακτηριστικά ο Τζορτζ Μπους.
Πριν από λίγο, εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου απέδωσε τη δολφονία στους «εχθρούς της Δημοκρατίας», που χρησιμοποίησαν «μεθόδους ίδιες με αυτές της Αλ Κάιντα» http://www.naftemporiki.gr/news/static/07/12/27/1456736.htm .
Για βάρβαρη τρομοκρατική πράξη έκανε λόγο ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν.
Ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Μπερνάρ Κουσνέρ εξέφρασε τη «μεγάλη λύπη» του και καταδίκασε με τρόπο κατηγορηματικό την «αποτρόπαια ενέργεια».
Στην ίδια ανακοίνωση «επαναβεβαιώνεται η αφοσίωση της Γαλλίας στην σταθερότητα στο Πακιστάν και στη δημοκρατία του».
Τη δολοφονική επίθεση καταδίκασε και ο Ιταλός πρωθυπουργός Ρομάνο Πρόντι. Σε δήλωσή του στην Ρώμη καταδικάζει με «αγανάκτησή τον φανατισμό» που στοίχισε σήμερα την ζωή στην πρώην πρωθυπουργό του Πακιστάν, ενώ παράλληλα απευθύνει έκκληση να «μη διακοπεί η δύσκολη πορεία προς την ειρήνη».
Συγκλονισμένος από τη δολοφονία της Μπεναζίρ Μπούτο δήλωσε και ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών και απηύθυνε έκκληση για αυτοσυγκράτηση.
«Βάζοντας στο στόχαστρό τους τη Μπεναζίρ Μπούτο, οι εξτρεμιστικές ομάδες βάζουν στο στόχαστρό τους όλους αυτούς που είναι προσηλωμένοι στη δημοκρατική διαδικασία στο Πακιστάν. Δεν μπορούν και δεν πρέπει να πετύχουν» δήλωσε ο Ντέιβιντ Μίλιμπαντ.
Mε τον πιο έντονο τρόπο καταδίκασε και η Γερμανίδα καγκελάριος, ¶νγκελα Μέρκελ την επίθεση, λέγοντας πως στόχος της ήταν να πληγεί η σταθερότητα στο Πακιστάν.
Δήλωση Ντόρας Μπακογιάννη
«Είμαι βαθύτατα συγκλονισμένη από τον τραγικό θάνατο της Μπεναζίρ Μπούτο, μιας διεθνούς ηγετικής προσωπικότητας που αγωνίσθηκε σθεναρά για τη δημοκρατία, την ειρήνη, τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και τη συμφιλίωση στη χώρα της», δήλωσε η υπουργός Εξωτερικών Ντόρα Μπακογιάννη.
Η Ελλάδα, πρόσθεσε, καταδικάζει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο την τρομοκρατική επίθεση που, δύο μόλις εβδομάδες πριν τις βουλευτικές εκλογές στο Πακιστάν, οδήγησε σ΄αυτή την τραγική απώλεια.
«Παρακολουθούμε με μεγάλη ανησυχία τα γεγονότα, εκφράζοντας ταυτόχρονα την ευχή και την ελπίδα ότι η χώρα αυτή θα ακολουθήσει τον δρόμο προς την οικοδόμηση ενός δημοκρατικού καθεστώτος. Αυτό θα αποτελέσει και τη μόνη δικαίωση της τραγικής θυσίας της Μπεναζίρ Μπούτο».
Γ. Παπανδρέου: Τεράστιες οι ευθύνες του αυταρχικού καθεστώτος
Συγκλονισμένος από την είδηση της δολοφονίας της Μπεναζίρ Μπούτο δήλωσε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, καταδικάζοντας τη δολοφονική ενέργεια.
«Το αυταρχικό καθεστώς Μουσάραφ φέρει τεράστια ευθύνη για τις πολιτικές εξελίξεις και την αντιδημοκρατική εκτροπή, που συνέβαλαν και στο τραγικό γεγονός της δολοφονίας της Μπεναζίρ Μπούτο» προσθέτει στη δήλωσή του ο κ. Παπανδρέου για τις εξελίξεις στο Πακιστάν, με ευθύνη του πακιστανικού καθεστώτος, όπως αναφέρει.
Κλιμακώνεται η βία στο Πακιστάν
Πριν από λίγο ανακοινώθηκε από τις τοπικές αρχές ότι τέσσερις άνθρωποι σκοτώθηκαν στα ανατολικά και τα νότια κατά τη διάρκεια των βίαιων επεισοδίων που ξέσπασαν σε πολλές πόλεις μετά τη δολοφονία.
Νωρίτερα, είχε γίνει γνωστό πως βίαια επεισόδια σημειώθηκαν στα βορειοδυτικά. Η αστυνομία διέλυσε με την απειλή γκλομπς και με τη ρήψη δακρυγόνων περισσότερα από 100 άτομα που διαδήλωναν στο Πεσαβάρ.
Πληροφορίες από διάφορες μεγαλουπόλεις αναφέρουν ότι εξαγριωμένοι οπαδοί της Μπούτο συγκρούονται με την αστυνομία και πυρπολούν οχήματα, κτίρια και τα γραφεία του φίλο-κυβερνητικού πολιτικού κόμματος «Μουσουλμανική Ένωση του Πακιστάν-Κουέιντ», που μετέχει επίσης στις εκλογές της 8ης Ιανουαρίου.
Τέσσερις αστυνομικοί τραυματίστηκαν από σφαίρες και τουλάχιστον 20 σπίτια πυρπολήθηκαν σε χωριό του Πακιστάν. Στην πόλη Τζοκομπαμπάντ, τη γενέτειρα του υπηρεσιακού πρωθυπουργού του Πακιστάν Μοχαμέντμιαν Σούμρο, πυρπολήθηκαν το δικαστικό μέγαρο και ένα ακόμα κυβερνητικό κτίριο, μετέδωσε δημοσιογράφος του Γαλλικού Πρακτορείου.
Σημειώνεται ότι αμέσως μετά τη δολοφονία το υπουργείο Εσωτερικών της χώρας ανακοίνωσε ότι όλες οι δυνάμεις ασφαλείας έχουν τεθεί σε κατάσταση άμεσου συναγερμού για τη διασφάλιση της τάξης.
Βιογραφικό της Μπεναζίρ Μπούτο
Η Μπεναζίρ Μπούτο έγινε το 1988, σε ηλικία 35 ετών, η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός σε χώρα του ισλαμικού κόσμου.
Ήταν κόρη του πρώην προέδρου και πρώην πρωθυπουργού Ζουλφικάρ Αλί Μπούτο του Πακιστάν, ο οποίος εκτελέστηκε το 1979, ήταν παντρεμένη και είχε τρία παιδιά.
Η Μπούτο, η οποία σπούδασε στο Χάρβαρντ και στην Οξφόρδη, διετέλεσε από το 1984 ηγέτις εν εξορία του Λαϊκού Κόμματος του Πακιστάν (Pakistan People's Party), και μαζί με τη μητέρα της Νουσράτ Μπούτο συμμετείχε στο Κίνημα για την Αποκατάσταση της Δημοκρατίας στο Πακιστάν.
Το 1986 επέστρεψε στο Πακιστάν μετά την εξορία της από το 1984 ως το 1986. Το 1988 εξασφάλισε στις εκλογές 92 από τις τις 207 έδρες και ζήτησε από τον πρόεδρο Γκουλάμ Ισχάκ Χαν την εντολή για το σχηματισμό κυβέρνησης.
Το 1990 ο πρόεδρος της χώρας έπαυσε την κυβέρνησή της, κατηγορώντας την για κατάχρηση εξουσίας και διαφθορά, διέλυσε το Κοινοβούλιο και προκήρυξε εκλογές για τις 14 Οκτωβρίου.
Την ίδια χρονιά της απαγορεύτηκε η έξοδος από τη χώρα και εμφανίστηκε ενώπιον ειδικού δικαστηρίου, όπου απέρριψε ως ''χαλκευμένες και ψευδείς'' τις κατηγορίες για διαφθορά, νεποτισμό και κατάχρηση εξουσίας, που της απέδωσε ο πρόεδρος της χώρας. Αργότερα το ίδιος έτος το Λαϊκό Κόμμα του Πακιστάν υπέστη συντριπτική ήττα στις γενικές εκλογές που διεξήχθησαν στη χώρα και η Μπούτο κατήγγειλε το εκλογικό αποτέλεσμα ως προϊόν βίας και νοθείας.
Το 1991 η Μπούτο κατηγορήθηκε για υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος από το Ειδικό Δικαστήριο της Λαχόρης, κατηγορία την οποία αποδέχθηκε, αλλά αρνήθηκε να αποκαλύψει τους παραλήπτες των χρημάτων, ισχυριζόμενη ότι πρόκειται για κρατικό μυστικό.
Την επόμενη χρονιά η πρώην πρωθυπουργός του Πακιστάν συνελήφθη από τις αρχές επειδή διοργάνωσε αντικυβερνητική πορεία διαμαρτυρίας και εξορίστηκε από την πρωτεύουσα για 30 ημέρες.
Στις γενικές εκλογές που διεξήχθησαν το 1993 το κόμμα της αναδείχθηκε πρώτο, χωρίς όμως να κερδίσει αυτοδυναμία και η Μπούτο εξελέγη πρωθυπουργός, αναλαμβάνοντας ταυτοχρόνως τα υπουργεία Οικονομικών και Εμπορίου.
Το 1996 αποπέμφθηκε από την πρωθυπουργία με εντολή του προέδρου Λεγκαρί, ο οποίος την κατηγόρησε για διαφθορά και άλλες καταχρήσεις εξουσίας και η Μπούτο προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο με αίτημα την ακύρωση της απομάκρυνσής της από την εξουσία. Ωστόσο το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της και την επόμενη χρονιά το κόμμα της υπέστη συντριπτική ήττα στις βουλευτικές εκλογές.
Το 1997 οι ελβετικές αρχές αποφάσισαν να παγώσουν για τρεις μήνες τους τραπεζικούς λογαριασμούς της ιδίας, του συζύγου της και της μητέρας της, ύστερα από σχετικό αίτημα της πακιστανικής κυβέρνησης η οποία ερευνούσε κατηγορίες εναντίον της για διαφθορά. Ο σύζυγός της είχε ήδη καταδικασθεί για διαφθορά και βρισκόταν στη φυλακή καθώς κατηγορείτο και για συμμετοχή σε συνωμοσία με σκοπό τη δολοφονία του αδελφού της και πολιτικού της αντιπάλου.
Το επόμενο έτος δικαστήρια της χώρας διατάζουν τη δέσμευση όλων των περιουσιακών στοιχείων της ιδίας, του συζύγου της και της μητέρας της και εκδίδεται ένταλμα σύλληψης εναντίον της με την κατηγορία των παράνομων διορισμών την περίοδο της πρωθυπουργίας της.
Την ίδια χρονιά και ελβετός δικαστής ζητεί την άσκηση δίωξης εναντίον της για ξέπλυμα βρόμικου χρήματος, κρίνοντας ως ύποπτα δύο συμβόλαια που είχε υπογράψει με ελβετικές εταιρίες.
Η Μπούτο εγκατέλειψε το Πακιστάν και έμεινε εξόριστη στο Λονδίνο και το Ντουμπάι.
Το 1999 καταδικάστηκε ερήμην της σε πενταετή κάθειρξη για διαφθορά. Το δικαστήριο επέβαλε στην ίδια και το σύζυγό της πρόστιμο 8,6 εκατομμυρίων δολαρίων με την κατηγορία ότι ελάμβαναν παράνομες προμήθειες από ελβετική εταιρία.
Το 2001 το Ανώτατο Δικαστήριο έκανε δεκτή την έφεσή της και διέταξε τη διεξαγωγή νέας δίκης εις βάρος της με την κατηγορία της διαφθοράς και το 2002 εξελέγη πρόεδρος του Λαϊκού Κόμματος του Πακιστάν, όντας εν εξορία. Ωστόσο η κεντρική εκλογική επιτροπή απορρίπτει την υποψηφιότητά της για τις βουλευτικές εκλογές, με το αιτιολογικό ότι έχει καταδικαστεί ερήμην για διαφθορά.
Την επόμενη χρονιά η Μπούτο καταδικάζεται από δικαστήριο της Γενεύης σε φυλάκιση έξι μηνών με αναστολή και καταβολή προστίμου 262.758 δολαρίων, από κοινού με το σύζυγό της, για ξέπλυμα χρημάτων στην Ελβετία.
Το 2006 υπέγραψε με τον πρώην πρωθυπουργό Σαρίφ στο Λονδίνο μια "χάρτα για τη δημοκρατία", με την οποία αναλάμβαναν από κοινού τη δέσμευση να αποκαταστήσουν τη δημοκρατία στο Πακιστάν.
Φέτος η κυβέρνηση του Πακιστάν απέσυρε τις κατηγορίες για διαφθορά εις βάρος της και τον Οκτώβριο ο πρόεδρος Μουσάραφ υπέγραψε τη "συμφωνία συμφιλίωσης" μαζί της η οποία άνοιξε το δρόμο για την επιστροφή της στη χώρα.
Λίγες ώρες μετά την επάνοδό της στην πατρίδα της στις 19 του ιδίου μήνα, έπειτα από οκτώ χρόνια εξορίας, διπλή βομβιστική επίθεση με στόχο την αυτοκινητοπομπή της στο Καράτσι είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο τουλάχιστον 130 ανθρώπων.
Στις 9 Νοεμβρίου οι αρχές την έθεσαν σε κατ'οίκον περιορισμό, ο οποίος ήρθη αργότερα την ίδια ημέρα, προκειμένου να εμποδίσουν τη συμμετοχή της σε προγραμματισμένη μεγάλη συγκέντρωση του κόμματός της στο Ραβαλπίντι κατά του προέδρου Μουσάραφ, ο οποίος επέβαλε στις 3 Νοεμβρίου κατάσταση έκτακτης ανάγκης στη χώρα.
Λίγες ημέρες αργότερα, στις 12 Νοεμβρίου, οι αρχές την ξαναέθεσαν σε κατ'οίκον περιορισμό για επτά ημέρες προκειμένου να την εμποδίσουν να συμμετάσχει σε μαζική μηχανοκίνητη πορεία διαμαρτυρίας από τη Λαχόρη έως το Ισλαμαμπάντ. Ο κατ΄οίκον περιορισμός της ήρθη τελικά στις 15 Νοεμβρίου.
"Μπορεί να προσπαθήσουν να με δολοφονήσουν", είχε δηλώσει πριν επιστρέψει στο Πακιστάν από την οκτάχρονη εξορία της στην παναραβική εφημερίδα ¶σαρκ αλ Αουσάτ. "Έχω προετοιμάσει την οικογένειά μου και τα αγαπημένα μου πρόσωπα για παν ενδεχόμενο".
ΑΠΕ-ΜΠΕ, Reuters