Από την έντυπη έκδοση
Του Ιωάννη Παπαδόπουλου*
Σε συνέχεια του άρθρου μου της προηγούμενης εβδομάδας, θα ήθελα να αναπτύξω ορισμένες ιδέες σχετικά με τον ρόλο των χρηματοοικονομικών εργαλείων στην ενεργειακή και κλιματική μετάβαση, ξεκινώντας από έναν γενικότερο στοχασμό. Αν συνεχίσουμε να κατανοούμε τη χρηματοοικονομική σφαίρα με τη σημερινή «ορθόδοξη» οπτική, δηλαδή απλώς με όρους αποδοτικότητας, τέλειας γνώσης μελλοντικών ισορροπιών και ορθολογικής διαμόρφωσης μελλοντικών τιμών, δεν θα μπορέσουμε να προετοιμάσουμε ένα βιώσιμο μέλλον για την ανθρωπότητα. Θα πρέπει να αρχίσουμε να κατανοούμε τη χρηματοοικονομική ως ένα πολύπλοκο σύστημα, εντός του οποίου παρατηρούνται διαδράσεις, είτε σταθεροποιητικές, όταν αυτές ευνοούν την περιβαλλοντικά υπεύθυνη δραστηριότητα, είτε αποδομητικές, όταν ευνοούν τις αντιδράσεις αγέλης οι οποίες φέρνουν χάος και καταστροφή αξιών.
Εφόσον υιοθετήσουμε μια νέα, απαλλαγμένη από τα δόγματα των σαράντα τελευταίων ετών, αντίληψη περί των χρηματοοικονομικών αγορών, θα πρέπει να αρχίσουμε να στοχαζόμαστε με όρους χρηματοοικονομικών κύκλων. Ο χρηματοοικονομικός κύκλος έχει ως βασικό χαρακτηριστικό ότι αντιτίθεται σε μια λογική της θεμελιώδους αξίας της ισορροπίας, καθώς βρίσκεται ουσιωδώς αντιμέτωπος με τη ριζική απροσδιοριστία.
Έτσι, σε έναν κύκλο, η προεξόφληση των μελλοντικών τιμών στις αγορές δεν είναι τίποτα άλλο από τον σχηματισμό μιας συλλογικής πίστης βασισμένης στις επιλογές των παικτών της χρηματοοικονομικής αγοράς. Έτσι, αντί μιας δογματικής αντίληψης που εξαλείφει τη χρονικότητα, την κυκλικότητα δηλαδή του χρόνου, προς όφελος ενός αιώνιου παρόντος που βασίζεται στην υποτιθέμενη ορθολογική εις το διηνεκές γνώση του τρόπου σχηματισμών των τιμών, ένας κύκλος λειτουργεί με περιοδικότητες στις αποφάσεις τοποθέτησης σε αξίες: ανάπτυξη, ευφορία, κρίση και αναστροφή, αποπληθωρισμός στοιχείων ενεργητικού, απομόχλευση, αναδιάρθρωση ισοζυγίων και ξανά από την αρχή.
Ο πραγματικός, κυκλικός κόσμος της απροσδιοριστίας, όχι ο εικονικός, γραμμικός κόσμος του διάφανου ορθολογισμού των αναλυτών, είναι ο κόσμος μας. Σ’ αυτόν τον κόσμο οφείλουμε να κινητοποιήσουμε τους παράγοντες εκείνους που είναι ικανοί να φέρουν προστιθέμενη αξία μέσω των επενδύσεων. Εν προκειμένω, επειδή μιλάμε για την ευρωπαϊκή οικονομία, το στοίχημα είναι οι επενδύσεις που θα παράγουν ευρωπαϊκή προστιθέμενη αξία, ήτοι κοινωνική χρησιμότητα υπερβαίνουσα τη χρησιμότητα που παράγει η κάθε μία χώρα της Ε.Ε. ξεχωριστά.
Σ’ αυτόν τον κόσμο οφείλουμε να ορίσουμε τάξεις επενδύσεων, οι οποίες είναι εξαιρετικά σημαντικές καθώς τώρα η περίφημη παγκοσμιοποίηση δεν ορίζεται τυφλά από τις κινήσεις των κεφαλαίων σε αναζήτηση μεγαλύτερου οριακού οφέλους, αλλά από τα κοινά αγαθά. Και το κυριότερο κοινό αγαθό, αυτό που είναι και το πιο ευάλωτο και απειλητικό αν δεν το λάβουμε υπόψη μας στην οικονομική δραστηριότητα, είναι ασφαλώς το κλίμα. Έτσι, απαιτείται μια νέα σχέση μεταξύ της οικολογίας και της οικονομίας. Πιο συγκεκριμένα, απαιτείται να σκεφτούμε ριζικά εκ νέου το σύνολο των προβλημάτων των επενδύσεων μέσα σε οικοσυστήματα και όχι ως ασύνδετες μεταξύ τους ατομικές αποφάσεις παικτών που επιδιώκουν απλώς μεγιστοποίηση του κέρδους.
Σ’ αυτόν τον κόσμο η έννοια της ευρωπαϊκής προστιθέμενης αξίας παίζει έναν αναντικατάστατο ρόλο, καθώς μας επιτρέπει να ορίσουμε ένα πρόγραμμα μακροπρόθεσμων επενδύσεων με άμεση έναρξη, που να υπερβαίνει τη δύναμη της αδράνειας όσον αφορά το περιβαλλοντικό ζήτημα. Μιλάμε συνεπώς για ένα συνολικό μετασχηματισμό του καθεστώτος της ανάπτυξης, κατά τρόπο που η οικονομική μεγέθυνση, η οικολογία και η κοινωνική δικαιοσύνη να είναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους.
Οι μακροπρόθεσμες επενδύσεις που θα καταστήσουν δυνατό ένα τέτοιο χρηματοοικονομικό μοντέλο έχουν ανάγκη από δημόσιες εγγυήσεις και βεβαίως, από μια στροφή της χρηματοοικονομικής από τα βραχυπρόθεσμα μερίσματα στους μετόχους σε πιο μακροπρόθεσμους στόχους βιωσιμότητας, οι οποίοι και μόνο θα επιτρέψουν την απόσβεση των κεφαλαίων που θα απαιτηθούν και τη συλλογική ευημερία στον πλανήτη. Καθώς το κλίμα αποτελεί κατ’ εξοχήν ένα κοινό αγαθό, είναι σαφές ότι σε έναν ευρωπαϊκό προϋπολογισμό επενδύσεων το κλίμα θα θεωρείται ως ευρωπαϊκό στο σύνολό του και όχι ως ελληνικό, γαλλικό κ.λπ. Και το κλίμα ως κοινό αγαθό θα συμπαρασύρει τον προϋπολογισμό στην αναζήτηση νέων εσόδων για να μοχλευθούν οι απαραίτητες επενδύσεις, στη διεύρυνση δηλαδή της φορολογικής του βάσης μέσω ιδίων πόρων.
Για να γίνω σαφέστερος, αφ’ ης στιγμής το κλίμα θεωρείται πια ως κοινό αγαθό, οι επενδύσεις που θα απαιτηθούν για αποδοτικότερα και έξυπνα συστήματα παραγωγής και διανομής ενέργειας, την ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, τη σταδιακή μείωση και εντέλει την κατάργηση, με ορίζοντα το 2050, του άνθρακα από τις μεταφορές, θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί σε μεγάλο βαθμό από ένα νέο, ευρωπαϊκό και στοχοθετημένο φόρο, τον φόρο επί του άνθρακα, ο οποίος θα υποκαταστήσει διάφορους αντιπαραγωγικούς έμμεσους φόρους σε εθνικό επίπεδο, όπως τον φόρο μισθωτών υπηρεσιών.
Το ίδιο θα πρέπει να γίνει και με ήδη υπάρχοντες ιδίους πόρους της Ε.Ε., όπως τους δασμούς: οι δασμοί ανήκουν από κοινού σε όλους τους Ευρωπαίους και οφείλουν να διασφαλίσουν τη μακροπρόθεσμη ευημερία και το μέλλον των ιδίων, των παιδιών τους και των οικοσυστημάτων εντός των οποίων ζουν και δραστηριοποιούνται. Μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική μακροπρόθεσμων επενδύσεων και προστιθέμενης αξίας έχει επίσης ως βασικό πλεονέκτημα ότι σφυρηλατεί σταδιακά μια κοινή ευρωπαϊκή συνείδηση στους πολίτες της γηραιάς ηπείρου, μια αίσθηση του συνανήκειν, η οποία θα τονώνεται όσο εμφανίζονται οικονομικά, περιβαλλοντικά και κοινωνικά οφέλη στον ορίζοντα. Ένα κοινό μακροπρόθεσμο πρόγραμμα επενδύσεων, με μια νέα αντίληψη περί χρηματοοικονομικής και περί του καθεστώτος ανάπτυξης, είναι ικανό πραγματικά να εμβαθύνει την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
* Ο Ιωάννης Παπαδόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονία.