Της Μάρως Βακαλοπούλου
[email protected]
Έως τη Δευτέρα τα ξημερώματα, ο Ντόναλντ Τραμπ είχε κυρίως πολιτικούς αντιπάλους – τους Δημοκρατικούς που πήραν τη μεγάλη απόφαση να εκκινήσουν τη διαδικασία παραπομπής του σημαίνοντας την έναρξη μίας μεγάλης έρευνας για το κατά πόσον έκανε κατάχρηση της εξουσίας του. Η απόφαση ωστόσο του Αμερικανού προέδρου να αποσύρει τα αμερικανικά στρατεύματα από τη Συρία φαίνεται πως έπιασε την Ουάσιγκτον στον ύπνο. Ο Τραμπ έκανε την έκπληξη. Και κατάφερε μέσα σε μία νύχτα να ξυπνήσει τις αντίθετες φωνές και να αποκτήσει επικριτές και στα δύο πολιτικά στρατόπεδα, των Δημοκρατικών, αλλά και των Ρεπουμπλικανών.
Ο Ρεπουμπλικάνος επικεφαλής της Γερουσίας Μιτς Μακόνελ ήταν ο κορυφαίος του χορού των Ρεπουμπλικανών που τράβηξαν την κόκκινη γράμμη, παρόλο που έως χθες στήριζαν τον πρόεδρο τους σχεδόν σε όλα, ακόμη και στη διαδικασία παραπομπής του.
«Μια εσπευσμένη απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από τη Συρία θα ωφελούσε μονάχα τη Ρωσία, το Ιράν και το καθεστώς Άσαντ. Και θα αύξανε τον κίνδυνο μιας ανασύνταξης του ISIS και άλλων τρομοκρατικών οργανώσεων», σημείωσε ο Μακόνελ. Η στάση του γερουσιαστή από το Κεντάκι ήταν ίσως αυτή που δημιούργησε τη μεγαλύτερη αίσθηση, καθώς ανήκει σε εκείνους τους Ρεπουμπλικανούς που στήριζαν τον Τραμπ άκομη και στις μεγαλύτερες ιδιοτροπίες του. Μόλις την περασμένη εβδομάδα, ο Μακόνελ είχε ανεβάσει ένα βίντεο στο Facebook, όπου δεσμευόταν να βάλει πάση θυσία τέλος στη διαδικασία παραπομπής του Τραμπ.
Εάν η αντίδραση των Δημοκρατικών ήταν αναμενόμενη, η αντίδραση των Ρεπουμπλικανών ήταν ταχύτατη και μάλλον ανησυχητική για έναν πρόεδρο, ο οποίος σε αυτή τη φάση έχει περισσότερη ανάγκη από ποτέ τη στήριξη του κόμματός του.
Ο Λίντσεϊ Γκράχαμ, πρόεδρος της Επιτροπής Δικαιοσύνης της Γερουσίας και εκ των στενότερων συμμάχων του Ντόναλντ Τραμπ, υπήρξε ακόμη πιο σκληρός. Η εγκατάλειψη των Κούρδων θα είναι «καταστροφή» και «ένας λεκές στην τιμή των ΗΠΑ», τόνισε εξηγώντας ότι μία τέτοια κίνηση θα διασφαλίσει την επιστροφή του Ισλαμικού Κράτους και βεβαίως θα σπρώξει τους Κούρδους στην αγκαλιά του Άσαντ και του Ιράν.
«Ελπίζω να είμαι σαφής για το πόσο κοντόφθαλμη και ανεύθυνη είναι αυτή η απόφαση. Μου αρέσει ο πρόεδρος Τραμπ. Προσπάθησα να τον βοηθήσω. Αυτό, για μένα, είναι όμως ανησυχητικό», πρόσθεσε μιλώντας στο Fox News.
Ακόμη και ο Κέβιν Μακάρθι, ο ηγέτης των Ρεπουμπλικανών στη Βουλή των Αντιπροσώπων που αντιτάχθηκε μέχρι κεραίας στην παραπομπή του Τραμπ, έθεσε χθες θέμα εμπιστοσύνης μεταξύ συμμάχων. «Εάν δεσμευτείς και κάποιος αγωνίζεται μαζί σου, οι Ηνωμένες Πολιτείες οφείλουν να κρατήσουν τον λόγο τους», τόνισε.
Η λίστα των Ρεπουμπλικανών που εξέφρασαν τη διαφωνία τους με την απόφαση Τραμπ αυξάνεται διαρκώς. Είτε αναφέροντας ανοιχτά το όνομα του προέδρου, όπως ο γερουσιαστής Μάρκο Ρούμπιο, είτε επισημαίνοντας πιο γενικά και αόριστα ότι «οι ΗΠΑ πρέπει να στηρίζουν τους συμμάχους τους, είναι λάθος να αφήσουν τους Κούρδους να πεθάνουν και η Τουρκία δεν είναι σύμμαχος», όπως έκανε μέσω Twitter η πρώην πρέσβειρα των Ηνωμένων Πολιτειών στον ΟΗΕ Νίκι Χάλεϊ.
Την έντονή αντίδρασή τους εξέφρασαν ακόμη και μέσα ενημέρωσης τα οποία παραδοσιακά στηρίζουν τον Ντόναλντ Τραμπ, όπως το Fox News. Ο οικοδεσπότης της πρωινής εκπομπής «Fox and Friends» Μπράιαν Κίλμιντ μίλησε ξεκάθαρα για «καταστροφή» αφήνοντας τους τηλεθεατές να προβληματιστούν κατά πόσον είναι σωστό οι ΗΠΑ να εγκαταλείψουν εκείνους που βοήθησαν να πέσει το «χαλιφάτο».
Αντιμέτωπος με όλη αυτή τη θύελλα αντιδράσεων, ο Αμερικανός πρόεδρος προσπάθησε να θολώσει λίγο τα νερά προειδοποιώντας την Άγκυρα μέσω Τwitter πως αν κάνει κάτι που η Ουάσιγκτον θεωρήσει ότι κινείται «εκτός ορίων», τότε οι ΗΠΑ θα «καταστρέψουν ολοσχερώς και θα εξαφανίσουν την οικονομία της Τουρκίας».
Απτόητος όμως – για κάποιον λόγο που μένει να φανεί στη συνέχεια – επέμεινε στην απόφασή του. «Ο κόσμος είναι ενθουσιασμένος, επειδή πιστεύει ότι τώρα είναι η ώρα να φέρουμε τους ανθρώπους μας πίσω. Δεν είμαστε αστυνομική δύναμη», τόνισε επιμένοντας ότι δεν είναι τόσο απομονωμένος όσο φαίνεται, καθώς η απόφασή τους βρίσκει και πολλούς υποστηρικτές. Για τον ίδιο, καλό θα είναι να έχει δίκιο. Ο Ντόναλντ Τραμπ αποφάσισε να πάρει ένα πολύ μεγάλο ρίσκο σε μία πολύ κρίσιμη στιγμή για το πολιτικό του μέλλον.