Συνέντευξη στην Ανθή Αγγελοπούλου
Το όνειρο μιας επιτυχημένης σχέσης και ενός ευτυχισμένου γάμου αποτελεί για τους περισσότερους έναν σημαντικό στόχο ζωής. Οι δεσμοί της αγάπης και της συντροφικότητας που ιδεατά αναπτύσσονται σ’ ένα ζευγάρι έρχονται να προσφέρουν συναισθηματική ευδαιμονία και ελπίδα για μια ισορροπημένη και ικανοποιητική ζωή. Το «εμείς» που δημιουργείται σ’ έναν γάμο έχει στόχο να βοηθήσει και τους δύο συντρόφους, και τα δύο «εγώ», να καλύψουν τις ανάγκες τους και να βιώσουν μια συναισθηματική πληρότητα. Τι γίνεται όμως αν κατά την πορεία του γάμου ανακαλύπτουμε μέρα με τη μέρα ότι ο σύντροφός μας δεν ενδιαφέρεται πραγματικά για εμάς, ή ακόμα και για τα παιδιά μας -εάν υπάρχουν- πάρα μόνο για τον εαυτό του;
Πώς αντιμετωπίζουμε έναν σύντροφο που ενώ στην αρχή φάνταζε γοητευτικός, ενδιαφέρων, ισχυρός αλλά και στοργικός, τελικά αποδεικνύεται υπερβολικά εγωιστής, απαιτεί συνεχώς προσοχή, θαυμασμό και περιποίηση από εμάς, ενώ ταυτόχρονα γίνεται και συναισθηματικά κακοποιητικός αν δεν γίνεται μόνο το δικό του; Τι κάνουμε όταν συνειδητοποιήσουμε ότι ο σύντροφός μας είναι υπέρμετρα νάρκισσος;
Στα ερωτήματα αυτά μας απαντά o ψυχοθεραπευτής Βασίλης Ζανάκης με αφετηρία το βιβλίο «Χωρίς εσένα: Σπάζοντας τους τοξικούς δεσμούς ή η διαχείριση ενός αποχωρισμού» της Karyl McBride*.
Το όνειρο μιας επιτυχημένης σχέσης είναι μόνο όνειρο ή μπορεί να γίνει και πραγματικότητα;
Η επίτευξη μιας επιτυχημένης σχέσης και ενός ευτυχισμένου γάμου αποτελεί ένα διαχρονικό όνειρο των ανθρώπων. Δεν είναι τυχαίο ότι σε πολλά παραμύθια, μύθους, ακόμα και σε μυθιστορήματα και ταινίες, το ευτυχές τέλος περιλαμβάνει το γάμο της πρωταγωνίστριας ή του πρωταγωνιστή με ένα «καλό παιδί» όπου «ζουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα». Σε αντίθεση όμως με τα παραμύθια, μια ικανοποιητική σχέση στην πραγματική ζωή δεν είναι ένα στιγμιαίο, τυχερό γεγονός. Δεν αρκεί να γνωρίσουμε έναν άνθρωπο που θα ταιριάξουμε από την αρχή και όλα θα πηγαίνουν καλά για πάντα.
Τα στατιστικά δεδομένα μας λένε ότι ένα μεγάλο ποσοστό γάμων – περίπου το 40% στην Ελλάδα – καταλήγουν σε διαζύγιο. Η εμπειρία επίσης μας δείχνει ότι και από τα ζευγάρια που παραμένουν μαζί, ένα μεγάλο ποσοστό δεν είναι ευτυχισμένοι ή αρκετά ικανοποιημένοι στο γάμο τους. Εντούτοις, δεν είναι όλες οι σχέσεις καταδικασμένες να αποτύχουν. Υπάρχουν και ζευγάρια που είναι καλά μαζί και βιώνουν μια ικανοποιητική μακροχρόνια σχέση.
Δεν υπάρχει «συνταγή» επιτυχίας μιας σχέσης ή ενός γάμου. Όμως, για να μπορέσει το όνειρο να γίνει πραγματικότητα χρειάζεται φροντίδα και ενασχόληση, χρειάζεται δουλειά. Και η δουλειά αυτή αφορά και στα τρία βασικά κομμάτια μιας σχέσης που είναι το Εγώ, το Εσύ και το Εμείς. Το πρώτο κομμάτι είναι συνήθως αυτό που προσέχουμε το λιγότερο: αντίθετα από ότι ίσως θα σκεφτόταν κάποιος, το πρώτο βήμα για μια καλή σχέση είναι να ξεκινήσουμε από τον εαυτό μας, το Εγώ. Χρειάζεται να κατανοήσουμε τις βαθύτερες ανάγκες και επιθυμίες μας, καθώς και τους τρόπους που έχουμε μάθει να σχετιζόμαστε με τους άλλους ανθρώπους στη ζωή μας. Οι τρόποι αυτοί λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό ασυνείδητα και εμπεριέχουν προβλήματα ή δυσκολίες που συχνά μας διαφεύγουν στη συνειδητή μας αντίληψη και σκέψη. Γνωρίζοντας καλύτερα, λοιπόν, τον εαυτό μας μπορούμε και να ξεκαθαρίσουμε το τι έχουμε πραγματικά ανάγκη, τι θέλουμε αλλά και να βελτιώσουμε τους τρόπους που επιλέγουμε τους συντρόφους μας και τους τρόπους που σχετιζόμαστε μαζί τους.
Προσπάθεια και επένδυση χρόνου και ενέργειας χρειάζονται και οι ανάγκες και οι επιθυμίες του συντρόφου μας – του Εσύ. Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η σχέση, το Εμείς, είναι κάτι παραπάνω από το άθροισμα δυο Εγώ και χρειάζεται και αυτή φροντίδα. Όμως, επιμένω, η εκπλήρωση του ονείρου μιας επιτυχημένης σχέσης ξεκινάει από την καλύτερη γνωριμία και κατανόηση του εαυτού.
Ακούμε συχνά σήμερα τον όρο «τοξική σχέση». Τι ακριβώς εννοούμε με αυτό και ποιες σχέσεις αφορά; Τη σχέση του ζευγαριού, των γονιών με τα παιδιά ή και τις σχέσεις με φίλους και συνεργάτες μας;
Μια σχέση θεωρείται τοξική όταν ο ένας εταίρος – ο «τοξικός εταίρος» θα μπορούσαμε να πούμε – έχει συχνά συμπεριφορές που είναι συναισθηματικά, και ορισμένες φορές ακόμα και σωματικά, βλαβερές για τον άλλο εταίρο. Ενώ μια υγιής σχέση συμβάλλει στην αυτοεκτίμηση και τη συναισθηματική μας ευεξία, μια τοξική σχέση καταστρέφει την αυτοεκτίμηση μας και απομυζά την ενέργεια μας. Μια υγιής σχέση περιλαμβάνει αμοιβαία φροντίδα, σεβασμό και συμπόνια, ενδιαφέρον για την ευημερία και την ανάπτυξη του άλλου, εν ολίγοις, μια κοινή επιθυμία για την ευτυχία του άλλου. Μια υγιής σχέση είναι μια ασφαλής σχέση, μια σχέση όπου μπορούμε να είμαστε ο εαυτός μας χωρίς φόβο, ένας «τόπος» όπου αισθανόμαστε άνετοι και ασφαλείς. Μια τοξική σχέση, από την άλλη πλευρά, δεν είναι ασφαλής. Μια τοξική σχέση χαρακτηρίζεται από ανασφάλεια, εγωκεντρικότητα, κυριαρχία, έλεγχο. Μια τοξική σχέση δεν είναι απλώς δυσλειτουργική, είναι επικίνδυνη.
Γενικά θα λέγαμε ότι όσο πιο συναισθηματικά σημαντική είναι μια σχέση, τόσο μεγαλύτερο το βάρος μια πιθανής τοξικότητας. Τοξικές σχέσεις μπορούμε να συναντήσουμε κυρίως σε κοντινές σχέσεις με σημαντικό βαθμό συναισθηματικής συναλλαγής: σε ζευγάρια, σε οικογένειες, σε φίλους. Βέβαια, και σε επαγγελματικό περιβάλλον, ένας τοξικός συνεργάτης ή ένας ιεραρχικά ανώτερος μπορεί να δυσκολέψει σημαντικά τη ζωή μας (αυτοπεποίθηση, διάθεση, ενέργεια).
Αν τελικά είμαστε μέσα σε μία «τοξική σχέση» πώς μπορούμε να βγούμε από αυτήν χωρίς «παρενέργειες» ή πώς μπορούμε να τη διαχειριστούμε χωρίς να χάσουμε την ίδια τη σχέση;
Για να υπάρχει μια σχέση, είτε υγιής είτε δυσλειτουργική είτε τοξική, χρειάζονται τουλάχιστον δύο άτομα. Αν, λοιπόν, είμαστε μέσα σε μια σχέση – και μιλάμε εδώ για σχέσεις ενηλίκων, τα πράγματα είναι διαφορετικά σε οικογενειακές σχέσεις γονιών και παιδιών – και είμαστε οι αποδέκτες της τοξικής συμπεριφοράς θα πρέπει κατ’ αρχήν να αναρωτηθούμε: γιατί είμαστε εδώ; Πως φτάσαμε και γιατί παραμένουμε; Το πρώτο βήμα λοιπόν για το ξεμπέρδεμα του κουβαριού είναι η κατανόηση της κατάστασης, δίνοντας ιδιαίτερο βάρος στην ανάλυση των δικών μας συνειδητών και ασυνείδητων διεργασιών που μας έφεραν στη δυσάρεστη κατάσταση. Σκοπός εδώ δεν είναι να κατηγορήσουμε τον εαυτό μας και να τον επιβαρύνουμε με ενοχές. Αντίθετα, σκοπός είναι να τον καταλάβουμε περισσότερο. Και από την κατανόηση έρχεται και ανακούφιση αλλά και ισχυρότερη θέληση και δυνατότητα για θετικές αλλαγές.
Υπάρχει όμως και ο τοξικός σύντροφος. Όσο και να αλλάξουμε εμείς, η σχέση δεν μπορεί να βελτιωθεί σημαντικά αν δεν αλλάξει και η συμπεριφορά του τοξικού συντρόφου. Πώς μπορούμε να προκαλέσουμε μια τέτοια θετική αλλαγή; Με το να τη ζητήσουμε. Με απλό και ήρεμο τρόπο πρέπει να εξηγήσουμε ποιες συμπεριφορές δεν είμαστε διατεθειμένοι πια να ανεχτούμε και να προτείνουμε διαφορετικούς τρόπους επικοινωνίας και συμπεριφοράς. Μα, θα μου πείτε, γιατί να δεχθεί ο προβληματικός τοξικός σύντροφος να αλλάξει; Η απάντηση είναι: για να μη μας χάσει, να μη χωρίσουμε. Εδώ είναι το παράδοξο αλλά και σημαντικό σημείο: για να προσπαθήσουμε να βελτιώσουμε μια τοξική σχέση θα πρέπει να είμαστε διατεθειμένοι να την εγκαταλείψουμε. Σαφέστατα οι αλλαγές δεν είναι εύκολες και θέλουν χρόνο και προσπάθεια. Όμως πρέπει να βάλουμε σαφή όρια στον τοξικό σύντροφό μας. Όρια και συμπεριφοράς και χρόνου βελτίωσης. Και αν αυτά τα όρια παραβιαστούν, τότε ο χωρισμός είναι η σωστότερη λύση.
Ο χωρισμός είναι ούτως ή άλλως μια δύσκολη υπόθεση. Ο χωρισμός από ένα τοξικό σύντροφο είναι ακόμα πιο δύσκολη, διότι ο τοξικός σύντροφος θα αντισταθεί με κάθε μέσο και θα δημιουργήσει προβλήματα, καθυστερήσεις, έντονες αντιπαραθέσεις, κλπ. Σε περίπτωση, δε, που υπάρχουν και παιδιά, τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο. Για να μειώσουμε λοιπόν τις αρνητικές «παρενέργειες» από ένα χωρισμό από έναν τοξικό σύντροφο, καλό θα είναι να προετοιμαστούμε προσεκτικά και να ζητήσουμε βοήθεια: υποστήριξη από τους συγγενείς και φίλους, ψυχολογική στήριξη από έναν ειδικό και νομική στήριξη επίσης από ένα ειδικευμένο δικηγόρο.
Στο βιβλίο «Χωρίς Εσένα» της Karyl McBride, γίνεται μια ενδιαφέρουσα ανάλυση για το σπάσιμο των τοξικών σχέσεων και τη διαχείριση ενός αποχωρισμού. Με απλό και άμεσο τρόπο προσεγγίζονται όλα τα βασικά ερωτήματα για το πώς να αναγνωρίσουμε το πρόβλημα, πώς να αποφασίσουμε αν θα μείνουμε στη σχέση και πώς να προετοιμαστούμε καλύτερα για έναν χωρισμό όταν αυτός είναι αναπόφευκτος.
Τι χαρακτηριστικά έχει το άτομο που μας «βάζει» μέσα σε μία τοξική σχέση και τι πρέπει να προσέχουμε για να μην μπούμε τελικά σε μια τέτοια σχέση;
Οι τοξικοί σύντροφοι δεν έχουν ένα συγκεκριμένο προφίλ, ούτε έχουν όλοι τις ίδιες ακριβώς συμπεριφορές. Άλλοι είναι πολύ εξουσιαστικοί και ελεγκτικοί, άλλοι είναι υπερβολικά ζηλιάρηδες και ανασφαλείς, άλλοι είναι υπέρμετρα εγωκεντρικοί και αδιάφοροι. Το κοινό χαρακτηριστικό είναι όμως η ακρότητα, η υπερβολή.
Η ακρότητα του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς δεν φαίνεται πάντα από την αρχή μιας σχέσης. Αντιθέτως, κυρίως όταν η σχέση ξεκινάει και ο έρωτας φουντώνει, η υπερβολή φαίνεται ως κάτι «ερωτικό», κολακευτικό, συναρπαστικό. Αυτό ισχύει σε μεγάλο βαθμό στην περίπτωση των ατόμων με έντονη ναρκισσιστική προσωπικότητα. Όταν τους γνωρίζουμε βγάζουν μια έντονη γοητεία, παρουσιάζουν τον εαυτό τους και τα επιτεύγματά τους με μέθοδο και επιδεξιότητα, ενώ προσέχουν και χρησιμοποιούν την εξωτερική τους εμφάνιση υπέρμετρα. Στη συνέχεια όμως, και καθώς τους γνωρίζουμε καλύτερα, βλέπουμε ότι όλη η λαμπερή εικόνα έχει στόχο μόνο την ικανοποίηση τους από την αγάπη και το θαυμασμό μας, χωρίς ανταποδοτικότητα.
Μα, θα αντιτάξει κάποιος, είναι δυνατόν στην αρχή ενός έρωτα να κάθεσαι με το μικροσκόπιο και να «μετράς» αν τα συναισθήματα και οι συμπεριφορές του υποψήφιου συντρόφου είναι υπερβολικά ή όχι; Είναι δυνατόν να αναπτύξεις μια σχέση με συνεχή καχυποψία και ανασφάλεια; Σαφώς και όχι. Το ζητούμενο είναι να έχουμε μια ισορροπημένη προσέγγιση και να αποφεύγουμε τις ακραίες συμπεριφορές και στους άλλους αλλά και στον εαυτό μας.
*Η συνέντευξη έγινε μ’ αφορμή τον φθινοπωρινό κύκλο συναντήσεων που διοργανώνουν οι εκδόσεις Πορφύρα με θέμα τις σχέσεις. Έναυσμα τα δύο βιβλία της Karyl McBride που κυκλοφορούν στα ελληνικά («Υπάρχει Χώρος για μένα;» και «Χωρίς Εσένα»). Πρώτος εισηγητής ήταν ο κύριος Ζανάκης.