Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Ο μονόλογος «Εγώ, ο Μάρκος Βαμβακάρης» της Νάνσης Τουμπακάρη, βασισμένος στο ομώνυμο βιβλίο της Αγγελικής Βέλλου-Κάιλ, παρουσιάζεται για έξι μοναδικές παραστάσεις, από τις 24 μέχρι τις 29 Σεπτεμβρίου, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, σε σκηνοθεσία και ερμηνεία του Θανάση Παπαγεωργίου.
Μετά από μια πανηγυρική διετία στο Θέατρο Στοά -όπου απέσπασε διθυραμβικές κριτικές τόσο από την επίσημη κριτική, όσο και, κυρίως, από τους συναδέλφους του- και μετά από τις συγκινητικές παραστάσεις στη Σύρο, τη γενέτειρα του Βαμβακάρη, όπου το κοινό τον αποθέωσε για την ερμηνεία του, ο Θανάσης Παπαγεωργίου θεώρησε απαραίτητη την παρουσίαση του μονολόγου, ως φόρο τιμής, στην πόλη που ο μεγάλος συνθέτης λάτρεψε και τον λάτρεψε –τον Πειραιά.
Tο έργο είναι η φωτογράφηση μιας από τις σκληρότερες περιόδους της Ελλάδας, με τρεις δικτατορίες, δύο Παγκόσμιους Πολέμους, τους Βαλκανικούς, τη Μικρασιατική καταστροφή, την Κατοχή, την Απελευθέρωση, τα Δεκεμβριανά, τον Εμφύλιο…
Μέσα σ’ αυτό το άστατο πολιτικό σκηνικό, ο Μάρκος γράφει στίχους και μουσικές και χωρίς να το ξέρει, γίνεται αυτός που θα σφραγίσει από τότε και για πάντα το ελληνικό λαϊκό τραγούδι. Περνάει απ’ όλα τα στάδια. Σε μια περίοδο απαγόρευσης του μπουζουκιού, ζει τον ανηλεή πόλεμο όλων των μπουζουξήδων και φυσικά του δικού του, περνάει στη δειλή καθιέρωσή του ανάμεσα στους «μυημένους», φτάνει στον κολοφώνα της δόξας του, αρρωσταίνει, παραγκωνίζεται, αλλά επιστρέφει πανηγυρικά για να καθίσει πάνω στον θρόνο που του στήσανε οι άξιοι που τον είχανε δάσκαλο.
Με τον σπουδαίο άνθρωπο του θεάτρου, ηθοποιό και σκηνοθέτη Θανάση Παπαγεωργίου είχαμε την τιμή να μιλήσουμε.
Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για την παράσταση;
«Ευχαρίστως. Από πού ν’ αρχίσουμε;»
Ας αρχίσουμε από τη σκηνοθετική ματιά σας. Που εστίασε;
«Το κυριότερο μέλημά μου, ήταν να μπορέσει να γίνει μια παράσταση “δωματίου”, δηλαδή να μπορέσουμε να βρεθούμε εγώ και οι θεατές στο σπίτι (μου) του Μάρκου και να τους διηγηθώ την ιστορία του (μου) -αφού γι’ αυτό έκανε την αυτοβιογραφία του, για να ακούσουν οι άνθρωποι τα βάσανά του και να καταλάβουν γιατί έκανε τα λάθη που τον κατηγορεί ο κόσμος». Πείτε μας μια ατάκα, έναν διάλογο ή περιγράψτε μας μια σκηνή από το έργο. Ό,τι σας έρθει πρώτο στον νου.
«“Ήμαστε μάγκες, μάγκες ιππότες. Πορπατούσαμε και προσέχαμε να μην πατήσουμε στη γης. Πετάγαμε, ρε παιδί μου, πώς να στο πω”…».
Το έργο ανέβηκε για μια πανηγυρική διετία στο Θέατρο Στοά. Πώς βιώνετε το ότι ερμηνεύετε τον Μάρκο Βαμβακάρη; Και ποιες σκέψεις, ποια συναισθήματα έχετε για τον «Πατριάρχη του ρεμπέτικου»;
«Τον Μάρκο τον αγαπούσα έτσι κι αλλιώς, από το παρελθόν. Τώρα έχουμε γίνει κολλητοί. Περνάω πολύ καλά μαζί του κάθε βράδυ, τον νιώθω κοντά μου, ξέρω ότι με βλέπει και συμφωνεί γι’ αυτό που κάνω, του μιλάω σαν να είναι ζωντανός και καμιά φορά, αν γίνει καμιά στραβή, του ζητάω να δείξει κατανόηση, όπως ζητάει κι εκείνος από τους ανθρώπους, “αν είναι πραγματικοί ανθρώποι…”».
Παρουσιάσατε το έργο και στη Σύρο -τη γενέτειρα του Βαμβακάρη. Μιλήστε μας για αυτό το ανέβασμα.
«Με την καλή έννοια, ήταν μια “οδυνηρή” περιπέτεια η Σύρος. Κάθε μέρα, όλη μέρα, περπατούσα στα μέρη που είχε περπατήσει και κοίταζα αυτά που είχε κοιτάξει, όσα έχουν παραμείνει τα ίδια. Πήγα στο Μουσείο που του έχουν κάνει, στην Πάνω Χώρα, κοίταξα τα ρούχα που φορούσε, τα γυαλιά του, τα παπούτσια του, τις κάλτσες του. Η φόρτιση ήταν πολύ μεγάλη. Το βράδυ χωνόμουνα στη σκηνή και όλα αυτά με παρακολουθούσαν και με συντρόφευαν. Ήταν ακόμη περισσότερο μαζί μου. Και γινόμασταν ακόμη πιο κολλητοί. Ήταν ένα συναίσθημα που δύσκολα περιγράφεται. Σπάνιο και γι’ αυτό γοητευτικό». Και λίγα λόγια σας για το ανέβασμα της παράστασης στον Πειραιά;
«Ο Πειραιάς ήταν μια υπόσχεση στον εαυτό μου και στους γιους του, όπως ήταν και η Σύρος. Από την πρώτη στιγμή που αποφασίστηκε το ανέβασμα του μονόλογου, μπήκε σαν υποχρέωση να παιχτεί οπωσδήποτε κι εκεί που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Ήταν χρέος. Ο Πειραιάς τον μεγάλωσε, τον άντρεψε, τον έφθειρε, τον σακάτεψε, τον δόξασε. Πήγε δεκατριών χρονών και έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Μπορεί να τον φωνάζανε “το Συριανάκι”, αλλά εγώ τον θεωρώ ακραιφνή Πειραιώτη».
Κάποια σκέψη σας για τη χώρα μας;
«Αν μου διαθέσετε όλες τις σελίδες της εφημερίδας θα σας απαντήσω. Με λίγες φράσεις δεν λέγονται τέτοια πράγματα. Για να το διασκεδάσουμε όμως λίγο θα απαντούσα, ωραία χώρα, με ήλιο λαμπερό, ωραία περιγιάλια και ακτές, πανέμορφα νησάκια και σπάνιες αρχαιότητες. Με άθλιους δρόμους, αμφιβόλου ασφαλείας πεζοδρόμια και μια, μοναδική παγκοσμίως, άποψη: στους πεζόδρομους μπορούν να περπατάνε και πεζοί. Αχ, πατρίδα μου γλυκιά, πόσο σ’ αγαπώ βαθιά…». Κάτι που σας φτιάχνει τη διάθεση;
«Το χιούμορ και η εξυπνάδα».
Κάτι που τη χαλά;
«Η γκρίνια, η μιζέρια, η κακομοιριά, η μουρμούρα. Και, να πάρει η ευχή, πάντα υπάρχουν ζητήματα που τα τροφοδοτούν όλ’ αυτά. Να, τώρα που αποκλειστήκαμε από το μουντομπάσκετ άνθισαν όλα αυτά τα λουλουδάκια. Χαράς ευαγγέλια. Ήρθαμε στα ίσα μας».
Μια αγωνία σας;
«“Φοβάμαι όλ’ αυτά που θα γίνουν για μένα χωρίς εμένα”». Μια ευχή σας;
«Για το θέατρο: να αποφασίσει σε ποιον απευθύνεται. Για το Κοινό: να καταλάβει ότι ευθύνεται».
Ταυτότητα Παράστασης
Ο θεατρικός μονόλογος «Εγώ, ο Μάρκος Βαμβακάρης» της Νάνσης Τουμπακάρη βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο της Αγγελικής Βέλλου-Κάϊλ -που αποτελεί την αυτοβιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη.
Σκηνοθεσία & Ερμηνεία: Θανάσης Παπαγεωργίου
Σκηνικό & ενδυματολογική επιμέλεια: Λέα Κούση
Πληροφορίες
Παραστάσεις: 24 έως 29 Σεπτεμβρίου 2019
Ημέρες & Ώρες : Τρίτη 24 έως Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2019, στις 9.15 και Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου στις 8.00.
Η είσοδος δεν θα επιτρέπεται σε παιδιά κάτω των 12 ετών
Διάρκεια: 95 λεπτά
Δημοτικό Θέατρο Πειραιά: λεωφ. Ηρ. Πολυτεχνείου 32, Πειραιάς