Η Κύπρος ζητά εδώ και καιρό τη συνδρομή της ΕΕ για την αντιμετώπιση των αυξανόμενων προσφυγικών ροών. Οι πρόσφυγες που φτάνουν στο νησί έρχονται αντιμέτωποι με αντίξοες συνθήκες.
Όταν βρέθηκαν στην Τουρκία ο Αμίρ και η Λέιλα, με ιρανικά διαβατήρια, επειδή η ιρανική κυβέρνηση είχε αμφιβολίες για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του Αμίρ, έπρεπε να πάρουν μια σημαντική απόφαση. Μετά από πολλές περιπλανήσεις συνειδητοποίησαν ότι δεν μπορούν άλλο να ζουν έτσι και θέλησαν να αναζητήσουν την τύχη τους στις κοντινές χώρες, στις οποίες μπορούσαν να ταξιδέψουν χωρίς πρόβλημα με ιρανικό διαβατήριο. Έφτασαν έτσι από την Τουρκία στο τουρκοκυπριακό αεροδρόμιο Ercan. Πολλοί πρόσφυγες και μετανάστες φτάνουν με τον τρόπο αυτό το τελευταίο διάστημα στην Κύπρο, μέσω του βόρειου τμήματος του νησιού. Έπειτα περνούν τα σύνορα και φτάνουν στην Κυπριακή Δημοκρατία για να ζητήσουν διεθνή προστασία.
Από το ξέσπασμα της προσφυγικής κρίσης η Κύπρος βρίσκεται αντιμέτωπη με την αύξηση των προσφυγικών ροών. Το 2016 έφτασαν 2.871 πρόσφυγες και το 2018 ο αριθμός τους άγγιξε τους 7.713. Μέχρι τον Ιούνιο είχαν κατατεθεί 6.554 αιτήσεις ασύλου, ενώ η χώρα μπορεί να δεχτεί μέχρι και 14.000 συνολικά αιτήσεις. Η κυπριακή κυβέρνηση ζήτησε πρόσφατα τη βοήθεια της ΕΕ και την μετεγκατάσταση 5.000 προσφύγων, με τον επίτροπο Μετανάστευσης Δημήτρη Αβραμόπουλο να στηρίζει την κυπριακή κυβέρνηση.
Ο κρατικός μηχανισμός στα όρια του
Σύμφωνα με την Κάτια Σάχα, εκπρόσωπο της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, η Κύπρος δεν ήταν προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει την αύξηση των προσφυγικών αφίξεων τα τελευταία δύο χρόνια. «Η διαδικασία των πέντε σταδίων για την εξέταση των αιτήσεων πρέπει να ολοκληρώνεται εντός εξαμήνου. Στην Κύπρο παίρνει κάποια χρόνια. Για την τελικά απόφαση παροχής ή απόρριψης του ασύλου συνήθως απαιτούνται τρία με πέντε χρόνια. Έτσι ένας νεοαφιχθείς μπορεί να έχει το στάτους του αιτούντα άσυλο από ένα έως πέντε χρόνια. Υπάρχουν μάλιστα συγκεκριμένες περιπτώσεις αιτήσεων ασύλου που εκκρεμούν εδώ και δέκα χρόνια» αναφέρει η ίδια.
Στο μεταξύ οι πρόσφυγες καταγγέλλουν τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης στα προσφυγικά κέντρα, όπως στο κέντρου του Κοφίνου, ένα απομονωμένο καταυσλισμό μεταξύ Λάρνακας και Λεμεσσού. Είναι το μοναδικό κέντρο που είναι ανοιχτό σε νέες αφίξεις πέρα από το κέντρο έκτακτης ανάγκης έξω από τη Λευκωσία. Αν και δεν είναι υπερπλήρες, ο Αμίρ χαρακτηρίζει τις συνθήκες διαβίωσης άθλιες. «Υπάρχουν κατσαρίδες και άλλα έντομα. Η κουζίνα είναι πάντα βρώμικη και προσπαθούμε να μην πάμε στις τουαλέτες». Το χειρότερο όμως από όλα είναι η ατέρμονη αναμονή για την απάντηση στο αίτημά τους.
Δύσκολη η παραμονή και για όσους λαμβάνουν άσυλο
Πάντως οι συνθήκες διαβίωσης δεν βελτιώνονται αναγκαία και μετά την αναγνώριση κάποιου ως πρόσφυγα. Ο Μοχάμεντ από τη Σομαλία, δημοσιογράφος που ασχολείται με ερευνητικά θέματα, αποφάσισε να ζητήσει άσυλο στην Κύπρο κάπως παρορμητικά, κατά τη διάρκεια μιας διάσκεψης του ΟΗΕ στην οποία συμμετείχε επειδή φοβόταν να επιστρέψει στη χώρα του. Τελικά κατάφερε να λάβει διεθνή προστασία και μάλιστα να φέρει στην Κύπρο και τη σύζυγό του. Ωστόσο, όπως λέει, η νέα ζωή στην Κύπρο δεν ήταν καλύτερη από ό,τι στη Σομαλία, όπου τουλάχιστον είχε τη δουλειά και τους φίλους του. Για τον Μοχάμεντ το μεγαλύτερο πρόβλημα της Κύπρου είναι ότι δεν είναι επαρκώς προετοιμασμένη για να δεχθεί όλους αυτούς τους πρόσφυγες. Εντούτοις δεν το βάζει κάτω αλλά ούτε και βάζει τον εαυτό του στο περιθώριο. Είναι ενεργό μέλος της κυπριακής κοινωνίας με έντονη ήδη ακτιβιστική δράση.
Πολλοί πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο στην Κύπρο προσπαθούν να ενταχθούν στην τοπική κοινωνία, όπως ο Μοχάμεντ. Ωστόσο η πρόσβαση σε θέσεις εργασίας περιορίζεται κυρίως στον αγροτικό τομέα και μόλις πρόσφατα στον τομέα παροχής υπηρεσιών. Σύμφωνα με την Κάτια Σάχα από την Ύπατη Αρμοστεία το κλειδί για την ενσωμάτωση είναι η πρόσβαση στην αγορά εργασίας με κοινωνική ασφάλεια και αξιοπρέπεια.